18.4.22

ΜΑΥΡΗ ΜΟΡΑ ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ ΜΑΥΡΗ ΧΩΡΑ


 

Αναπαύομαι σε μια καρέκλα pop αισθητικής στο ισόγειο, μέρος της αισθητικής ανανέωσης της Πινακοθήκης. Μια οθόνη προβάλλει εικόνες από παλαιότερες περιοδικές εκθέσεις του μουσείου εναλλάξ με το πρόσωπο της διευθύντριας, cringάρω, στην έκθεση με τα πορτραίτα από το Λούβρο δεν υπήρχε qr code audio, δεν έπιανε το κινητό, ενώ το video που προβαλλόταν δεν είχε υπότιτλους από τα Γαλλικά· ξαφνικά, η οθόνη μαυρίζει, μ’ ανακουφίζει.

Ρίχνω μια ματιά σε ότι πολυτιμότερο είχα πάνω μου εκείνη τη στιγμή, μια μελανιά πάνω από το στήθος (μείον δύο κουμπιά το πουκάμισο), ακούγονται φωνές στο βάθος, I smell trouble.

Πράγματι, μια πολυμελή ομάδα κουστουμαρισμένων ανθρώπων εισέρχεται ορμητικά στο μουσείο, δύο οι επίσημοι, μια ντουζίνα οι συνοδοί, η ασφάλεια, και οι παρατρεχάμενοι, δεκατρείς οι μάσκες, ένας ο φρεσκοξυρισμένος ξεμάσκωτος, ο Τζον Πουρνάριας, Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας, έπλεε σε πελάγη ευφορίας εκείνo το Χριστουγεννιάτικο απόγευμα ο Διοικητής, είχαν περάσει λίγα μόλις εικοσιτετράωρα από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB) της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022, ένας και μοναδικός δίχως μάσκα σε πελάγη ευτυχίας ανάμεσα σε εργαζόμενους και επισκέπτες, συμπεριλαμβανομένου και του επίσημου προσκεκλημένου του από την Εσπερία, Ολλανδού μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ECB, δεν είχε λησμονήσει, καθώς φαίνεται, ο Έλληνας τραπεζίτης, την συμβουλή ενός καθηγητή του στην Οξφόρδη της δεκαετίας του ’80 - “walk as if you own the place”.

Η ομάδα των επισήμων στέκεται μπροστά από την Ελλάς ευγνωμονούσα όταν την ξενάγηση της εφόρου αρχαιότητων στα εκθέματα της περιοδικής έκθεσης «Το 1821 στη ζωγραφική, Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της» θα διακόψει η μελωδία από το Paradise City των Guns N' Roses, ο ήχος κλήσης στο κινητό του Διοικητή, απομακρύνεται ώστε να μιλήσει στο τηλέφωνο, προχωράει στην επόμενη αίθουσα, χαμογελάει, μιλάει δυνατότερα, χαίρεται περισσότερο, τον ακολουθώ, η κλήση συνδυάζει το επαγγελματικό με το προσωπικό, κανονίζει dinner μ’ έναν pescetarian Βρετανό executive της World Bank, σύντομα πρόκειται να βαπτίσουν το κρέας ψάρι στις κοινές δηλώσεις τους στον Ελληνικό Τύπο, μπροστά από την Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι ενεργοποιεί την κλήση με βίντεο, φέρνει το κεφάλι του κοντά στον πίνακα, στρέφει την κάμερα του κινητού προς το μέρος του, αστειεύεται με τον συνομιλητή του, γελάνε και οι δυο, γελάω και εγώ, από απόσταση ασφαλείας, την ίδια που είχε αγνοήσει ο Διοικητής, πατάει από ώρα πάνω στην κόκκινη γραμμή από laser που σχηματίζεται στο πάτωμα, υποδεικνύει στον επισκέπτη την απόσταση που οφείλει να διατηρεί από τα έργα τέχνης που εκτίθενται - ενεργοποιείται ο συναγερμός.

