25.11.13

ακρόπολη ή βαρβαρότητα




Ένα παιδί αγναντεύει νυχτιάτικα την Αθήνα από την ταράτσα μιας προϊστορικής πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο. Λέμε προϊστορικής καθότι στον ημιόροφο του ερείπιου αυτού άντρες εισέρχονται κουμπωμένοι και εξέρχονται ξεκούμπωτοι προς ικανοποίηση μιας εκ των πολλών αρχέγονων επιθυμιών του ανθρώπινου είδους. Λέμε πολυκατοικία γιατί όντως διαφόρων ειδών κατοικίες στεγάζονται στο ίδιο κτίριο, άλλες πολύχρωμες κι άλλες θεοσκότεινες κι ας λάμπει συνεχώς μια κόκκινη λάμπα. Τέλος, λέμε σωστά Μεταξουργείο καθότι ο δρόμος του μεταξιού δεν έκλεισε ποτέ για έργα συντήρησης. Κινέζοι ταξιδεύουν προς τα μέρη μας αιώνες τώρα μόνο που τώρα τελευταία κρατάνε τις πορσελάνες πίσω στη χώρα τους και καταφθάνουν με παλιοπράγματα. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν θέλησαν να μας εκδικηθούν για όλο το όπιο το οποίο πλημμύρισε κάποτε την Κίνα αποφασίζοντας να πνίξουν την Ευρώπη στη σαβούρα.

Ξεχάσαμε το παιδί στην ταράτσα όμως, σαν άλλοι απρόσεκτοι γονείς. 

Μια θάλασσα από φώτα απλώνεται λοιπόν μπροστά του σε μία εικόνα καθόλου πρωτότυπη για μια πόλη εκατομμμυρίων. Ασία-Ευρώπη-Αμερική και Άφρικα πνίγονται στα φώτα κάθε νύχτα.Τίποτε το πρωτότυπο έως εδώ. Στην Αθήνα ειδικά όμως, η πόλη, δηλαδή το κέντρο της, κυριαρχείται από δύο λόφους: τον  λόφο του Λυκαβηττού που βρίσκεται στα αριστερά του βλέμματος του πιτσιρικά και την Ακρόπολη που βρίσκεται, αμετακίνητη κι αγέρωχη όπως πάντα, στα δεξιά του. 
 
*
Από την μία πλευρά ένας βράχος ατίθασος που παραμένει ακατοίκητος επί χιλιετίες. Μονάχα ένα εκκλησάκι στέκει στην κορυφή του τονίζοντας ακόμα περισσότερο το αφιλόξενο στοιχείο ενός λόφου που ρίχνει βαριά τη βάρβαρη, καθότι απολίτιστη, σκιά του στις γειτονιές που βρίσκονται στους πρόποδες του. (Η εκκλησία από πάντοτε άφηνε τα ίχνη της στα πιο απίθανα μέρη. Έστηνε, πότε πρόχειρα και πότε μεγαλοπρεπώς, ναούς κι έλεγε ξόρκια μήπως και καταφέρει να εξευμενίσει έστω και λιγάκι την αγριότητα της ζωής.) 

Ο Λυκαβηττός στέκει ακόμα και σήμερα ακέραιος στο  κέντρο της Αθήνας σε μια προσπάθεια των Ελλήνων να αποδείξουν στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο πως η ειλικρίνεια δεν είναι πάντοτε κακός σύμβουλος. Με άλλα λόγια, είναι μάταιο, ίσως και ηλίθιο, να πιστέψει κανείς πως όλες οι βουνοκορφές του κόσμου έχουν πατηθεί για τα καλά. Στην πραγματικότητα, βιαστικοί τουρίστες είναι οι άνθρωποι που βρέθηκαν στην κορυφή του όρους Έβερεστ το οποίο είχε την ευγενική καλοσύνη να τους επιτρέψει για λίγο να δουν τον κόσμο από ψηλά. Έτσι κι ο Λυκαβηττός, ο οποίος φυσικά φέρει το τραύμα του πολιτισμού στα σπλάχνα του καθώς μια σφαίρα διασχίζει καθημερινά το σώμα του, στέκει ανενόχλητος στο κέντρο της Αθήνας. 

Είναι μονάχα λογικό οι γειτονιές που καταδυναστεύονται από τον Λυκαβηττό να φέρουν τα σημάδια της βαρβαρότητας του. Πράγματι, τα Εξάρχεια και το Κολωνάκι υποφέρουν από έλλειψη φωτός σαν αυτού που ακτινοβολεί στην άλλη μεριά της πόλης, εκείνης που φύτρωσε στα πόδια της βασίλισσας Ακρόπολης. 

