Μάλλον πως είναι αλήθεια∙ νομίζω πως «συμπαθώ» περισσότερο εκείνους που προσπαθούν να επιβιώσουν και ταυτόχρονα να «κατανοήσουν» τον κόσμο[1] παρά από εκείνους που επιχειρούν να τον «αλλάξουν».
Σαφέστατα, αυτοί της δεύτερης κατηγορίας, έχουν ήδη μπει στην διαδικασία κατανόησης και επεξήγησης του κόσμου στην ολότητα (;) του προτού επιχειρήσουν να τον αξιολογήσουν και κατόπιν νομοτελειακά θαρρείς, να μπουν στον πειρασμό να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες του, τη λειτουργία του, το Είναι του με δύο λόγια.
Μέσω της δικής τους αξιωματικής κρίσης φθάνουν σε ενδείξεις – αποδείξεις – συμπεράσματα - προτάσεις για έναν διαφορετικό κόσμο∙ για εναλλακτικά μοντέλα διακυβέρνησης και διαβίωσης∙ για ένα νέο αξιακό πλαίσιο και άλλα ευφάνταστα, και συχνά ελκυστικά, καλούδια.
Κατά κανόνα, βρίσκονται αιχμάλωτοι του εκάστοτε συστήματος σκέψης αδυνατώντας να ταξιδέψουν σε α-ιστορικούς χρόνους και τόπους ή και να πραγματοποιήσουν ταξίδια νοητικά σε απόκοσμα dimensions του συνειδητού.
Οι της πρώτης κατηγορίας χαρακτηρίζονται από μια κάποιου είδους ταπεινοφροσύνη. Πρώτιστο μέλημα τους είναι η επιβίωση. Επιπροσθέτως, συνήθως αρνούνται να υποκύψουν σε πειρασμούς που καλούν προς μία άσκηση πολιτικής ενάντια στην Εξουσία και τα διάφορα μασκαρέματα της.
Φυσικά, όταν ομιλούμε περί επιβίωσης, λέξεις όπως η φτώχεια και η πείνα δεν θα πρέπει να σφηνώνονται στο μυαλό μας. Ο αγώνας για επιβίωση είναι ένα αρκούντως περίπλοκο θέμα και δεν σχετίζεται αναγκαστικά με τις καταθέσεις σου, μήτε και με την επαγγελματική σου αποκατάσταση.
Η επιβίωση σχετίζεται με τον διαρκή αγώνα να συνεχίσεις να «υπάρχεις» ενόσω σύμπαντα κατερρέουν γύρω σου συνεχώς. Αυτά τα σύμπαντα είναι οι εκάστοτε πυξίδες με τις οποίες κατά καιρούς ρυθμίζεις την τροχιά της ζωής σου και οι οποίες απορρυθμίζονται όσο το αέναο παιχνίδισμα με την Γνώση και το άγνωστο προκαλούν εσωτερικούς κραδασμούς διαχρονικής ισχύος.
Επιχειρώντας να επεξηγήσουν αυτό που τους περιβάλλει, προτιμούν να παραδίνονται στην γοητεία του εξωπραγματικού και αυτού που δεν συλλαμβάνεται από τον ανθρώπινο νου, παρά να στηθούν δήμιοι κριτές της εκάστοτε παρούσας κατάστασης πραγμάτων στις αποκρυσταλλωμένες μορφές στις οποίες αυτά γίνονται αντιληπτά από τον ανθρώπινο νου.
Κατά αυτόν τον τρόπο, οι της β΄ είναι πιο βαθιά ριζωμένοι στο present time, αποσπώντας την ηδονή και την αναγνώριση (αλλά και τους κινδύνους που αυτά εγκυμονούν) που προκύπτει από την διαλεκτική σχέση τους με το χωροχρόνο που τους φιλοξενεί.
Οι της α΄, μοιάζουν πιο πολύ με σκιές παγιδευμένες σε παραπάνω από ένα πεδία ύπαρξης. Φαντάσματα που η αδιαφάνεια τους όμως, τους επιτρέπει να εισχωρούν σε τόπους αδιαπέραστους, πλουτίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη βάση δεδομένων τους σε ταχύτερους ρυθμούς από τους άλλους.
