17.2.11

Ι. Το σινεμά και ο Darren Aronofsky: το πονεμένο σώμα.



Salvador Dalí, Geopoliticus Child Watching the Birth of the New Man, 1943. Oil on canvas, 45.5 x 50 cm. Salvador Dalí Museum, St. Petersburg



[Σκόρπιες σκέψεις για τον Darren Aronofsky και τον κινηματογράφο γενικότερα μετά την θέαση του Black Swan, a film classic.]

 Μαθαίνοντας πως ο Darren Aronofsky σπούδασε ανθρωπολογία στο Harvard αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια την εμμονή του με το ανθρώπινο σώμα το οποίο αντιμετωπίζει στις ταινίες του με την περιέργεια αλλά και το θαυμασμό με τον οποίο ένα μικρό παιδί αντικρύζει το γυναικείο σώμα στην οθόνη του λάπτοπ κατά τη διάρκεια του πρώτου του αυνανισμού.

 Στο Requiem for a Dream (2000), στο The Wrestler (2008), και στο Black Swan (2010), το σώμα προτάσσεται μπροστά και αποτελεί το προνομιακό πεδίο πάνω στο οποίο εξελίσσεται όλο το στόρυ. Η πρέζα που ξεχύνεται με ορμή στο κορμί του νεαρού πρωταγωνιστή Jared Leto και οι αμφεταμίνες της ταλαίπωρης μάνας, το ξύλο που δέχεται το ταλαίπωρο ξεχειλωμένο κορμί του Mickey Rourke (σε μια ακόμη ερμηνεία στην οποία το προσωπικό στόρυ του ηθοποιού είναι το πρωτεύον, βλ. και μόδα Robert Downey Jr.), τα βάσανα που περνάνε τα μικρά δακτυλάκια του ποδιού της τελειομανούς χορεύτριας Natalie Portman (σε μια πραγματικά αξιοσημείωτη ερμηνεία), ο Aronofsky δείχνει να παθιάζεται με την ιδέα ότι το ανθρώπινο σώμα προϋπάρχει του Λόγου πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Το Σώμα έχει τη δική του φωνή, έχει ωστόσο και τα δικά του βάσανα.

 Ο πόνος είναι το δεύτερο συστατικό που μοιάζει να ολοκληρώνει το παζλ των εμμονών του σκηνοθέτη. Ο Aronofsky μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη σκληρή μοίρα του ανθρώπινου σώματος, το εφήμερο δηλαδή της αρμονικής του λειτουργίας, και φαίνεται να πιστεύει πως ο πόνος συνοδεύει το σώμα σε κάθε του βήμα. Για την ακρίβεια, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μεταφορά. Το σώμα αποτελεί το όχημα του ανθρώπου σε τούτη τη ζωή, μ’ αυτό πρωτίστως υπάρχουμε μέσα σε μια κοινωνία μιας και αυτό αποτελεί μια ακόμα παραγωγική μονάδα∙ με το σώμα πορευόμαστε λοιπόν, και αυτό προτάσσουμε όταν θέλουμε να φτάσουμε κάπου ψηλά [Black Swan], όταν θέλουμε να μη φτάσουμε κάπου αλλά να τσαλαβουτάμε στα ρηχά αιωνίως [Requiem for a Dream], ή και όταν θέλουμε να μείνουμε καρφωμένοι για πάντα στο παρόν της νεότητας [The Wrestler]. Ο Aronofsky πάντως, ναι μεν εστιάζει στο ανθρώπινο σώμα αλλά φαίνεται να αναφέρεται σε όλο το πακέτο που συνιστά τον Άνθρωπο με τις... αδυναμίες του (όπου αδυναμίες το φθαρτό σώμα). Σ’ αυτό το τελευταίο δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά∙ αποτελεί ωστόσο μια δόκιμη υπόθεση εργασίας.

 Ξέχωρα από την ανθρωπολογία, ο κατεξοχήν θεωρητικός κλάδος ο οποίος αφήνεται κομματάκι πιο ελεύθερος να εκφραστεί κάπως πιο αφηρημένα για έννοιες ασαφείς και δηλωτικές του μη χειροπιαστού, έννοιες όπως “η γλώσσα των συναισθημάτων” (το ότι τέτοιες προσπάθειες θα γκρεμιστούν συθέμελα κάποια στιγμή από την επέλαση των νευροεπιστημών -- αυτό πρέπει να θεωρείται δεδομένο πια, η κατάληξη του εγχειρήματος μένει να αποκαλυφθεί αργότερα πάντως -- θα έπρεπε να μας προβληματίζει έντονα∙ κι αυτό όχι γιατί δεν είναι γόνιμες οι αναζητήσεις στο χώρο της νευροεπιστήμης, κάθε άλλο, αλλά γιατί θα έπρεπε να διασφαλίσουμε την αρμονική συνύπαρξη όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών έχοντας κατά νου ένα πλουραλιστικό σύμπαν κατανόησης του χάους της ύπαρξης μας), ο Aronofsky καταπιάστηκε και με το animation, ότι πιο "παραμυθένιο" μπορεί να παραγάγει η τέχνη του σινεμά.

