Ανήμερα Χριστούγεννα στο Λαζαρέτο. Τριγυρνώ ανάμεσα σε ερείπια στην άκρη της Ερμούπολης. Πρώην λοιμοκαθαρτήριο, πρώην φυλακές, πρώην άσυλο ανιάτων, πρώην τόπος εξορίας. Πρώην γενικώς, παρατημένο, μισογκρεμισμένο.
Λειτούργησε, σαν να λέμε, αποκλειστικά ως έτερος τόπος, και τα ερείπια, ετεροτοπία επίσης, δεδομένης βεβαιας της δημοφιλίας του #ruins στο Instagram εν μέρει εμπορευματοποιημένης, εντός εκτός και επί τα αυτά του κύκλου της τουριστικής οικονομίας, τα ερείπια, όσο να ‘ναι, βαραίνουν πάνω μας, ανασύρουν μνήμες,
αναρωτιέμαι για το μέλλον του Λαζαρέτου, στην Κίνα, ή την Αυστραλία, θα είχε αξιοποιηθεί στην εποχή της πανδημίας, στο Ανατολικό Αιγαίο θα ‘χε χρησιμεύσει ως camp προσφύγων·
ανησυχώ για την τύχη του, αν αληθεύουν -κυρίως λαθεύουν δημιουργικά- τα δελτία τύπου, πως πρόκειται το Λαζαρέτο να αναδειχθεί ως κοιτίδα πολιτισμού, τότε οι πέτρες θα πάψουν για πρώτη φορά στην 161χρονη ιστορία τους να φιλοξενούν έναν έτερο τόπο – ας αρκεστούμε να πούμε πως όταν ο Foucault κατέτασσε τα μουσεία (τις γκαλερί, τους χώρους τέχνης) στις ετεροτοπίες, τότε ακόμα οι επισκέπτες τους προσομοίαζαν, λίγο ή πολύ, στον ανθρωπότυπο των «ποντικών της ταινιοθήκης»,
- στην Cinémathèque, όλη την ημέρα μέσα εκεί, ότι οι Γάλλοι αποκαλούσανε rates de la Cinémathèque, δηλαδή ποντίκια της Ταινιοθήκης, όλη η Nouvelle Vague ονομαζόταν έτσι, ο Τρυφώ, ο Γκοντάρ και οι άλλοι εκεί μέσα μάθανε κινηματογράφο»,[1]
σήμερα, οι πολιτιστικοί χώροι είναι συχνά τοποθεσίες προσφερόμενες για Facebook check in και instagrammable cameo για τις μάζες των καταναλωτών της εικόνας και της εμπειρίας·
ονειρεύομαι το Λαζαρέτο τόπο παραγωγής, ετεροτοπία δηλαδή ως προς το context της Ελληνικής οικονομίας, ιδέες υπάρχουν: φύκια ή καμμένα δέντρα ή και αχινούς, κάτι θα κατεβάσει του Ευμορφίδη ο νους!
Πέτρες διάσπαρτες στο έδαφος, σκουριασμένες εξωτερικές σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά, μεταλλικά κρεβάτια, σαπισμένες ξύλινες δοκοί, σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο διακρίνεται η ημερομηνία 1880, σ’ ένα ακόμη η λέξη ΑΣΥΛΟ, ημερομηνίες, μισοσβησμένα ονοματεπώνυμα, επίσης πρόσφατα γκραφίτι και συνθήματα με σπρέυ: "666 The Number of the Beast" επιχειρεί να αποδώσει την ερεβώδη ιστορία του Λαζαρέτου μέσω της ποπ κουλτούρας ένας μεταλλάς πιτσιρικάς, μεταφράζοντας την αγωνία του κατάδικου, τον πόνο του ψυχικά ασθενούς, το αίσθημα της αδικίας του πολιτικού εξόριστου,
σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα την θάλασσα σκοντάφτω σε δύο πλαστικές καρέκλες, υποδέχονται καμιά φορά έφηβους μελλοντικούς δραπέτες του νησιού, ερωτευμένους «σχιζοφρενείς», αυτοεξόριστους της τουριστικής πολυκοσμίας:
η ιστορία συνεχίζεται.
[1] Κωνσταντίνος Θεµελής, Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998, σ. 144.