 Άγρια αγόρια των Εξαρχείων που αράζουν σε πεζόδρομους γυαλίζοντας αντιασφυξιογόνες μάσκες παραμονεύουν άγρια μουνιά με βαμμένα πλατινέ μαλλιά και ντυμένα στα μαύρα που σκοτώνουν την ώρα τους στα μπαρ του Κολωνακίου. Εξάρχεια και Κολωνάκι ενίοτε συνυπάρχουν ιδανικά (ορίστε και η φωτογραφία ντουκουμέντο). Παραδείγματος χάρην κάποιες καυτές νύχτες του καλοκαιριού όταν μπάφοι και κόκα εγκαταλείπονται προσωρινά μιας και δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιλέγουν να βρεθούν υπό την επήρεια pop σε κάποια συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού. Γενικά μιλώντας, η χρήση της ουσίας pop είναι το ισχυρότερο κατασταλτικό ναρκωτικό της εποχής.

*
Την ίδια ώρα, Αθηναίοι και Ευρωπαίοι περιφέρονται γύρω από την Ακρόπολη ζαλισμένοι από το εκτυφλωτικό φως που προέρχεται από τα κύτταρα του Πεντελικού μαρμάρου κι ακτινοβολεί μέσα στη νύχτα μα και περήφανοι που βρίσκονται μια ανάσα μακριά από την κολυμβήθρα της Ευρώπης. Σ΄αυτό τον βράχο υψώθηκε για πρώτη φορά η σημαία ενός νέου πολιτισμού που είχε για συμβολική πρωτεύουσα του την Αθήνα που εκείνες τις στιγμές της δόξας της βρισκόταν ακόμα σε μόνιμη καταστολή.

Συνήλθε ποτέ άραγε; 

Αν συζητάμε αν κατάφερε ποτέ να δικαιολογήσει το ντόρο που δημιουργήθηκε στα σαλόνια της Ευρώπης και να ανταπεξέλθει σε ένα ρόλο που της ανατέθηκε σε συμβολικό επίπεδο, τότε το ερώτημα δε βγάζει νόημα. Όσα κλασικότροπα κτίρια και να φύτρωναν στο κέντρο της Αθήνας, το νεκροταφείο του Κεραμεικού θα εξακολουθούσε να αντιπροσώπευε στη σύγχρονη ζωή της πόλης ότι αντιπροσώπευε η Αρχαία Αγορά για την πόλη των Αθηνών δύομιση χιλιάδες χρόνια πριν. Αν όμως αναφερόμαστε στο αν η Αθήνα απέκτησε μια δική της σύγχρονη ταυτότητα τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε πως ναι, απέκτησε, και είναι μια ταυτότητα σχιζοφρενική: οι βάρβαροι της πόλης κοιμούνται κάτω από τον ίδιο ουρανό και γεύονται λαίμαργα τον ίδιο αγέρωχο Αττικό ήλιο μαζί με τον Παρθενώνα που όμως έχει κι αυτός να χαίρεται τα σύγχρονα παιδιά του. Δυστυχώς για εμάς, τα πιο πολλά από τα τέκνα και τεκνά του Παρθενώνα εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα. Άλλοι για Λόντον τράβηξαν κι άλλοι για Βερολίνο. 

Την ίδια ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά, δεν θα ήταν παράδοξο να προσθέσουμε πως ο βωμός της Ακρόπολης αποτέλεσε και το νεκροκρέβατο του Θεού. Επιπλέον, στα ιερά χώματα της Ακρόπολης γράφτηκε το Σύνταγμα της Ιταλικής Αναγέννησης και άνθισαν οι τέχνες της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης.  Μην σας μπερδεύει το λάθος· μεγαλύτερο λάθος θα ήταν να μην αναφερθούν καθόλου αυτά τα ιστορικά γεγονότα παρά να αναφερθούν παρτούζα. 

*
Ένα παιδί αγναντεύει νυχτιάτικα την Αθήνα από την ταράτσα μιας προϊστορικής πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο. Λαχταρά την ώρα που θα περπατήσει την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη με αέρινες σόλες. Εκείνη την ώρα, ότι οι μεγάλοι ονόμασαν κρίση θα είναι για εκείνο ένα αδιάφορο επεισόδιο στις ζωές των άλλων.




3.11.13

μέχρι να φουσκώσει η θάλασσα






Για καλό ή για κακό, η Καραΐνδρου του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν ταιριάζει πάντα στην Αθήνα. Λέω για καλό μιας και πολλοί ψυχοπλακώνονται με τις μουσικές της. Λέω για κακό γιατί οι μελωδίες της λειτουργούν ευεργετικά σε άλλους  που πιστεύουν πως η μουσική της Καραΐνδρου αποκαλύπτει τα αληθινά χρώματα της πόλης των Αθηνών, ενός χρώματος και μόνο δηλαδή: του ατελείωτου γκρίζου.


