3.11.13

μέχρι να φουσκώσει η θάλασσα






Για καλό ή για κακό, η Καραΐνδρου του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν ταιριάζει πάντα στην Αθήνα. Λέω για καλό μιας και πολλοί ψυχοπλακώνονται με τις μουσικές της. Λέω για κακό γιατί οι μελωδίες της λειτουργούν ευεργετικά σε άλλους  που πιστεύουν πως η μουσική της Καραΐνδρου αποκαλύπτει τα αληθινά χρώματα της πόλης των Αθηνών, ενός χρώματος και μόνο δηλαδή: του ατελείωτου γκρίζου.


Terry Fan
Η Αθήνα βέβαια λούζεται τέτοιο φως που κάνει ακόμα και τον βράχο που ξαπλάρεις στον λόφο του Φιλοπάππου να φαντάζει σαν ένα μαλακό στρώμα που αγόρασες κάποτε σε κάποιο παζάρι της Ανατολής. Ιπτάμενα χαλιά είναι τα βράχια του λόφου· ίσα που ξαπλώνεις και νομίζεις αμέσως πως πετάς πάνω από την τσιμεντένια πόλη κι είσαι επιτέλους αισιόδοξος. 

Και να ‘ταν μόνο ο Αττικός ήλιος. 


Η εκθαμβωτική λευκότητα κάποιων πετρωμάτων στα ιερά χώματα γύρω από τον Παρθενώνα αντιστέκεται σθεναρά στο γκρι ενώ μάλιστα έχει βρει για σύμμαχο της χιλιάδες δέντρα σπαρμένα στα στενά πεζοδρόμια της πόλης. Δέντρα που φέρουν καρπούς, αρώματα, χρώματα. Δέντρα που φιλοξενούν ψιθύρους στα κλαδιά τους, ψιθύρους που απειλούν να αποκαλύψουν αλήθειες σε εκείνους που κυκλοφορούν πάντοτε με τ’ αυτιά ανοιχτά. Όσο για τη θάλασσα, λέγεται πως έχει ενθουσιαστεί με τις μελωδίες ενός μαγικού πιάνου. Για την ακρίβεια, το πιάνο ακόμα κουρδίζεται αλλά θα ‘ρθει μια μέρα που οι μελωδίες του θα κυριεύσουν στα νότια της πόλης. Θα στολίσουν τον ορίζοντα με εκατομμύρια λέξεις που θα χορεύουν στον αέρα και θα ξεσηκώσουν τη θάλασσα που θα ξεχυθεί ώστε να ξεβάψει μια και καλή την ασχήμια των τοίχων της πόλης.

Η Φύση της Αθήνας αντιστέκεται ενόσω η φύση του κατοίκου της Αθήνας (δεν τον ονομάζουμε Αθηναίο καθότι αυτή η λέξη υποδηλώνει μια βαθύτερη σχέση η οποία δεν έχει υπάρξει ποτέ έως τώρα στην ιστορία), παραμένει γκρι. 

Χαμογελάμε μπροστά σε αδέσποτες γκρίζες γάτες, σ’ αυτές τουλάχιστον μπορούμε να δείξουμε ακόμα την ανθρωπιά μας. Στην λαϊκή κάπως δυσκολεύουν τα πράγματα· οι φωνές των εμπόρων κάποτε σε διασκέδαζαν μα σήμερα, όχι και τόσο πια. Κάποιος απ΄αυτούς με τα βαθιά λαρύγγια και τα μπαρουτοκαπνισμένα πνευμόνια μπορεί να μην είναι απ΄τους δικούς μας, ίσως να ‘ναι απ’ τους άλλους. Ένας άλλος ειρωνεύτηκε το νεαρό παιδί που αγόρασε ξανά ένα μόνο τσαμπί σταφύλια. Τέλος, όλοι τους κάνουν κρα για πελάτες· η απελπισία, όπως ξέρουμε, ασχημαίνει με βάναυσο τρόπο τα μούτρα των ανθρώπων. 

Να σας πω λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί απ’ εδώ και πέρα: 

Θα το βάζουμε στα πόδια όταν θα κείτονται πτώματα, από αφαγία, καταμεσής του δρόμου. 

Θα αλλάζουμε δρόμο όταν θα βλέπουμε μπροστά μας τον αστυνόμο. 

Θα φοράμε τα καλά μας να πάμε στον Βερόπουλο μιας και δε μας περισσεύουν χρήματα για νυχτερινές εξόδους. 

Θα καταντήσουμε σαν τους απελπισμένους λογοτέχνες που διαβάζαμε κάποτε με πάθος· θα μας τρέχουν τα σάλια με τις γάτες. Οι γάτες, αυτές οι τυχερές! θα δέχονται από εδώ και στο εξής όλη μας την αγάπη. Απελπισμένη μεν, αγάπη δε. 

Θα θα θα... Θα πνιγόμαστε από τα θα...


... μέχρι να φουσκώσει η θάλασσα. Τότε μονάχα θα ζήσουμε ευτυχισμένοι μέσα στο απύθμενο βάθος του ωκεανού και το γκρι θα είναι μονάχα πια μια φευγαλέα εικόνα στη ζωή μιας φάλαινας που ονειρεύτηκε ένα φαλαινοθηρικό να την καταδιώκει. 






No comments:

Post a Comment