17.1.12

Στη Ρουμανία V


Σάββατο 17/12/2011, 14:30


ΙΙ. Răşinari
(η συνέχεια)

Λίγο περπάτημα να ζεσταθούμε δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, έκανε άλλωστε κρύο παρά την ηλιοφάνεια. Ακροβατώντας πάνω στην λάσπη με ακατάλληλα παπούτσια κατευθυνόμαστε προς τα βόρεια. Περπατάμε παράλληλα με το ποταμάκι που διασχίζει το χωριό. Ένας κύριος διακόπτει, ευγενικά και φιλικά, τη βόλτα μας. Μας ρωτάει τι ψάχνουμε (μας πέρασε για τουρίστες λογικά), αναφέρουμε το κλειστό σπίτι του Τσιοράν απλά για να πούμε κάτι. Είναι σίγουρα μετά τα εξήντα, οι ώμοι του είναι γυρτοί προς τα κάτω, τα μάτια του είναι μισόκλειστα αλλά ακτινοβολούν ένα απαλό γαλάζιο, τα μάγουλα του κατακόκκινα από το κρύο. Φοράει μια φόρμα τιράντα εργασίας χρώματος μπλε σκούρου, φόρμα με εμφανή τα σημάδια χειρωνακτικής εργασίας.

Παίρνει μπρος. Έχει όρεξη για κουβέντα, ή καλύτερα, επιθυμεί πραγματικά να βοηθήσει με κάποιο τρόπο δύο ξένους στο χωριό του. «Είμαστε κοντά 7.000 ψυχές στο χωριό» μας λέει πριν αρχίσει να ομιλεί περί ανέμων και υδάτων, βασικά του χωριού. Ρωτάμε για το ανακαινισμένο σπίτι του Τσιοράν και εκείνος μας εξηγεί τα απαραίτητα που πρέπει να γνωρίζει κανείς αν θέλει να επισκεφθεί το σπίτι ενός από τα δύο καμάρια του χωριού, το άλλο είναι ο Οκτάβιαν Γκόγκα. Συνήθως το καλοκαίρι υπάρχει δυνατότητα επίσκεψης λοιπόν κατόπιν συννενόησης με κάποιον χωριανό. Θέλει να μας βοηθήσει τώρα όμως, μες στο καταχείμωνο. «Κάτι μπορεί να γίνει για το σπίτι του Γκόγκα» μας λέει καθώς γνωρίζει ποιος έχει τα κλειδιά. Κάνουμε λίγα βήματα στα αριστερά μας λοιπόν και αρχινάμε να βαράμε τα κουδούνια μιας κατοικίας με μεγάλη αυλή που δείχνει να ανήκει σε κάποιον που απολαμβάνει κύρος στο χωριό. Πράγματι, είναι η κατοικία του γενικού γραμματέα του χωριού όπως ο ίδιος τον ανέφερε. Δεν ανοίγει κανείς και σε εκείνο το σημείο καταφθάνει βοήθεια. Ένας κύριος με φωνητικά προβλήματα, άναρθρες κραυγές βγαίνουν καθώς ανοίγει το στόμα του, αποφασίζει να παρέμβει. Τον είχα προσέξει με την άκρη του ματιού πως παρακολουθούσε σιωπηλός τη συζήτηση από απόσταση όλη αυτήν την ώρα. Μας πρότεινε να γράψουμε σε ένα χαρτάκι το τηλέφωνο μας και να το ρίξουμε κάτω από την πόρτα της αυλής. Ίσως  να καταφέρναμε να βρούμε τις απαντήσεις που ζητούσαμε αφότου ξυπνούσε ο γενικός γραμματέας. 

Ο κύριος που είχε αναλάβει την ξενάγηση μας μετέφρασε τις άναρθρες κραυγές του συγχωριανού του αλλά δεν έκρυψε την αμηχανία του σχετικά με την πρωτοβουλία του. Ίσως να ήθελε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μας ή ίσως να σκέφτηκε ότι μπορεί να μας τρόμαζε η παράξενη λαλιά του και το χαμένο του βλέμμα, σίγουρα πάντως τον ξαπόστειλε διακριτικά.

Ίσως πάλι να ήταν φιλαράκια. Κι αυτό γιατί ο «τρελός» του χωριού, όπως συνήθως ταγκάρονται άνθρωποι σαν και του λόγου του, δεν αποκλείεται να βρήκε συντροφιά στο πρόσωπο ενός άλλου «τρελού», του ξεναγού μας δηλαδή. Αυτός ο χαρακτηρισμός μάλιστα δεν είναι δική μου εφεύρεση, ούτε αποτελεί κάποια προσβολή στο πρόσωπο του. Απλά σας μεταφέρω τα λόγια του. Μιλούσαμε λοιπόν με τον πρώην ταχυδρόμο του χωριού που έχασε τη δουλειά του πριν από λίγα χρόνια, το 2007 για την ακρίβεια. «Με βγάλανε τρελό και σηκώθηκα και έφυγα» μας είπε. «Ο άνθρωπος που έφερνε τα νέα στο χωριό, ο τροχονόμος της πληροφορίας, μάλλον αγαπούσε τη δουλειά του» σκέφτηκα όσο εκείνος μας μιλούσε για ποτάμια και δάση της περιοχής. Γενικά μιλώντας, είναι γνωστό πως οι τρελοί, αλλά και οι «τρελοί», αποφεύγουν ο ένας τον άλλον. Γυροφέρνουν γύρω από σώες τα φρένα ανθρώπους πασχίζοντας να τους αποδείξουν πως δεν είναι τρελοί βασικά.  

«Να... εκεί πήγαινε και διάβαζε όταν ήταν παιδί... σε εκείνη την βουνοπλαγιά, πίσω από το νεκροταφείο» («πίσω ή μέσα;» αναρωτήθηκα σιωπηλά), «και ξέρετε... τον Τσιοράν τον κυνηγούσαν οι κομμουνιστές, γι' αυτό έφυγε στη Γαλλία... και τον Γκόγκα αυτοί τον σκότωσαν... δηλητηρίασαν το φαγητό του...» Επανέλαβε αυτές τις λανθασμένες πληροφορίες τρεις φορές μέχρι το τέλος της συζήτησης μας η οποία έληξε ύστερα από δέκα λεπτά περίπου που κύλησαν με τη ροή του λόγου του να είναι συνεχής. Ήταν όμως αφοπλιστικά πράος και ομολογώ πως δεν μας κούρασε καθόλου.

Μας έδωσε οδηγίες ώστε να βρούμε το σπίτι της αδελφής του γενικού γραμματέα, ιδιοκτήτρια κρεοπωλείου η ίδια, ώστε να πάρουμε τα κλειδιά για το σπίτι του Γκόγκα.  Όταν πια έφθασε η ώρα του αποχαιρετισμού του έδωσα το χέρι μου υποσχόμενος μια θερμή χειραψία. Εκείνος πήρε το χέρι μου και έπειτα από μια ανεπαίσθητη κίνηση από πάνω προς τα κάτω, τυπική μιας χειραψίας, το ακινητοποίησε απαλά στο ύψος της κοιλιάς του. Κράτησε την παλάμη μου μου για περίπου είκοσι πέντε με τριάντα δευτερόλεπτα ενώ συνέχισε να μιλά κοιτώντας κάπου μακριά από το βλέμμα μου.

«Ήθελε να σε νοιώσει» μου λένε μετά.







2 comments:

  1. πότε θα μας πεις τί κάνεις στη ρουμανία;

    ReplyDelete
    Replies
    1. Έχω επιστρέψει Αθήνα.

      Καλή χρονιά :)

      Delete