Κατεβάζω ελεύθερα - άρα υπάρχω - το ένα OST μετά το άλλο στηριζόμενος στο εκλεκτικό γούστο των playlists του Teju Cole ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νιγηρία αλλά αναβαπτίστηκε στη Νέα Υόρκη από την οποία αποφοίτησε ένας γνήσιος cosmopolite.
Στην φάση μας, τερματικός σταθμός ενός ανεπιτήδευτου αυθεντικού κοσμοπολίτη δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο casual cocktail bar for casual sex somewhere casual in a casual city, το casual γοργοπεθαίνει, “we are all little concerned now”, που σημαίνει βέβαια very concerned, όπως το γνωρίζουμε από τον “Irishman” του Martin Scorsese,
αλλά ούτε και κάποιο boutique hotel στο καλόγουστο μπάνιο του οποίου πιθανόν να βρίσκεται ένα πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Cosmopolitan το οποίο κυκλοφορεί σε περισσότερες από 100 χώρες, ληγμένο προϊόν το πιθανότερο καθότι εξ ορισμού ιδιαιτέρως βραχύβια η ημερομηνία λήξης της μόδας,
κοντολογίς, η Ελβετία ήσαν μια κάποια casual λύσις. Ο κοσμοπολίτης, βλέπετε, ποθεί το middle ground, όπως ο ερωτευμένος βαδίζει ανένδοτος κι ανυποχώρητος προς την προσωπική του τραγωδία, δηλαδή εν τέλει την κάθαρση.
Αν και ταξιδεύοντας “his looking became sacred” όπως το έθεσε οTeju Cole, εύκολα συμπεραίνει κανείς πως μάλλον δεν συνάντησε τίποτε ιερομνημόνευτο στο διάβα του στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης καθώς αποθανάτισε την Ελβετία με ξέπνοα χρώματα (αν τουλάχιστον τα συγκρίνει κανείς με τα βουτηγμένα στο acid φίλτρα της Apple και της Xiaomi) αναζητώντας το σύνηθες και το τετριμμένο, υποπτευόμαστε βάσιμα δίχως ίχνος δημιουργικής εμμονής/μονομανίας – μονάχα η αναζήτηση οτιδήποτε ιερού, από δισκοπότηρο έως τη χαμένη νιότη στο πρόσωπο της Βέρας («μιας κάποιας Βέρας τελοσπάντων») ενός Κουρελιού που επέμενε να Τραγουδάει Ακόμα, πυροδοτεί εσώτερες υπαρξιακές φωτιές, κι άλλωστε, τα τοπία της Ελβετίας μοιάζουν να μην έχουν καεί εδώ και αιώνες, για το αν έχει χυθεί αίμα δεν το συζητάμε, λιγοστό, πιθανότατα αγελάδων,
ιερά θεωρούνται τα βουνά στο Βαλουχιστάν και το Κασμίρ όπου ακόμη και σήμερα οι σπηλιές χρησιμεύουν ως άσυλο και καταφύγιο έναντι του εχθρού, πότε τάφος και πότε Λάζαρε δεύρο έξω σαν να λέμε, στην Ελβετία, οι Άλπεις φέρνουν πλέον το Μιλάνο πιο κοντά στη Ζυρίχη μέσω της μεγαλύτερης και βαθύτερης σήραγγας του κόσμου μήκους 57,09 χιλιομέτρων έτσι ώστε να εκμηδενίζεται ο χρόνος μεταξύ των τριγωνικών συναλλαγών κατασκευαστικών εταιρειών συμφερόντων κολλητών του Jep Gambardella, Ελβετικών σουγιάδων/τραπεζών, και υπηρεσιακών παραγόντων των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον,
αν υποθέσουμε πως οι Νάνοι του Τόλκιν στο Καζαντ-ντούμ δεν πρέπει να έσκαψαν και πολύ βαθύτερα αναζητώντας Μίθριλ (τα αποτελέσματα της αναμφισβήτητης απληστίας τους τα έχει μεταφέρει με απίθανη χάρη στη μεγάλη οθόνη ο Peter Jackson, ας αρκεστούμε να πούμε πως το βασίλειο γνωρίζει ένα βίαιο τέλος), μάλλον οφείλει να ανησυχεί κανείς, ειδικά αν δε διαθέτει καβάτζα υπό μορφήν θυρίδας στη Ζυρίχη που συνδέεται με κάποιο εξωτικό νησί της Πολυνησίας.
