|
|
Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε
ωραίοι και κάποιοι από εμάς και ευκατάστατοι. Κατοικούμε στο υπόγειο, τουλάχιστον σ’
αυτό έχουμε για παρέα το υπόλοιπο της ανθρωπότητας αν και μερικοί, μάλλον
πολλοί, προτιμούν και τον υπόνομο. Ερχόμαστε από τα υπόγεια, τα κάτω
διαμερίσματα, φέρνοντας λέξεις μαραμένες και συναισθήματα άλλοτε ντεμέκ κι
άλλοτε second hand, όπως μας τα έμαθε ο κινηματογράφος. Μας είπαν όμως κάποτε
οι παππούδες μας τι σημαίνει θάνατος και εμείς φυσικά κάναμε πως καταλαβαίναμε.
Εκπαιδευτήκαμε στα ψέμματα. Ας είμεθα ειλικρινείς∙ δε ξέρουμε την τύφλα μας.
Αλλωνών οι παππούδες ήταν μαυραγορίτες και ίσως η γνώση που τους
μεταλαμπαδεύτηκε να είναι πιο πρακτική. Για εμάς τους υπόλοιπους έμεινε μονάχα
η δυνατότητα να μιμούμαστε με κινήσεις και χειρονομίες ζωικές όλα εκείνα για τα
οποία όσα γνωρίζουμε βρίσκονται κάπου δίπλα στο μηδέν. Όπως το θάνατο, τη
φτώχεια, την απόγνωση (η απόγνωση δεν συνδέται με κανέναν τρόπο με σαχλά και
τεμπέλικα υποκατάστατα όπως η ευρέως μεταδιδόμενη κρίση πανικού που συνήθως
επιτίθεται παραλύοντας τα άκρα ανθρώπων οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν παραλύσει
από τα πριν∙ ήταν ο φόβος).
Ζούμε την τυρρανία
της Καταστατικής κληρονομιάς που μας έχει αφήσει παράλυτους να παρακολουθούμε
την καταστροφή ενόσω μέσα στα υπόγεια φτιάχνουμε χάρτες πάνω στην εύθραστη φύση
των οποίων ζητάμε εμμονικά την επανάληψη της στιγμής του παιχνιδιού της
δημιουργίας και της αναζήτησης των ψυχών με όρους γεωγραφικούς, αρχιτεκτονικούς,
πολεοδομικούς, προσφέροντας στην ουσία οδηγούς αστικής απόλαυσης προορισμένους
να χρησιμοποιηθούν εν είδη ξενάγησης ανίδεων καταναλωτών, ανεύθυνων ανθρώπων,
ανθρώπων που είναι yesterday’s news και το ξέρουμε όλοι.
Δεν πιστεύω να μην
επιθυμούσαμε να έρθει να ένα πουλί να μας πάρει να μας ταξιδέψει ψηλά στον
ουρανό ξεναγώντας μας στου κόσμου τα μυστικά που όταν τα κοιτάς από ψηλά όμως
δε μοιάζουν και τόσο μυστικά μα δείχνουν όλα προσιτά, του Θεού καμώματα. Στα
χαμηλά πατώματα βρισκόμαστε, χωμένοι κάτω από αυτό που κάποιοι ονόμασαν ζωή μα
κάποιος άλλος δέντρο. ‘Να βλέπεις το δέντρο και όχι το δάσος’ φωνάζουν οι δασκάλοι,
‘αυτό είναι το λάθος σας!’ κατηγορούν δεξιά και αριστερά ψαρωμένους φοιτητές
του φραπέ. Τι ψέμα Θεέ μου! ‘Μα δεν υπάρχει σήμερα κανένα δάσος ηλίθιοι!’ φωνάζω
μέσα από το χώμα που όσο και να με σκεπάζει, κάπου κάπου με αφήνει δίχως
αλυσίδες δεμένες γύρω από τις ρίζες του δέντρου της γνώσης και ελεύθερο να
αντικρύζω κατάματα την αλήθεια. Δεν υπάρχει δάσος! Οι γκαλερί σας είναι γεμάτες
με οστά και κόκκαλα. Τα μουσεία σας εκθέτουν απολιθώματα για νεκρούς, ο
νεκροζώντανος συναντά ένα απολίθωμα όταν έρχεται αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο
