4.1.11

Για τα buzzα





 Κι αν μιλάμε για τέρατα, εμείς οι αρνητές του “ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” εννοούμε πράγματα συγκεκριμένα [εδώ]. Οι εκφραστές των αφαιρέσεων αρέσκονται να ψεύδονται∙ μας είναι γνωστό αυτό. Όσοι υποδύονται το τέρας φορώντας τη μάσκα του κυνικού, ορθολογικού, απομαγευμένου ευρωλιγούρη (αυτό το τελευταίο τους βγαίνει φυσικά και αυθόρμητα, τους τυφλώνει η πραγματικότητα της στιγμής που αστράφτει εκτυφλωτικά η στάμπα της σφραγίδας στο δεύτερο μεταπτυχιακό δίπλωμα από κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Γηραιάς Αλβιόνας∙ εναλλακτικά, τους τυφλώνει η πραγματικότητα της στιγμής που αστράφτει η στάμπα της σφραγίδας στο δεύτερο –και πιο σοβαρό- ιδιωτικό συμβόλαιο που υπογράφεις με την Α.Ε. που σε προσλαμβάνει ως high skilled migrant), απλά ψεύδονται ενώπιον όλων μας.
 Κι αν μιλάμε για αλήθεια δε θα τη βρούμε μασκαρεμένη πίσω από ευφυολογήματα, ευφάνταστη σύνταξη και ορθογραφία, σοφιστείες στριφογυριστών επιχειρημάτων (που καταργούν την έννοια της λέξης)∙ ούτε από την άντληση στοιχείων από οικονομικά εγχειρίδια κατά το αυστηρά προσωπικό δοκούν∙ ούτε από την άντληση σταθερών μεταβλητών και σχεδιογραμμάτων από στατιστικούς πίνακες (χρήσιμοι κατά τα άλλα)∙ ούτε από την απαξίωση του Σωκράτη προς όφελος ενός αυτιστικού σκεπτικισμού∙ ούτε από την ασφάλεια του διαδικτύου που αφαιρεί τη σωματικότητα των θέσεων μας όπως αυτή εκφράζεται ιδανικά όταν πασχίζεις να αποφύγεις το ιπτάμενο δακρυγόνο ή και όταν σημαδεύεις με το πλαστικό σου πηρουνάκι τον τελευταίο κεφτέ της πιατέλας της παρέας. (Βλέπετε, οι καλοί τρόποι δεν εμπεριέχουν την υποκρισία του να αφήσεις ανέγγιχτο τον τελευταίο μεζέ, ούτε και να χαραμίσεις την τελευταία γουλιά ενός τονωτικού espresso παριστάνοντας, όχι τον καμπόσο, αλλά τον Κάρολο της Αγγλίας σε ένα περίεργο στιφογύρισμα της μοίρας μιας και το προσφάτως σπασμένο τζάμι της λιμουζίνας του τελευταίου, θα έπρεπε να σε κάνει να το ξανασκεφτείς).
 Κι αν μιλάμε για την περιβόητη και κατεξοχήν μεταμοντέρνα (ξεφορτωνόμαστε και τη λέξη σιγά σιγά, καταλαβαίνω, ένας θρίαμβος! “Νάτη η εποχή των δολοφόνων” μα αυτή τη φορά είναι προς όφελος μας) συνθήκη απογύμνωσης του εαυτού, και μιλάμε φυσικά για την περιβόητη μεταμοντέρνα ειρωνική αποστασιοποίηση*, κατακτηθείσα από πλείστα περιφερόμενα σαν ρομποτάκια μέλη της παγκόσμιας μυστικής οργάνωσης των Επιφανών Κυνικών Αποστασιοποιημένων Ανθρωποειδών (ή αλλιώς, “ανθρώπων, πολύ ανθρώπων”) με ικανότητες καταφερτζή δολοπλόκου της σειράς με μια δόση από πολιτικάντικη ρητορεία-φλυαρία όπου η σειρά των επιχειρημάτων σου που περιμένουν απάντηση καταστρατηγείται προς όφελος μιας κρύας σούπας από βίαιες αναστροφές που βρίσκει γόνιμο έδαφος στα λιβάδια του σχετικισμού και της καφενειακής κουβεντολαγνείας, και που συναγωνίζεται επάξια άλλωστε, τη συνθηματολογία κάποιων κοντινότερων σε εμάς κατηγοριών ανθρώπων (βλ. κάποιων κομματικών στελεχών της αριστεράς), τότες λοιπόν, δε μας μένει παρά να βροντοφωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη πως οι μέρες σας είναι μετρημένες. Βλέπετε, η επερχόμενη φτώχεια του κόσμου θα συμμαχήσει μαζί μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, κι ας προκύπτουν τα μύρια όσα προβλήματα σε τούτη την αδιαμόρφωτη ακόμα σχέση.
