Ο Μίλτος δεν είχε στήσει καυγά με καμία σύντροφο του μέσα στο χρόνια τον καιρό των καλοκαιρινών διακοπών. <Όπως στέκομαι σε τόσα απέναντι από τους άλλους, τους πολλούς, έτσι και σ' αυτό> πίστευε ακράδαντα εκφράζοντας το περιώνυμο ευγενές θράσος του.
Δυσκολευόταν πάντως να ομολογήσει στον εαυτό του πως κάθε Αύγουστο του χρόνου σκεφτόταν το χωρισμό. Σκεφτόταν να χωρίσει ακόμα και όταν βρισκόταν μόνος στη καθημερινότητα, μπακούρης δηλαδή [στη ζωή δεν ένοιωθε ποτέ μπακούρης, είχε <βρει> κάποτε άλλωστε τον εαυτό του σε μια συνάντηση που περιμένει κανείς με ανυπομονησία έως και επτά ζωές].
Ίσως και να είχε δηλαδή κάτι κοινό με όλους αυτούς που ο Μίλτος δεν πίστευε πως μπορούσαν να αισθανθούν τον Αύγουστο όπως εκείνος.
<Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη> έλεγε ο Μίλτος... <ας την αφήνουμε καλύτερα για τον όποιο ματωμένο Σεπτέμβρη, τον μήνα δολοφόνο της παιδικής μας ηλικίας... ποτέ δεν έστησα καυγά μέσα στο θέρος του Αυγούστου> απαντούσε ο Μίλτος θέλοντας προφανώς να υποδείξει στον όποιον αμφισβητία μια μικρή αλήθεια [απ' αυτές που τυγχάνει να αγκαλιάζουν υποκείμενα σκόρπια παρατεταγμένα σ΄ όλες τις γωνιές της Γης].
Πως δηλαδή προείχε να λουστεί κανείς φως από τον αιώνιο πύρινο ήλιο και να αφήσει την αλμύρα της θάλασσας να γλείψει τις πληγές του καθώς ονειρεύεται το ωραιότερο αλμυρό φιλί που δόθηκε ποτέ.
Δέξου το φως, κάνε κανά όνειρο κι ο Σεπτέμβρης άλλωστε είναι κοντά. <Ένα τσιγάρο δρόμος από τον Αύγουστο...> σκέφτηκε μελαγχολικός ο Μίλτος.
No comments:
Post a Comment