με κάτι που δεν υφίσταται πλέον, κάτι που απέχει πολύ μακριά από καθετί το
οποίο δύναται να φανταστεί όταν παραμένει σιδεροδέσμιος της σαρωτικής επέλασης της
περατότητας της αλήθειας που παράγει θρασύτατα μια κοινωνία (πόσο μάλλον η visual τωρινή, η
περατότητα της οποίας εξαντλείται στο χρονικό διάστημα που διαρκεί ένα βίντεο με
αμοντάριστα πλάνα βίαιων ταραχών στο Σύνταγμα το οποίο αναπαράγεται εξαντλητικά
στο διαδίκτυο) και δεν απευθύνει τις προσευχές, παρακλήσεις, δεήσεις, οτιδήποτε
τελοσπάντων στην ανθρωπότητα. Έκθεση απολιθωμάτων οι μεγάλοι πίνακες των
μεγάλων ζωγράφων μπροστά στα μάτια μικρών ανθρώπων που πέρασαν τον βαν Γκογκ
για έναν ακόμη τρελό καλλιτέχνη όταν επρόκειτο για έναν ‘τρελό’ καλλιτέχνη,
χωρίς το ακόμη και με εισαγωγικά. Η ύπαιθρος και οι άνθρωποι που αγνάντευε και
απεικόνισε στους πίνακες του ο Ολλανδός, ένας τον αριθμό, ήταν εκείνη που τον
γλύτωσε από τα δεινά του, τη στιγμή που οι μυριάδες νεκροζώντανοι κοιτώντας
τους πίνακες του που εκθέτονται σε περιφραγμένα φρούρια των δώδεκα ευρώ,
οπωσδήποτε καλαίσθητων, τουλάχιστον από τα μέσα, δεν βλέπουν τίποτα που να αντιστοιχεί κάπου τη σήμερον ημέρα,
κατά συνέπεια, αν δεν υπάρξει μια καθοριστική απελευθέρωση της φαντασίας, ίδιον
ανθρώπων μοναδικών αλλά και κινημάτων που προκρίνεται - σαν να μην υπάρχει
αύριο - το εμείς, τότε, αφότου
κατανοήσουν το αδιέξοδο του βλέμματος θα τυλιχτούν πάλι μέσα σε ένα υπέροχο
ψέμα. Πως δηλαδή τους άρεσε το ακατανόητο έργο. Στην πραγματικότητα αγνοούν το
έργο και παραδίνονται σε μια άνευ όρων παράδοση στη φενάκη που δηλώνει μια
αυτοματοποιημένη λατρεία σε ένα φαινόμενο ακατανόητο λες και το ακατανόητο δεν
ριζώνει κάπου αλλά αιωρείται ανέμελα στον κόσμο του τίποτα. Και όχι, δεν χρειαζόμαστε
τη φύση και τη λατρεία της για να γιάνουμε τις πληγές μας∙ χρειαζόμαστε να
ανακαλύψουμε ξανά τη φύση μας.
Δεν σας λέω ψέματα. Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε
ξερόλες, είμαστε ωραίοι και κάποιοι από εμάς θα πτωχύνουν. Το πόσο δεν το
γνωρίζουμε ακόμη. Υπάρχει και η άποψη πως αν δεν αναγκαστείς να τρως τρεις
φορές την εβδομάδα όσπρια συνεχίζεις να τη βγάζεις καθαρή. Ίσως και να είναι
ορθή. Γιατί είναι μονάχα φυσικό να μην πετάς το μισοφαγωμένο σάντουιτς αλλά να
το φυλάς για αργότερα. Εμείς πετάξαμε το μισοτελειωμένο ψωμί με αντάλλαγμα λίγη
ακόμη διαφορετικότητα, το δικαίωμα του να είμαστε διαφορετικοί, διεθνώς
αναγνωρισμένο δικαίωμα από την αυγή του χρόνου, πάνω κάτω. Η διεκδίκηση για την
διεκδίκηση, ορίστε τι μας χαρακτηρίζει. Ζούμε στην πλάνη του να κατεγγέλεις τα
μίντια όταν εσύ ο ίδιος είσαι μίντια. Σπέρνεις όλεθρο και καταστροφή, το
πρόσεξες ποτέ σου; Κάθομαι και αναρωτιέμαι.
