...λίγη ώρα αργότερα, κι αφότου έχουμε πια διαγράψει από τη μνήμη μας τον ταύρο ενόσω έχουμε φθάσει ένα βήμα πιο κοντά στη ψυχοσύνθεση του Έρνεστ Χεμινγουέϊ, ξεκινάμε πια για τη θάλασσα. Απαιτούνται από εμάς περί τα δεκαπέντε με είκοσι λεπτά περπάτημα ώστε να φθάσουμε στον προορισμό μας. Είναι ακόμα πρωί και περπατάμε ξυπόλητοι μιας και η άμμος παραμένει ετούτη την ώρα ένα υπέροχο - σχεδόν μαγικό, ναι - χαλί πριν μετατραπεί βέβαια σε τόπο καψερό λίγο αργότερα.
Το ίδιο αίσθημα ανατριχίλας που συντάραξε το κορμί μου εμπρός στη θέα του Πύργου του Άιφελ προ ολίγων ετών, με κυριεύει και τώρα, εμπρός της θέας της λεγόμενης και Μαύρης Θάλασσας. Ξέρετε, πρόκειται για μια διαδικασία συσσώρευσης αναφορών και εικόνων αναπαράστασης για σύμβολα διαλεχτά και τόπους μακρινούς, φορτισμένους με λογής λογης νοήματα και πολυτραγουδισμένους, που μια μέρα βρίσκονται εντός του οπτικού σου πεδίου, και πριν προλάβει να απελευθερωθεί η πρώτη λέξη αφότου έχει δηλαδή σχηματιστεί μια οργανωμένη σκέψη μέσα σου, ή και το αντίθετο, πριν προλάβει δηλαδή να σχηματιστεί μια οργανωμένη σκέψη αφότου έχει ήδη ξεμυτίσει μια πρώτη λέξη, το σώμα σου σε έχει ήδη 'προδώσει.' Έχει μιλήσει εκείνο πρώτο.
Συναντάμε μια ατελείωτη παραλία στρωμένη με λεπτή άμμο· στο βάθος χύνεται ο Δούναβης. Μια καντίνα και άλλη μία πουλούν μπύρες κυρίως, μιας και ο καφές είναι προφανές πως δεν βρίσκεται στις πρτιμήσεις των παραθεριστών, Ρουμάνων κυρίως αλλά και διαφόρων Ευρωπαίων. Τέσσερα άλογα χαριεντίζονται ή απλά αγναντεύουν το τοπίο στα αριστερά μου. Τραβούν την προσοχή ορισμένων που εφορμούν με τις τις κάμερες τους προς το μέρος τους. Εκείνα θα ποζάρουν δήθεν αδιάφορα για λίγο έως ότου αποφασίσουν να μετακινηθούν. Με ιδιαίτερα αργό βήμα κατευθύνονται προς τα εκεί που δεν βρίσκονται άνθρωποι. Βαδίζουν κατά μήκος της ακτογραμμής. Εγώ ακολουθώ. Προχωράμε αργά αργά, μάλιστα κάποια στιγμή ένα άλογο από την παρέα δροσίζεται στα νερά της θάλασσας πετώντας το κορμί του καταή και στριφογυρίζοντας όσο μπορούσε εκεί που το νερό χαιδεύει την άμμο. Τρεις αγελάδες εμφανίζονται ξαφνικά από τα δεξιά, τσιμπολογάνε λίγη πρασινάδα δέκα είκοσι μέτρα έξω από τη θάλλασα. Τα άλογα σιγά σιγά εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο, είχε περάσει άλλωστε μισή ώρα από τότε που αποφάσισα να τρέξω ξοπίσω τους.
Έχω επιστρέψει στη βάση μου, μην φανταστείται, μια πετσέτα στην άμμο, και βρίσκομαι ανάμεσα σε εκατοντάδες παραθεριστές που τσαλαβουτούν στα ρηχά της θάλασσας. Επιχειρώ την πολυπόθητη είσοδο· χιλιάδες μικροοργανισμοί με εμφάνιση σκουληκίου χαϊδεύουν απαλά τα πόδια μου καθώς κάνω τα πρώτα μου βήματα μέσα στο νερό. Τα χάνω για λίγο. Αυτά εξαφανίζονται κι εγώ επιχειρώ την πρώτη βουτιά που είχε ως αποτέλεσμα έντονους πόνους στα ανοιχτά μου μάτια. Ας μην μακρυγορώ όμως· μιαν άλλην θάλασσα, όντως μαύρη, δηλαδή σκοτεινή, που σχεδόν δεν επιτρέπει το κολύμπι, κινείσαι σε slow motion, πράγματι, κανείς δεν κολυμπά - όλοι τσαλαβουτούν έξω-έξω, μια θάλασσα άδεια από ψαράκια που αφήνει στο στόμα μια γεύση διαφορετική, σίγουρα όχι τ' αλατιού, μια θάλασσα με τα δικά της χαρακτηριστικά που ο καλομαθημένος στα νερά του Αιγαίου Πελάγους τύπος πιθανότατα δεν θα εκτιμήσει ιδιαίτερα, μια θάλασσα με το δικό της υδάτινο ορίζοντα που ο εσσαεί περίεργος και φιλομαθής θα εκτιμήσει μόνο και μόνο που τον άφησε να βρέξει και εδώ, σε τόπο μακρινό, για λίγο τα πόδια του.
No comments:
Post a Comment