Η αλήθεια τους συνίσταται σε «αοριστίες», βαθιά ριζωμένες όμως στο Υποκείμενο που τις αποκτά ύστερα από μια επίπονη μια συνδυαλλαγή με το Εγώ. Το Εγώ, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται έξω από θεωρητικά σχήματα, δομημένα επιχειρήματα και συναφή περίτεχνα κατασκευασμάτα, όταν επιθυμεί να φτάσει σε μέρη αταξινόμητα που ο ανθρώπινος νους δε δύναται να συλλάβει.
Είναι το ταξίδι χιλιάδων ετών στο οποίο προβαίνουν αδιάκοπα το οποίο θωρακίζει ην Γνώση τους, όση μπορεί τέλος πάντων να αναλογεί στον καθένα μας. Ο Ψαραντώνης είναι ένας απ’ αυτούς τους ταξιδευτές: «Εμείς τι κάνουμε εδώ; Αυτός πάει χιλιάδες χρόνια μπροστά και χιλιάδες χρόνια πίσω» είχε δηλώσει κάποτε ο Χατζιδάκις.
Κι ο έρωτας πού βγαίνει; Στους γκρεμούς δε βγαίνει; [...] Ο έρωτας, το φυτό, το δίκταμο. Έτσι το λέμε εμείς στ' Ανώγεια. [...] Η ιστορία λέει ότι ο έρωτας εφύτρωσε όταν έσταξε πάνω στο βράχο το δάκρυ του Δία για την Πασιφάη...
Συμμέτοχος της ιστορίας, ο Ψαραντώνης αφουγκράζεται την ουσία των πραγμάτων: εξηγεί το «παράλογο» του έρωτα με βάση το «υλικό» που έχει στη διάθεση του (το φυτό συμβολίζει την Φύση∙ σ’ αυτήν βρίσκει το Θείο ο Ψαραντώνης, σ’ αυτήν άλλωστε, «απαντάει» με τα τραγούδια του) και ανατρέχει στα βάθη της ιστορίας ώστε να επικυρώσει την ανακάλυψη του.
Η α-ιστορικότητα του Υποκειμένου, αυτού που περιγράφει τον κόσμο, του επιτρέπει ταξίδια όχι μονάχα στην ιστορία αλλά και σε χρόνους που δεν έχουν φτάσει ακόμα.
Αντίπαλο δέος ο Κάρολος ο Μαρξ, ο επιδραστικός αυτός θεωρητικός στον απόηχο των «ανακαλύψεων» του οποίου ζούμε ακόμα. Η θεωρητική του σύνθεση, παράγωγο της εποχής στην οποία έζησε, αποδείχθηκε να έχει διάρκεια χρόνου. Ωστόσο, είναι τα σύνορα των τοιχών μιας θεωρητικής κατασκευής που απλώνονται τριγύρω, τα οποία και ανακόπτουν την τροχιά της προς την αιωνιότητα (ή τη βουτιά στο ανείπωτο παρελθόν).
Αυτά τα τείχη είναι που περιφράσσουν την όποια προσπάθεια επιχειρεί κανείς προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα της Γνώσης, τον οποίο και αγγίζει επιδερμικά μονάχα, ο Μαρξ. Και θα ‘ρθουν καιροί όπου η αλήθεια του δε θα βγάζει «νόημα», σαν μιαν άλλη Κινέζικη εγκυκλοπαίδεια του 15ου αιώνα στα μάτια ενός σύγχρονου Ευρωπαίου.
Δύο μούσια λοιπόν, και δύο διαφορετικές προσεγγίσεις προς μια κοινή επιδίωξη: μια θέση στον Ήλιο!
Ορίστε και μία Ψαραντώνειος ραψωδία:
[1] Όπου κόσμος: το θαύμα της ζωής∙ η εξέλιξη (ως τον άνθρωπο) της βιοποικιλότητας αυτού του πλανήτη∙ η άτιμη η κοινωνία∙ το Σύστημα∙ τα σκυλάκια, τα ελαφάκια και οι μαλάκες που συνδυαλέγεσαι μαζί τους καθημερινώς.
No comments:
Post a Comment