Αν παρακολουθήσει κανείς το βίντεο των Sex Pistols ‘God Save the Queen’, καταλαβαίνει γρήγορα πως το κουτάκι μπύρας που συνοδεύει την ερμηνεία του Johnny Rotten είναι διαφημιστικό κόλπο, product placement το λέμε σήμερα. Το κυρίως προϊόν όμως δεν είναι το κουτάκι αλλά ο ίδιος ο τραγουδιστής και το γκρουπ γενικότερα.
Είναι παγκοσμίως γνωστό πως οι Sex Pistols είναι μιντιακό κατασκεύασμα του πανούργου μάνατζερ Malcolm McLaren ο οποίος ξεπατίκωσε το Νεοϋρκέζικο στυλ με τα σκισμένα τζην, τα δερμάτινα μπουφάν και τα τρύπια κοντομάνικα (όπως αυτό γεννήθηκε από τα κάτω) το οποίο μετέφερε αυτούσιο στo Νησί.
Τα πρόσωπα στην περίπτωση των Sex Pistols ήταν εντελώς αναλώσιμα,
διαφημιστικό ντεκόρ στη βιτρίνα του μάνατζερ McLaren, υπάλληλοι στην
υπηρεσία της μουσικής βιομηχανίας με την εξαίρεση φυσικά του Sid
Vicious, η αυτοκαταστροφικότητα του οποίου μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί ως
μία μάλλον αναμενόμενη αντίδραση ενός ανθρώπου βουτηγμένου στις ουσίες
(με μειωμένη αίσθηση αυτοκυριαρχίας δηλαδή) απέναντι στη μεταχείριση του
ως πειραματόζωου το οποίο άλλωστε βρισκόταν συχνά υπό πολιορκία από τα
φλας των φωτογράφων.
Ο Vicious ήταν ο ο κραυγαλέος (ανυποψίαστος) κράχτης ενός κραυγαλέου προϊόντος προς πώληση.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θυμίζουν τους Ramones.
Οι Ramones μετέφεραν τον ήχο του εργοστασίου στη σκηνή, το ατημέλητο ντύσιμο τους ήταν το ακριβές αντίστοιχο της λερωμένης φόρμας του εργάτη. Ο συνεχόμενος, μονότονος, αδιαπέραστος ήχος που έβγαινε από την κιθάρα του Johnny Ramone ήταν αυτούσιος ο ήχος του εργοστάσιου μεταγλωτισμένος σε rock ‘n’ roll συμφραζόμενα ενώ η μονότονη κίνηση μπρος και πίσω του χεριού του frontman Joy ήταν το αποτύπωμα στη σκηνή της κίνησης ενός εργάτη στη γραμμή της παραγωγής του εργοστάσιου.
Πολύ πριν καταντήσουν περιφερόμενα φρικιά, εύκολη λεία στα γαμψά νύχια του αρχετυπικού τρολ Howard Stern, οι Ramones υπήρξαν άξιοι εκπρόσωποι μιας λαϊκής τέχνης γνωστής στα Δυτικά συμφραζόμενα ως pop culture.
Ο Vicious ήταν ο ο κραυγαλέος (ανυποψίαστος) κράχτης ενός κραυγαλέου προϊόντος προς πώληση.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θυμίζουν τους Ramones.
Οι Ramones μετέφεραν τον ήχο του εργοστασίου στη σκηνή, το ατημέλητο ντύσιμο τους ήταν το ακριβές αντίστοιχο της λερωμένης φόρμας του εργάτη. Ο συνεχόμενος, μονότονος, αδιαπέραστος ήχος που έβγαινε από την κιθάρα του Johnny Ramone ήταν αυτούσιος ο ήχος του εργοστάσιου μεταγλωτισμένος σε rock ‘n’ roll συμφραζόμενα ενώ η μονότονη κίνηση μπρος και πίσω του χεριού του frontman Joy ήταν το αποτύπωμα στη σκηνή της κίνησης ενός εργάτη στη γραμμή της παραγωγής του εργοστάσιου.
Πολύ πριν καταντήσουν περιφερόμενα φρικιά, εύκολη λεία στα γαμψά νύχια του αρχετυπικού τρολ Howard Stern, οι Ramones υπήρξαν άξιοι εκπρόσωποι μιας λαϊκής τέχνης γνωστής στα Δυτικά συμφραζόμενα ως pop culture.
No comments:
Post a Comment