 Κι αν δε μπορώ ακόμα να ξεχάσω τα λόγια ενός βετεράνου του Ισπανικού εμφύλιου πολέμου ο οποίος, σε μεγάλη ηλικία πια, έθεσε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές το πρόβλημα που ανακύπτει όταν άνθρωποι σαν κι αυτόν απευθύνονται σε μέλη της νεολαίας, της δικής μας νεολαίας, που μεγαλώνουν με κόμικς και ροκ μουσική, είναι που δεν το επιθυμώ. Βλέπετε, ο Ντάγκλας Άνταμς μπορεί να εξέθρεψε μια γενιά με το χιούμορ του, χιούμορ εξαίσιο, μα εκείνη η γενιά μεγάλωσε και κρατώντας απ’ αυτό το χιούμορ τίποτα άλλο από μια αφαίρεση που γέρνει στην καταστροφή, όπως μας τα εξηγεί πολύ καλά ο Αλαίν Μπαντιού [εδώ] (κι αν δε χωράει το παράδειγμα, δε μας πειράζει, τραβάμε το σχοινί πια, η συγκεκριμένη γενιά πάντως εκστασιάζεται για τον Duchamp και τον Pollock), πήγε και τοποθέτησε τον εαυτό της, αγκαλιά με το Ανταμσικό χιούμορ, στο ολότελα ξένο γι’ αυτό το χιούμορ, πεδίο του αχαλίνωτου κονφορμισμού την ώρα που αυτό προοριζόταν για το πάντοτε θελκτικό και απολύτως γόνιμο μη-χώρο που σχηματίζεται περήφανα και δίχως ενδοιασμούς, εκεί που δε χωρά στάλα σοβαροφάνειας, ηθελημένου ψεύδους, κονφορμισμού, λογικής του οικονομικού εγχειριδίου και του παμφάγου ευρωλιγούρικου χοιριδίου, εκεί που δε χωρά ένα ακόμα Λογικοφανές Ψέμα.
 Βλέπετε, η ώρα καταφθάνει, αργά, βασανιστικά, παρεμβάλλονται εμπόδια και ενδοιασμοί και δυσκολίες και εσωτερικές αντιφάσεις, το γνωρίζουμε αν και δεν κάνουμε και πολλά να τα ξεπεράσουμε, φθάνει όμως η ώρα, που το ψεμά θα μετρά σαν αμαρτία, αμαρτία θανάσιμη, ή και μη θανάσιμη. Όπως και να ‘χει, αμαρτίας καταδικαστέας από το πλήθος που θα ζητά σαν τρελό λίγη ακόμα αγχόνη για κείνους που λοξοκοίταξαν προς το παρελθόν με τη λογική του φέουδου, ένα παρελθόν το οποίο δε νοσταλγεί κανείς άλλος πέρα από τους λογής λογής επίδοξους κλόουν και αγγελιοφόρους του βασιλιά.
 Ίσως να είναι που σαν παιδί κι εγώ δε θέλησα να γίνω δικηγόρος όπως ήταν της μοδός στην Ελλάδα, σαν φοιτητής δε ήθελα να γίνω οικονομολόγος, όχι γιατί ήθελα να γραφτώ σε κάποια αριστερή παράταξη ώστε να βγάλω γκόμενα, μα γιατί ο θάνατος του Τζουλιάνι με συντάραξε συθέμελα μαζί με την ανάγνωση του “Ξένου” του Καμύ, και μεγαλώνοντας πια, δε θέλησα να γίνω νευροεπιστήμων μιας και κατάλαβα πως αν αποχωριστείς τη Σκέψη θέλοντας να την τεμαχίσεις, υποτίθεται, εις τα εξ ων συνετέθη (τα οποία φυσικά, θα μας παραμείνουν άγνωστα στον αιώνα τον άπαντα), δε θα γίνεις τίποτα παραπάνω από ένας εξυπνάκιας με ντοκτορά στο επιστημονικότροπο λογικοφανές ψέμα.
 Κι αν δε μ’ άρεσαν ποτέ τα ψέμματα (όχι, ο βελονισμός δεν κοπιάρεται∙ όσο κι αν προσπαθήσουν εκεί στο Χάρβαρντ, δε θα καταφέρουν ποτέ τους να αποκωδικοποιήσουν πλήρως το αντικείμενο εργασίας τους, άλλωστε, δεν αποτέλεσε ποτέ "αντικείμενο εργασίας" για κείνους που τον εξασκούσαν), είναι που δεν εκτιμώ τους δειλούς. Και τον πολιτικάντικο λόγο. Όσο για τον κονφορμισμό, είτε αποτελεί προέκταση μιας μικροαστικής ονείρωξης, είτε σηματοδοτεί την προσπάθεια να παραμείνεις με νύχια και με δόντια (αλλά και με ακαδημαϊκά papers) στη θέση που κατέκτησες με προσπάθεια ή σου "δόθηκε" κληρονομικά, δεν έχω παρά αισθήματα βαθύτατης περιφρόνησης, για τους ρυπογόνους φορείς του δε, ακόμα περισσότερο.
 Ίσως να είναι που μου αρέσει (ή και επιθυμώ) να συνδιαλέγομαι διαφορετικά. Όπως μας διδάσκουν οι μεγάλοι [εδώ].





*“I hate cynical irony, the form of knowing irony that's just a form of protection from any sort of engagement with the world," by Simon Critchley. http://www.truth-out.org/demand-everything-an-interview-with-philosopher-simon-critchley59500




No comments:

Post a Comment