[Το παρόν κείμενο γράφτηκε λίγο μετά την παρακολούθηση της διάλεξης του Ζίζεκ στο Πολυτεχνείο. Νωρίτερα δηλαδή από το κείμενο του radical desire περί Ζίζεκ και ελληνικής αριστεράς. Προτρέπω τον αναγνώστη να ανατρέξει σε εκείνο το κείμενο [εδώ] μιας και καταθέτει τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν, με ακαδημαϊκή ακρίβεια δηλαδή. Κατόπιν, δε θα έχει και πολύ νόημα να διαβάσει το παρόν κείμενο το οποίο άλλωστε, αν και αντι-Ζιζεκικό, γράφτηκε με μια Ζιζεκική «ασέβεια» και χαλαρότητα η οποία ίσως και να πεταχτεί στα σκουπίδια ύστερα από το διαφαινόμενο διαζύγιο, εκτός κι αν πρόκειται, ο Ζίζεκ μέσα μου, απλά για ένα σύμπτωμα, να αποτελεί δηλαδή ο Σλοβένος την αφορμή και όχι την αιτία.]
Για όσους έχουν παρακολουθήσει διαλέξεις του Ζίζεκ στο you tube, η πρόσφατη εμφάνιση του στο Πολυτεχνείο δεν προσέφερε νέο υλικό. Με δυο λόγια, όλα όσα ακούστηκαν από το στόμα του είχαν ειπωθεί από τον ίδιο παλαιότερα (όλα όμως, ονόματα, αναφορές, ανέκδοτα, ατάκες, λεκτικές ακροβασίες κτλ).
Χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα από μόνο του - παρότι κατηγορείται από πολλούς για τις συνεχείς του επαναλήψεις - ο Ζίζεκ προσέφερε ακόμα ένα, απολαυστικό για πολλούς, λεκτικό σφυροκόπημα συνοδευόμενο ως συνήθως από λογής λογής χειρονομίες, γκριμάτσες κτλ.
Οι διαλέξεις του, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν αποτελούν μια κάποια παρουσίαση των θεωρητικών του θέσεων - εισαγωγή στη σκέψη του (ο Λακάν και ο Χέγκελ ίσα που φανερώνονται στα λόγια του), μα πιο πολύ αποτελεί ένα κάλεσμα, ένα λάιβ αριστερότροπο μανιφέστο για το τι συμβαίνει σήμερα και τι μπορούμε να κάνουμε επ’ αυτού.
Νεο-φιλελεύθερες πολιτικές, ρεπουμπλικάνοι, κόμματα της αριστεράς, οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες ανά τον κόσμο, η Μέρκελ, διανοούμενοι, όλοι παρελαύνουν σε μια άτακτη σειρά στο λόγο του. Άλλοτε αποδομεί, άλλοτε συνηγορεί, συχνά κατηγορεί, ενίοτε μπερδεύει, χωρίς όμως να έχει κατά νου να επενδύσει σε μια κατηγορία περισσότερο από τις άλλες.
Οπορτουνιστής; Αντιφατικός; Ασόβαρος;
Ο Ζίζεκ, πάνω απ’ όλα, είναι άνθρωπος των καιρών μας. Υπό μια έννοια, είναι αυτός ο ίδιος ακριβώς που οφείλουμε να αφήσουμε πίσω μας, εμείς του όποιου, πολλές φορές αταξινόμητου, ριζοσπαστισμού των ασαφών προθέσεων-διαθέσεων.
Δεν είναι μόνο που ο Ζίζεκ διακρίθηκε ως πολιτισμικός κριτικός, κριτικός της κουλτούρας ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό το πράμα, στον καιρό (καιρός που αρχίζει να απομακρύνεται συνεχώς υπό το βάρος των... διεθνών εξελίξεων ας το πούμε κι έτσι ουδέτερα, προς μεγάλη απογόητευση των απανταχού θαυμαστών του δήθεν αξιωματικά "συγκλονιστικού" [εδώ] βαπτισμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο από λογής λογής "πολιτισμικοποιημένους" εκφραστές του ανώδυνου εφησυχασμού, ή αλλιώς, φυγόπονους ψεύτες) μιας ασυγκράτητης κυριαρχίας του πολιτισμικού έναντι του πολιτικού (υποκαθιστώντας το! Quelle tragédie, God damn you Sixties!), είναι επιπλέον και που ο Σλοβένος είναι ο ορισμός του one-man show.
