Feels like Home | Onetreeink |
Η σκληρή, ή και ανώδυνη, όπως το πάρει κανείς, ενηλικίωση ενός χαρακτηριζόμενου από περιοδικά ποικίλης διαφήμισης ως σινεφίλ. Αυτά που κλείνουν σωρηδόν τη στιγμή που μιλάμε γιατί η διαφήμιση έκανε τα στραβά μάτια. Προσωπικά πάντως, θα προτιμούσα τον όρο «ποντικός του σαλονιού» καθώς εκεί άλλωστε έχω απολαύσει τις περισσότερες ταινίες (σε μια αντιστοιχία με εκείνη την υπέροχη ομάδα των «ποντικών της Cinémathèque Française»*). Δώδεκα πράγματα που αντίκρυσα στο σινεμά, λοιπόν:
Τη μνήμη (και τη λειτουργία της) στον ρεφορμιστή, Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Τον πόνο (και το βάσανο της ύπαρξης) στο κάθαρμα, Ingmar Bergman.
Την εξουσία που κυοφορείται σε κάθε τεταρτημόριο της δημιουργίας ενός ανθρώπου που διέσχισε - με συγκλονιστική επιτυχία - τα περισσότερα φιλμικά είδη, του τελειομανή-εμμονοληπτικού, Stanley Kubrick.
Το χιούμορ που μέθησε τη ψυχή μου σε μια αλησμόνητη -ειλικρινή και γενναιόδωρη- προσφορά εκ καρδίας από τον «παγωμένο», Roy Andersson.
Την ανθρωπιά (ανθρωπιά: το ενδιαφέρον για την «ανθρώπινη κατάσταση») στον ενίοτε δίχως έλεος φορμαλιστή, Krzysztof Kieslowski.
Τη μεταφυσική επανάσταση της ψυχής μέσω μιας εξερευνητικής αποστολής με αμφίβολα αποτελέσματα σε μια μαγική ψυχοσύνθεση, εκείνης του σαμάνου David Lynch.
Τη στράτευση τη στιγμή που εκείνη σχηματίστηκε ως γροθιά που μ’ έριξε στο καναβάτσο∙ ομιλώ για την αξέχαστη σφαλιάρα που δέχτηκα όταν αντίκρυσα στην οθόνη την ωμή αλήθεια του ασυγκράτητου, Pierre Paolo Pasolini.
Τη γοητεία, λέξη με συγκεκριμένο νόημα για όποιον αγαπά τα film noir, (ή, και) έχει διαβάσει μυθιστορήματα για μοναχικούς ροκ ήρωες, (ή, και) έχει γοητευτεί από την σκηνική παρουσία του Morrissey, στις ταινίες που μας έδωσε τη φλογερή δεκαετία του ’60 ο μέγας φαφλατάς, Jean-Luc Godard.
Την απόγνωση -μια απόγνωση όλο έξαψη- όπως αυτή σχηματίστηκε σε υπέροχα γυναικεία πρόσωπα που αποθανάτισε ο φακός του ασύδοτου ηδονιστή Rainer Werner Fassbinder.
Την τραχύτητα του βίου ως αρετή στο βίαιο κόσμο του Ki-duk Kim.
Τη γλυκύτητα ως οικουμενικό αγαθό της νεολαίας στα περιώνυμα moral tales του σπουδαίου παιδαγωγού, Éric Rohmer.
Το αστικό κενό να κατατρώει τις σάρκες μεσοαστών μέσα από την οξυδερκή και κοφτερή ματιά ενός αληθινού διανοούμενου, του Αυστριακού Michael Haneke.
*«Στη Cinémathèque. Όλη την ημέρα μέσα εκεί. Αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούσανε rates de la Cinémathèque, δηλαδή ποντίκια της Ταινιοθήκης. Όλη η Nouvelle Vague ονομαζόταν έτσι. Ο Τρυφφώ, ο Γκοντάρ και οι άλλοι εκεί μέσα μάθανε κινηματογράφο – δεν τελειώσανε καμιά σχολή. Αυτοί είναι οι ποντικοί της ταινιοθήκης, στους οποίους προστέθηκε η δική μου γενιά λίγο αργότερα», στο Κωνσταντίνος Θεµελής, Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998, σ. 144.
Ξέχασες τον Τζώρτζ Λούκας, τον Τζον Χιούζ και τον Τζον Γουώτερζ.
ReplyDeleteΚατά τα άλλα συμφωνούμε, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες βλέπονται ευχάριστα μόνο σε νυσταγμένο φεστιβάλ κινηματογράφου -κατά προτίμηση θερινού σινεμά που μυρίζει τσιγαρόγοπα και πιτόγυρο) συνοδεία κομπλεξάρας κουλτουρογκόμενας που ευελπιστούμε να κουτουπώσουμε (που ούτως ή άλλως δεν θα μας κάτσει γιατί πρέπει να γυρίσει σπίτι στις 23:30) ή συνοδεία (πολλών κατά προτίμηση) μπάφων- γνωστών για τις καταπραϋντικές τους ιδιότητες και τις γνωστές συνέπειες: "πω πω, τι είπε τώρα ρε αυτός! Με έστειλε" ή γέλιο μέχρι ξεκωλόματως.
Δύσκολη υπόθεση το σινεμά ή απλά δυσκοίλιo;
Δε μου το βγάζεις το μυαλό ότι, προ ετών, κάποια κορασίδα σε έτρεχε να δεις τον Μελισσοκόμο σε επανέκδοση στο Ελληνίς!
ReplyDeleteπάρε να πάμε για ρακί ρε.