 Εδώ παρατηρείται και η σύγκλιση των ενδιαφερόντων του. Γιατί, πιο "παραμυθένιες" καταγραφές της ανθρώπινης δραστηριότητας από εκείνες των ανθρωπολόγων στα τέλη του 19ου αιώνα δε νομίζω πως μπορούμε να βρούμε σε άλλα ακαδημαϊκά βιβλία. (Όμορφο πράγμα τα παραμύθια. Χωρίς αυτά μια κάποια φτώχεια παραπάνω θα υπήρχε στη Γη, νομίζω.) Αποφασίζοντας να γίνει σκηνοθέτης και δη στην Αμερική της βαριάς βιομηχανίας του σινεμά, ο τότε φέρελπις νέος μάλλον πως έκανε την καλύτερη επιλογή. Οι παραμυθάδες του Hollywood άλλωστε, βρίσκονται κοντά έναν αιώνα πια μαζί μας και χωρίς αυτούς η ζωή φαίνεται πλέον λιγουλάκι πιο αδειανή και γκρίζα (φαντάζει και πιο επίπονη κιόλας).

 Ο παραμυθάς του Hollywood σκηνοθέτης Aronofsky (ακόμα και με μικρό μπάτζετ, το ίδιο κάνει, το φεστιβάλ του Sundance είναι κομμάτι της βαριάς βιομηχανίας καιρό τώρα), μοιάζει να γνωρίζει καλά τι επιθυμεί να κάνει. Μάλλον έχοντας κατανοήσει τα βασικά θέματα-προβλήματα-κωλύματα του ανθρώπινου νου, πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο να συμβεί αν αποφασίσεις να αντικρύσεις με θάρρος και ενάργεια τον κόσμο που σε περιβάλλει πέρνοντας ως δεδομένο ότι δε θα τεμπελιάσεις να επεξεργαστείς τα δεδομένα που θα αντληθούν από την όλη διαδικασία, και έχοντας παράλληλα κατακτήσει τη γνώση του τεχνικού κομματιού του ζητήματος δημιουργώ μια ταινία, έχει καταφέρει έως τώρα να μας δώσει δύο ταινίες απ’ αυτές που ναι μεν δεν πάνε τα πράγματα λιγάκι παραπέρα, αλλά τουλάχιστον ανακατεύουν κάπως την τράπουλα.

 Στο Requiem for a Dream σηματοδότησε τη δεκαετία του ’90 χαρίζοντας στους απανταχού νεανίες μια ταινία σπινταριστή, ακμαία, τεχνικά άρτια, μια ταινία στον αντίποδα του Trainspotting (1996). Αν το τελευταίο έκανε ντόρο με τις προλητικές του εικόνες και τον εφηβικό-αυθάδικο χαρακτήρα του δεν παύει να παραμένει φτωχός συγγενής δίπλα στο αδελφάκι του που το ακολούθησε δύο χρόνια μετά. (Το Trainspotting βρίσκει πολύτιμο σύμμαχο στο γκροτέσκο∙ το Requiem for a Dream αντίθετα, θυμίζει ένα λυρικό μίνι έπος για τη στιγμή ακριβώς που πέφτεις πάνω σε αδιέξοδο.)

 Το σπιντάρισμα του Requiem for a Dream μοιάζει να είναι δικαιολογημένο, χώρια που ο Clint Mansell  δημιουργεί κι αυτός με τη σειρά του τις απαραίτητες συνθήκες να τρέξεις κι εσύ παρέα με την ταινία όπως  τρέχεις και με το Run Lola Run (1998). Στο Trainspotting αντίθετα, όταν ακούγεται το κλασικό τραγούδι του Iggy Pop με την ένταση του οποίου καλείσαι κι εσύ ο θεατής να συντονιστείς, η αίσθηση που δημιουργείται είναι αυτή του κενού. Το Lust for Life λειτουργεί σαν μια τονωτική ένεση λίγης ακόμα pop culture, η αμεσότητα της οποίας καλείται να παραγάγει τους απαραίτητους συνειρμούς στο μυαλό του θεατή ώστε αυτός ο τελευταίος να θυμηθεί την τελευταία φορά κατά την οποία μέθυσε σε ένα ροκ μπαρ ακούγοντας τον ύμνο του Αμερικάνου πανκ περφόρμερ. Με τη μουσική του Mansell ο θεατής εγκλωβίζεται στο πλασματικό παρόν της ταινίας∙ οι αισθήσεις του παραδίνονται στην όρεξη του σκηνοθέτη ο οποίος καλείται να σε κατευθύνει στο δικό του φιλμικό σύμπαν. 




No comments:

Post a Comment