Ένας – δύο πολλοί
Μαρά. Ξέρω ξέρω, ‘εμείς δεν θα έχουμε κανένα κέρδος’ μα εγώ το λέω πλεονάζον
κέρδος το αποστράπτον κοινωνικό σου πρόσωπο όπως αυτό φανερώνεται σε ένα δίκτυο
με μόνιμη διάθεση πολλαπλασιασμού προς όλες τις κατευθύνσεις γλυκιά μου αράχνη∙
ξέρω ξέρω, ‘εμείς δεν στρώνουμε το χαλί σε κανέναν, δεν στηρίζουμε κάποιον, δεν
αναμένουμε την επανάσταση γιατί δεν πιστεύουμε στην επανάσταση∙’ ναι ναι, ‘εμείς
δεν θέλουμε λαιμητόμους, δεν θα εγγράψουμε απώλεια ζωών στο βιογραφικό μας’, μα
δε με ξεγελάς, η υπόγεια διαδρομή επικοινωνίας είναι ίδια∙ φανατισμός, τυφλότητα,
υποψία μίσους, απουσία αλήθειας, όλα άσπρο μαύρο, όλα τόσο γήινα (και όλα αυτά
με την απουσία της επαναστατικής διαδικασίας: πρόκειται περί ενός κακόγουστου «αστείου»
που δημιουργεί ρωγμές στον κοινωνικό ιστό, δηλητήριο, χωρίς να έχει βρεθεί -
προς το παρόν – αντίδοτο, χύνεται απ’ αυτές τις ρωγμές). Όλα τριγύρω μας
αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν κι αν λοιπόν ο καπιτα(πο)λι(τι)σμός μας δεν σου
επιτρέπει έτσι ανερυθρίαστα να την στήσεις την κρεμάλα, εγώ δεν παραβλέπω τις
εκλεκτικές συγένειες.
Θα είμαι ειλικρινής∙
σου καταλογίζω επίσης πως δεν σέβεσαι τα θύματα σου. Ύστερα που τον έριξες στο
καναβάτσο έτρεξες να κλαψουρίσεις δίπλα από τον ώμο του αντί να τον αφήσεις στο
πένθος του. Μην προσβάλλεις το θύμα σου!. Εγώ αυτό το λέω δειλία. Σεβάσου το
θύμα σου, αφότου το ξεπάστρεψες μη ζητάς συγγνώμη με δάκρυα στα μάτια.
Παραδέχομαι όμως πως αυτό το αντιλαμβάνομαι διαισθητικά και μόνο.
Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε
ωραίοι και κάποιοι από εμάς δεν επιθυμούν να χάσουν τα προνόμια τους. Οι ίδιοι ακριβώς ευαγγελίζονται
την επανάσταση. Πρόσεξε! Όπου προνόμια μην βάλεις υλικά αγαθά, τίτλους σε
πανεπιστήμια, ένα σπιτικό. Αυτά είναι πραγματικά δύσκολα θέματα. Τα αφήνω στην
άκρη. Ίσως είναι και παραπλανητικά. Δεν ασχολούμε με αυτά τώρα. Όπου προνόμια βάλε
απλά την εμμονική επιμονή στη διατήρηση του δικαιώματος στη δική σου πλάνη που
διεκδικείς με περίσσεια ορμή και... λάθος (γιατί πάθος χωρίς μάθος ισούται με
λάθος – αν λοιπόν σήμερα δεν βλέπω πουθενά το μάθος, αγνοείται και το πάθος).