Ο Alain Badiou, μιλώντας για το φίλοτου, ανέφερε πως “η απουσία σύνδεσης με οποιαδήποτε ομάδα ψυχαναλυτών τού δίνει μια ελευθερία την οποία απολαμβάνει καταχρηστικά ανέκδοτα, επαναλήψεις, ένα μεταδοτικό πάθος για τις χειρότερες ταινίες, ευφυής πορνογραφία, εννοιακή δημοσιογραφία, υπολογιστικές υστερίες, λογοπαίγνια” [εδώ] και αυτό ίσως και να μας υποδεικνύει κάτι χρήσιμο.
Ο Ζίζεκ, μοναχικός καβαλάρης, μοιάζει να πατάει με το ένα πόδι στα εδάφη της θεωρίας και με το άλλο στο εξίσου γόνιμο, μα και σίγουρα καθόλου ταξινομήσιμο, έδαφος που βρίσκεται ένας λογοτέχνης σημαντικού εκτοπίσματος, ένας τυχοδιώκτης ακροβάτης σε τσίρκο, ένας ποιητής με πολιτικές αιχμές στο έργο του, ένας ντοκιμαντερίστας του λαογραφικού σινεμά που τριγυρνά στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ένας επικεφαλής του υπουργείου των Εσωτερικών Υποθέσεων μιας χώρας της Ανατολικής Ευρώπης (αυτό όχι και τόσο γόνιμο εδώ που τα λέμε μα δεδηλωμένη χαριτωμενιά του ίδιου του Ζίζεκ), ή και οτιδήποτε άλλο.
Ο Ζίζεκ μοιάζει να είναι αχαλίνωτος όπως είναι άλλωστε οι σεξουαλικώς απελευθερωμένοι νεανίες στον καιρό του you porn και του aggressive vulgar flirt μέσω γραπτών μηνυμάτων στο κινητό∙ ασεβής όπως είναι άλλωστε οι κυνικά αποστασιοποιημένοι ευφυείς, ή και όχι, είρωνες μεσήλικες∙ αντιφατικός με τον τρόπο που είναι οι λογής ανασφαλείς και αναποφάσιστοι νέοι που αναζητούν εργασία (νέοι που μεγάλωσαν σε καιρούς, αυτούς που πέρασαν, που ο καθένας μας πείστηκε πως δικαιούται να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη διαμόρφωση του καλλιτεχνίζοντος τοπίου της πόλης του, ελέω ελεύθερου χρόνου, μη επαφής με την πραγματικότητα, νευρωτικής παράκρουσης που σε κάνει να θέλεις να είσαι πολυπράγμων όσο και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι κτλ κτλ)∙ πολυπρισματικός με τον τρόπο εκείνου που μοιάζει να μη θέλει να φτάσει κάπου μα αντίθετα να επιθυμεί να παραμείνει οιωνεί πασπαρτού, κολλαζ-άκιας, αμετανόητα "μοντέρνος", βαρετά dadaϊστής∙ Eurocentric όπως είναι άλλωστε ο ξεδιάντροπος ευρωλιγούρης που δεν αδυνατεί, αλλά δεν επιθυμεί να σκεφτεί τον εαυτό του όξω από τον καπιταλισμό (κι ας μετατρέπεται αυτός ο τελευταίος σε αδελφάκι του προγόνου του, πίσω στον 19ο αιώνα)∙ θεαματικός όπως ο ξελιγωμένος για κάμερες πολλών megapixels και c(r)opιαρισμένες φωτογραφίες έφηβος του Δυτικού κόσμου∙ κακόγουστος όπως οι μυριάδες σκουπιδοφάγοι pop culture aficionados της ("κοινής") λογικής “anything goes.”