Δυσαρεστημένος με τον μισθό του και την ακρίβεια των τιμών στα βασικά είδη συμβασιούχος εργαζόμενος παρακολουθεί τα καθέκαστα από το control room, «γάμα το, Μπουρκίνα φάση» μονολογεί μπροστά από την οθόνη και ενεργοποιεί επιπροσθέτως το αυτόματο σύστημα κατάσβεσης, αντί να απενεργοποιήσει τον συναγερμό, επταφθοροπροπάνιο αέριο διαχέεται στις αίθουσες του μουσείου:

gaaaaaasss” ουρλιάζει με ταχύτητα αλγορίθμου η επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του τεχνοκράτη από την ECB, false flag να της βρίσκεται ώστε να τεθεί μελλοντικά σε στέρεα βάση το θέμα της ιδιωτικοποίησης της Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ο Διοικητής, εξίσου ανταγωνιστικός, πέφτει καταπάνω της, της παίρνει τη μάσκα απ’ το στόμα,

άντρες της προσωπικής ασφάλειας του Έλληνα και του Γερμανού τραπεζίτη, επισκέπτες, φύλακες του μουσείου, κουβαριάζονται, τους προσπερνά νωχελικά μια τίγρης, δεν την προσέχει κανείς, μονάχα ένα κοριτσάκι, τραβάει το παντελόνι της μητέρα της που παίρνει βίντεο με το κινητό τον ξεμάσκωτο Διοικητή, φιλοδοξεί να το πουλήσει στον Στέφανο Χίο,

το κουβάρι ολοένα μεγαλώνει, το προσπερνώ με βήματα αργά, βολεύομαι στον καναπέ στην είσοδο, δερμάτινος τύπου chesterfield, δωρεά του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου, βγάζω την μάσκα, ανάβω τσιγάρο. Έξω πια βρέχει:

 

  • “again and again - in the revolution of 1821, the population exchange of 1923, the aftermath of World War II, the Cold War and the financial crisis of 2008 - Greece has been a fulcrum of history. It is beautiful, littered, literally, with ancient and modern culture and, at the same time it is a laboratory, not to say a petri dish of radical change. In the decades ahead, whether it be the politics of the welfare state, intergenerational equity, climate change, the refugee crisis or the geopolitics of the Eastern Mediterranean, Greece will be in eye of the storm.[1]

 

 

 

 

11.4.22

ΜΑΥΡΗ ΜΟΡΑ ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ ΜΑΥΡΗ ΧΩΡΑ

 

 


Την πετυχαίνω, θεσπέσια στοχοπροσηλωμένη, face to face με το πτώμα του Marat. Είκοσι επτά ετών, 50 τα κιλά, 165 εκατοστά, βγαίνουν τα νούμερα· κοντό καρέ τσαλακωμένο μαύρο κατράμι μαλλί, μικρά και σκούρα αγριεμένα μάτια, μπορντό μάσκα - pale white fantasy. Φοράει δερμάτινο σορτς, διχτυωτό καλσόν (έχει δύο μεγαλούτσικα tattoo, ένα σε κάθε αδύνατο μπουτάκι), κάπως φαρδύ κόκκινο πλεκτό πουλόβερ, faux γουναρικό λευκό με μαύρες ρίγες.

Κάτι μου θυμίζει, πράγματι, την έχω ξαναδεί, η Αγγλίδα από την Κυψέλη, δίπλα στη Δημοτική Αγορά, έπινε μόνη της καφέ, στο απέναντι τραπέζι, έπινα μόνος μου καφέ, βάζω όπισθεν, επιστρέφω στο προηγούμενο δωμάτιο της έκθεσης, κοντοστέκομαι ανάμεσα από δύο πορτρέτα, αναζητώ έμπνευση·

ο Ferdinand Philippe, ο Δούκας της Ορλεάνης, με λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία, φιλότεχνος μαικήνας των τεχνών, εκπέμπει ένα μειλίχιο ύφος, κύριος του εαυτού του και αντάξιος των αριστοκρατικών τίτλων που κληρονόμησε, νηφάλιος, λεπτεπίλεπτος, ονειρικός... δεν είναι ώρα για τέτοια, εναποθέτω τις ελπίδες μου στον ηγέτη, Napoleon Bonaparte at the Pont dArcole, Ελλάς – Γαλλία Συμμαχία ξέρω γω, μαζί σου -Στρατηγέ μου!- θα διασχίσω την γέφυρα στο δρόμο προς τη μάχη του Αρκώλε,