Όλα λάθος λοιπόν, ακόμα και η επανάσταση. Γιατί τι άλλο είναι ετούτη αν όχι
δημιουργική καταστροφή; Ας μην υποκρινόμαστε. Την καταστροφή μονάχα τη
φαντασιωνόμαστε ενώ τη δημιουργία τη συναντάμε στα βιβλία και εξ ορισμού στεκόμαστε
με μια κάποια συστολή απέναντι της. Βρισκόμαστε σε αμυντική στάση έως ότου
ξεκαθαρίσει το τοπίο. Τη στιγμή που η δημιουργία αποδράσει από το βέβαιο εγκλωβισμό
της σε οριζόντια θέση, σε μια ευθεία γραμμή που βρίσκεται στο βιογραφικό σου
και γίνει - ξανά! - κομμάτι της μυστικής ζωής του σώματος, πάντοτε σε υπόγεια
παράλληλη διαδρομή με το έλλογο κομμάτι του νου, συνταξιδιώτες προς την
αιωνιότητα, τότε, θα έχουμε δικαίωμα να αιτηθούμε την κατάργηση της ελπίδας μια
για πάντα. (Το βιογραφικό δεν είναι ένα κενό γράμμα∙ είναι αυτό το κάτι που σε
κρατά στο έδαφος, ή και λίγο κάτω απ’ αυτό, σε κρατά σιδηροδέσμιο του παρόντος,
μιας περιόδου μεταβατικής κόπωσης, μετάβασης στο άγνωστο φυσικά∙ κατανοώ τη
δυσκολία, το αδιέξοδο, τα χρέη συσσωρεύονται, οι αποστολές βιογραφικών μένουν
αναπάντητες, κατανοώ, αλλά δεν μπορώ να κάνω πως δεν βλέπω, άλλωστε δεν μιλάω
για εσένα, γράφω εξ ονόματι του δικού μου πάθους).
Δεν υπάρχει ελπίδα∙
αν δε ζήσω τη στιγμή της δημόσιας αποκήρυξης, σε μορφή μανιφέστου, εκ μέρους
της Ελληνικής Αριστεράς, του τερατουργήματος του Clint Eastwood που ακούει στο όνομα
Gran Torino (τους άρεσε πολύ,
πίστεψε με∙ ήρθε και μου το ψιθύρησε στο αυτί ένας δαίμονας), δε θα πιστέψω
ούτε στο ελάχιστο ότι ο αριστερός της
γειτονιάς μας είναι πρόθυμος να αφήσει κάτι περισσότερο πίσω του, και εν όψει
εν άλλου κόσμου που φαίνεται, καμιά φορά, πως είναι εφικτός, από ένα παλιό mouse αφότου έχει ήδη αγοράσει iPad. Η δηλωμένη απροθυμία
του να θυσιάσει μια τόση δα απόλαυση η οποία προέρχεται από τον όντως θαυμαστό
και παραμυθένιο κόσμο του Hollywood, του υπέροχου αυτού
τέρατος που παράγει ανηλεώς την εθιστική προκάτ μανιέρα που όλοι, λίγο πολύ,
μάθαμε να αγαπάμε, ειδικά τώρα που στηνόμαστε ακόμα πιο φανατικά μπροστά από τη
μικρή οθόνη για τις τηλεοπτικές σειρές, είναι ενδεικτική όχι της απαραίτητης
σκληρότητας που λειτουργεί προς όφελος της επαναστατικής διαδικασίας, μα μιας αρτηριοσκλήρωσης
η οποία ίσως και να συνδέεται με κάποιον τρόπο και με τις πάμπολες ώρες που
περνάς μπροστά στον προσωπικό σου υπολογιστή. Να μην τολμά να θυσιάσει ετούτη
την απόλαυση ακόμα και αν αυτή περιέχει τον σπόρο του κακού για έναν αριστερό
και φυσικά μιλάμε για την πιο εμφανή και από τη μιζέρια που αναμένεις να ζήσεις
στην Αθήνα του 2012 αντιδραστική ιδεολογία του εγχειρήματος-προϊόντος του γερο-νοσταλγού
του παλιού καλού καιρού της κυριαρχίας των λευκών σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Είναι φοβερό.
Είμαστε οι πράκτορες του χάους, είμαστε ξερόλες, είμαστε
ωραίοι και κάποιοι από εμάς είναι αυτοί που θα τυραννήσουν τις επόμενες γενιές.