Κατά τη διάρκεια της διάλεξης του στην Αθήνα, πολύ ορθά συνέστησε την προσοχή σε όλους όσους θαμπώνονται με το αλησμόνητο, είναι η αλήθεια, θέαμα των φλεγόμενων Ελληνικών διαδηλώσεων, επισημαίνοντας την έως και καταστρεπτική διάσταση για ένα κάποιο επαναστατικό εγχείρημα του "καρναβαλίζειν." (Η κ. Πορτάλιου διαφώνησε πασχίζοντας να τονίσει το λαϊκό στοιχείο της γιορτής του καρναβαλιού, μάλλον μην έχοντας κατανοήσει καθόλου τα λεγόμενα του Ζίζεκ έχοντας το μυαλό της ακόμα στην προεκλογική της εκστρατεία).
Το τελευταίο το αντιπαραθέτει με την πίστη του για οργάνωση, δομή, τάξη, απαραίτητα συστατικά για το σχηματισμό μιας επαναστατικής διαδικασίας, καταθέτοντας φυσικά ένα λογικό επιχείρημα. Συνήθως όμως, αυτό που ακολουθεί είναι ένα αστείο για τον "Σταλινισμό μέσα του" (υψώνοντας χαριτωμένα τη γροθιά του) ή για τη θητεία του στον Σλοβένικο στρατό ο οποίος του φάνηκε εντελώς ξεχαρβαλωμένος προς μεγάλη του απογόητευση, ή και για το πόσο του άρεσαν οι 300 διά χειρός Hollywood, ή κάτι σχετικό τελοσπάντων.
Ο Ζίζεκ το λοιπόν, δεν υπονομεύει τον εαυτό του, μα απλά μας φανερώνει τα όρια του. Ο Ζίζεκ αναλώνεται (και ξεδιπλώνεται) σ’ ένα ιδιωτικό παιχνίδι, ένα παιχνίδι που αφορά δηλαδή τον ίδιο τον γκατζετάκια-παιχνιδιάρη Σλοβένο, ένα παιχνίδι σαν κι αυτό που παίζει ο φωνάσκων τοξικομανής τη στιγμή της αλήθειας (πρέζες υπάρχουνε πολλές μα η ηρωίνη σκοτώνει, μα δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς και θα ξανασουτάρω) ή και ο εθισμένος ρουλετάκιας, και πάει λέγοντας. Γιατί άλλωστε, ο Ζίζεκ, δε ξέρω πως ακούγεται αυτό, είναι εθισμένος στο παιχνίδι του εντυπωσιασμού, αυτό φανερώνεται και στο συγγραφικό του έργο. Πρόκειται περί εθισμού, μάλιστα.
Χωρίς να θέλω να υπονοήσω μια φτηνή ερμηνεία που να προσανατολίζεται γύρω από ψυχολογία, ψυχανάλυση και λοιπές αντιδραστικές δυνάμεις, λέω απλά πως ο Ζίζεκ ως Ζίζεκ φαντάζει να είναι ένα εμπόδιο που οφείλουμε να υπερσκελίσουμε στην αναζήτηση της διαμόρφωσης του καινούργιου.
Η εξίσωση του καφέ χωρίς καφεΐνη, μπύρας χωρίς αλκοόλ κτλ., μια εξίσωση που εξασφαλίζει τη ψυχική γαλήνη του “individual at risk,” δε θα μας εγκαταλείψει σύντομα, θαρρώ. Το ίδιο τολμώ να προβλέψω θα συμβεί και με τον ίδιο τον Ζίζεκ: Ζίζεκ (Χέγκελ, Λακάν, Μαρξ, συγγραφέας, θεωρητικός, καθηγητής) δύσκολα θα υπάρξει χωρίς Ζίζεκ (κακόγουστες ταινίες, παιχνίδισμα, Εγώ, αρθρογράφος, κριτικός κουλτούρας, show-man).
Από την άλλη πλευρά όμως, αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ασχολούμα(ι)-στε μαζί του. Αν κατόρθωνε να υπάρξει αλλιώς, κάτι που θαρρώ πως θα επιθυμούσε, ίσως και να μην κατόρθωνε να "υπάρξει" at all.
No comments:
Post a Comment