Terry Fan
Η Αθήνα βέβαια λούζεται τέτοιο φως που κάνει ακόμα και τον βράχο που ξαπλάρεις στον λόφο του Φιλοπάππου να φαντάζει σαν ένα μαλακό στρώμα που αγόρασες κάποτε σε κάποιο παζάρι της Ανατολής. Ιπτάμενα χαλιά είναι τα βράχια του λόφου· ίσα που ξαπλώνεις και νομίζεις αμέσως πως πετάς πάνω από την τσιμεντένια πόλη κι είσαι επιτέλους αισιόδοξος. 

Και να ‘ταν μόνο ο Αττικός ήλιος. 


Η εκθαμβωτική λευκότητα κάποιων πετρωμάτων στα ιερά χώματα γύρω από τον Παρθενώνα αντιστέκεται σθεναρά στο γκρι ενώ μάλιστα έχει βρει για σύμμαχο της χιλιάδες δέντρα σπαρμένα στα στενά πεζοδρόμια της πόλης. Δέντρα που φέρουν καρπούς, αρώματα, χρώματα. Δέντρα που φιλοξενούν ψιθύρους στα κλαδιά τους, ψιθύρους που απειλούν να αποκαλύψουν αλήθειες σε εκείνους που κυκλοφορούν πάντοτε με τ’ αυτιά ανοιχτά. Όσο για τη θάλασσα, λέγεται πως έχει ενθουσιαστεί με τις μελωδίες ενός μαγικού πιάνου. Για την ακρίβεια, το πιάνο ακόμα κουρδίζεται αλλά θα ‘ρθει μια μέρα που οι μελωδίες του θα κυριεύσουν στα νότια της πόλης. Θα στολίσουν τον ορίζοντα με εκατομμύρια λέξεις που θα χορεύουν στον αέρα και θα ξεσηκώσουν τη θάλασσα που θα ξεχυθεί ώστε να ξεβάψει μια και καλή την ασχήμια των τοίχων της πόλης.

Η Φύση της Αθήνας αντιστέκεται ενόσω η φύση του κατοίκου της Αθήνας (δεν τον ονομάζουμε Αθηναίο καθότι αυτή η λέξη υποδηλώνει μια βαθύτερη σχέση η οποία δεν έχει υπάρξει ποτέ έως τώρα στην ιστορία), παραμένει γκρι. 

Χαμογελάμε μπροστά σε αδέσποτες γκρίζες γάτες, σ’ αυτές τουλάχιστον μπορούμε να δείξουμε ακόμα την ανθρωπιά μας. Στην λαϊκή κάπως δυσκολεύουν τα πράγματα· οι φωνές των εμπόρων κάποτε σε διασκέδαζαν μα σήμερα, όχι και τόσο πια. Κάποιος απ΄αυτούς με τα βαθιά λαρύγγια και τα μπαρουτοκαπνισμένα πνευμόνια μπορεί να μην είναι απ΄τους δικούς μας, ίσως να ‘ναι απ’ τους άλλους. Ένας άλλος ειρωνεύτηκε το νεαρό παιδί που αγόρασε ξανά ένα μόνο τσαμπί σταφύλια. Τέλος, όλοι τους κάνουν κρα για πελάτες· η απελπισία, όπως ξέρουμε, ασχημαίνει με βάναυσο τρόπο τα μούτρα των ανθρώπων. 

Να σας πω λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί απ’ εδώ και πέρα: 

Θα το βάζουμε στα πόδια όταν θα κείτονται πτώματα, από αφαγία, καταμεσής του δρόμου. 

Θα αλλάζουμε δρόμο όταν θα βλέπουμε μπροστά μας τον αστυνόμο. 

Θα φοράμε τα καλά μας να πάμε στον Βερόπουλο μιας και δε μας περισσεύουν χρήματα για νυχτερινές εξόδους. 

Θα καταντήσουμε σαν τους απελπισμένους λογοτέχνες που διαβάζαμε κάποτε με πάθος· θα μας τρέχουν τα σάλια με τις γάτες. Οι γάτες, αυτές οι τυχερές! θα δέχονται από εδώ και στο εξής όλη μας την αγάπη. Απελπισμένη μεν, αγάπη δε. 

Θα θα θα... Θα πνιγόμαστε από τα θα...


... μέχρι να φουσκώσει η θάλασσα. Τότε μονάχα θα ζήσουμε ευτυχισμένοι μέσα στο απύθμενο βάθος του ωκεανού και το γκρι θα είναι μονάχα πια μια φευγαλέα εικόνα στη ζωή μιας φάλαινας που ονειρεύτηκε ένα φαλαινοθηρικό να την καταδιώκει.