«κατάλαβα τότε όλα όσα μας χώριζαν, αυτό που μπορούσα να σκεφτώ για εκείνους, δεν τους αφορούσε, υπήρχαν κι άλλοι ηγέτες που κρέμονταν στους τοίχους, δεν έβλεπες τίποτε άλλο, και οι στρατιώτες; ήμουν στο κέντρο της αίθουσας, στόχος σ’ όλα τούτα τ’ αυστηρά βλέμματα, "ε!, είπα μέσα μου άξαφνα, εγώ είμαι στρατιώτης!" κι αυτό μ’ έκανε να γελάσω χωρίς μνησικακία»[i],

 

«Όχι, δεν είναι δική μας δουλειά να πυροβολούμε / Το ξέρομε! Όμως απαντώντας σε γνήσια μηνύματα / η εποχή τον ποιητή δημιουργεί / κι αυτός δημιουργεί τον στρατιώτη…»[ii], έτοιμος να ριχτώ στον πόλεμο, επιστρέφω στην Αγγλίδα...

 

“What does it say to you?”

“It restates the negativeness of patriarchy. The hideous lonely emptiness of existence. Nothingness. The predicament of Man forced to live in a barren, godless eternity like a tiny flame flickering in an immense void with nothing but waste, horror, and degradation, forming a useless, bleak straitjacket in a black, absurd patriarchic cosmos.”

"What are you doing Saturday night?"

"Smashing the patriarchy.”

"What about Friday night?"

 

Αποχωρεί μειδιώντας, όπως ακριβώς στo Play it Again, Sam, μου κάνει νόημα, όπως στο σενάριο ταινίας του Αμερικάνικου κινηματογράφου του genre που μας έμαθε να ονειρεύομαστε,

πράγματι, θέλει να την ακολουθήσω, βαδίζω πίσω της διατηρώντας απόσταση ασφαλείας, ίσως να παρεξήγησα τις προθέσεις της, επιβραδύνει το βήμα, γέρνει το κεφάλι της προς τη μεριά μου χωρίς να με κοιτάξει, με το αριστερό της χέρι που είναι σχεδόν κολλημένο στο σώμα της μου κάνει νόημα να συνεχίσω, έχει την αυτοπεποίθηση μιας απογόνου της αυτοκρατορίας στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ (μα και τα όπλα, δεν σίγησαν ποτέ) και το φρόνημα «ενός έθνους που όταν αποφασίζει να πολεμήσει είναι για να νικήσει», την ακολουθώ σαν μαγεμένος, προσκυνητής της Τήνου, υπνοβατώ,

έξω από τις τουαλέτες, στο ημιυπόγειο του μουσείου, επιχειρώ να ανοίξω την κουβέντα, να μην tagαριστώ κάφρος Ανατολίτης που τρέχουνε τα σάλια του για το λευκό κορμί της, να δείξω πως στις φλέβες μου κυλάει αίμα Ευρωπαϊκό, μ’ αρέσει και το στυλ της, είχα λησμονήσει βέβαια τα επακόλουθα του Brexit, πριν προφτάσω να μοιραστώ μαζί της αναμνήσεις από μια επίσκεψη στο British Museum εναλλάξ με την ιδιοτελή αγάπη μου για τους Massive Attack, γνώριζα πως τ’ άστρα της pop culture φέτος πια τους ευνοούν, «κύκλους κάνει η pop κουλτούρα, κάθε 30 χρόνια περίπου εμφανίζεται ένα σημαντικό κύμα νοσταλγίας για το παρελθόν, η αυτοαναφορική ρετρομανία της pop κουλτούρας τώρα παίρνει τη μορφή της 90’s νοσταλγίας»[iii]

μου δίνει μια σπρωξιά στον ώμο αλά Μενεγάκη δίχως το νάζι και τα χάχανα «χαζής ξανθιάς», ευτυχώς, με παιγνιώδες βλέμμα-steely eyes, εξίσου επιτυχώς,