Τα ευκόλως εννοούμενα πρέπει να επισημαίνονται, για φέτος και του χρόνου τουλάχιστον, και βλέπουμε, εκτός αν γνωρίζετε κάποιον που να κατάφερε να αποδράσει από το 2020 έτσι ώστε να μην υπέφερε απο τη δικτατορία των απόψεων (opinions) που ισούνται με μια τρύπα στον ποπό, μεταφέρω την άποψη του Charles Bukowski που στην περίπτωση μας αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, προς μια τοποθεσία που δεν σχετίζεται με το υπερπέραν ή κάποιον τεχνητό παράδεισο αν και το Netflix δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμα στη λίστα, ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν κάποιος απόγονος του Spielberg πατεντάρει την OASIS (Ontologically Anthropocentric Sensory Immersive Simulation),
οπότε, από τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη δεν είναι πολίτες του κόσμου ώστε να νοιώθουν την ανάγκη να αναζητήσουν το ιερό ή το βέβηλο αλλά - ας ακριβολογήσουμε για μία, και μόνο, φορά - την βγάζουν, σαν κι εμένα, στην κοσμάρα τους (γραφείο, κρεβάτι, καθιστικό, αυτοκίνητο, καφετέρια, γειτονικό παρκάκι, κοντινή παραλία), το όλο θέμα συνοψίζεται ως ερώτηση, σαν εκείνες τις ρητορικές με τις απροσμέτρητες δυνητικές απαντήσεις που μεταχειρίζονται οι εραστές:
«μα τι θέλεις από εμένα επιτέλους?»
... με ρωτάει η πόλη μου (που αν και λοιδoρήθηκε ως τσιμεντούπολη για κάποιους απ’ εμάς αποδείχθηκε Λιμνούπολη, δεν βαλτώνουν στα νερά της οι επιθυμίες) όταν σκοπῶ σκοπεύω με τη ψυχή μου, το εκάστοτε φωτοαντικείμενο του πόθου μου.
Της απαντώ: my looking became sacred and profane αφού «πατρίδα μου είναι εδώ που ερωτεύομαι και με μισήσαν περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού».
Στην Ελλάδα, τη δική μου τουλάχιστον, εν αντιθέσει με την Ελβετία του Teju Cole, καίγεται το πελεκούδι εναλλάξ με τις Μυκήνες, χώρια την μεταπολιτευτική κάψα της «διεκδίκησης για τη διεκδίκηση» που έλεγε και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ούτε δέκα χρόνια δεν πέρασαν από τότε που μας έφεραν «τις ελπίδες μιας γενιάς να μας τις σιδερώσουν», και κάτι λιγότερο από τη μέρα που ένας εικαστικός αναζητούσε και δεν έβρισκε στην πόλη ούτε ένα τούβλο που το χρειαζόταν για ένα καλλιτεχνικό project (true story)·
η οικοδομή είχε όντως πεθάνει, μόνο
που δεν σκέφτηκε, παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι της αφέλειας του, πως μερικές
φορές δεν χρειάζεται να κτίσεις:
it's time to bring down the house.
*(στην συγκεκριμένη περίπτωση το εκφραστικό μέσο (ο κινηματογράφος), ο μυθοπλαστικός χαρακτήρας, και ο σκηνοθέτης συναποτελούν μια universal γλώσσα χωρίς τούτο να αρκεί ωστόσο για να νοιώσουμε κι εμείς οι θεατές πολίτες του κόσμου, το ζήτημα δεν είναι αν κατανοείς μια γλώσσα, ας είναι και η τρέχουσα Παγκόσμια των Αγγλικών ή η γλώσσα των Hollywoodιανών Ονείρων, αλλά να είσαι ψυχή τε και σώματι πρόθυμος να συνεννοηθείς με όσους δεν μεταχειρίζονται την ίδια γλώσσα με εσένα, ούτε καν του σώματος, ειδικά του σώματος)