«εμπειριστές, προτεστάντες, ναυτικοί, νησιώτες (άρα αναγκασμένοι να είναι έξυπνοι), οι Άγγλοι έχουν κερδίσει την παρτίδα των αξιών στη Δύση, αυτοί πρωτοξεφούρνισαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την υπεροχή του εμπόρου έναντι του ιερέως και του καλλιεργητή, τον φιλελευθερισμό, την επαγωγική σκέψη αντί του παραγωγικού συλλογισμού, κατά συνέπεια ήξεραν πως να προασκήσουν τα εκλεκτά τους τέκνα για τον κοινωνικό στίβο, πέρα από τα εγκύλια μαθήματα, τάιζαν με το κουταλάκι τους μαθητές ανταγωνισμό και πάλη σώμα με σώμα»[iv]

were inside now, no way out, κλείνει την πόρτα, φιλιά και προκαταρκτικά στα απαγορευμένα, γδύνεται με μεγάλη επιδεξιότητα και ταχύτητα, βγάζει τα πάντα, κρατάει μοναχά το animal print το πανωφόρι, ανατριχιάζω, πώς θα μπορούσε να γνωρίζει το fetish μου;

-        μεταξύ ονείρου πραγματικότητας και φαντασιοπληξίας έχω κάνει έρωτα με γυναίκα που φορούσε αποκλειστικά σκούφο Άϊ Βασίλη, (φθηνό) κολιέ με μεγάλες πολύχρωμες χάντρες και μόνο, στρατιωτικό κασκέτο / ρόμπα νοσοκόμας / δερμάτινες ψηλές μαύρες μπότες και γύμνια, έντονο κόκκινο κραγιόν και τίποτε άλλο, μπαλακλάβα σκέτο, τέλος, υπήρξε κι ένα κορίτσι που φόρεσε το ακριβότερο Γαλλικό άρωμα από την συλλογή της μητέρας της – κάποτε δε, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, Summer with Erica, Αμερικανοεβραία λίγο έξω από την Βοστώνη, απίθανο να της χαλάσω το χατήρι, φακίδες, πολλές φακίδες, πεθαίνω για φακίδες, χρειάστηκε λοιπόν να κάτσω ώρες μες στην θάλασσα, στην πλέον αλμυρή παραλία του νησιού, ώστε να επιτευχθεί ο ποθητός για εκείνη βαθμός αλμυρότητας του σώματος, έβγαινα από το νερό, χοροπηδώντας από καυτό βότσαλο σε φλεγόμενο βότσαλο έφθανα στο αλμυρίκι μας όπου με περίμενε ελαφρά κοκκινισμένη, μα προστατευμένη, έβαζε τα δοντάκια της στον ώμο μου, έκλεινε το στόμα της ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στο δέρμα μου, δάγκωνε και με έστελνε πίσω ξανά στη θάλασσα, ώρες κράτησε η δοκιμασία, χρόνια τα σημάδια από τα γερά -καθώς Αμερικάνικα- δόντια της, δεν σκέφτηκα ποτέ βεβαίως να επιστρέψω με άδεια χέρια, κοχύλια, γέμισα τα βάζα της Μασσαχουσέτης με Αιγαιοπελαγίτικα κοχύλια, στο τέλος, γυμνή αυτή, γυμνός κι εγώ με μπόλικο αλάτι,

αποκλείεται, αδύνατο να διάβασε την σκέψη μου η Αγγλίδα, η σιγουριά της συναντήθηκε με την επιθυμία μου, αυτό είναι όλο, οι βεβαιότητες της με τα θέλω μου, παράξενη κι αδόκητη η aσυμφωνία χαρακτήρων,

βολεύομαι στο πεντακάθαρο καπάκι της τουαλέτας, ξεκουμπώνομαι, ανεβοκατεβαίνει πάνω μου, που καιρός για προφυλακτικά και τέτοιες μαλακίες, ρωτάει για το εμβόλιο, “Astra babyAstra Zeneca” ψιθυρίζω όσο μου δαγκώνει ελαφρά τ’ αυτί, ακολουθεί το δώρο μίας μελανιάς, γέρνει το κορμί της πάνω μου, τελειώνει με υπόκωφες ψιλές κοριτσίστικες στριγγλιές ηδονής, με σκεπάζει ολόκληρο με το παλτό της και τότε ακριβώς είναι που ζωντανεύει ένας αρχαίος μύθος από το βασίλειο του Σιάμ, μια λευκή τίγρης με κάνει μια μπουκιά, χάνομαι μέσα της, με απορροφά...



[i] Ζαν Πολ Σαρτρ, Η Ναυτία

[iv] Κωστής Παπαγιώργης, Κέντρο Δηλητηριάσεων