30.12.20

My Looking Became Sacred and Profane


 


 

Κατεβάζω ελεύθερα - άρα υπάρχω - το ένα OST μετά το άλλο στηριζόμενος στο εκλεκτικό γούστο των playlists του Teju Cole ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νιγηρία αλλά αναβαπτίστηκε στη Νέα Υόρκη από την οποία αποφοίτησε ένας γνήσιος cosmopolite.

Στην φάση μας, τερματικός σταθμός ενός ανεπιτήδευτου αυθεντικού κοσμοπολίτη δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο casual cocktail bar for casual sex somewhere casual in a casual city, το casual γοργοπεθαίνει, “we are all little concerned now”, που σημαίνει βέβαια very concerned, όπως το γνωρίζουμε από τον “Irishman” του Martin Scorsese,

αλλά ούτε και κάποιο boutique hotel στο καλόγουστο μπάνιο του οποίου πιθανόν να βρίσκεται ένα πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Cosmopolitan το οποίο κυκλοφορεί σε περισσότερες από 100 χώρες, ληγμένο προϊόν το πιθανότερο καθότι εξ ορισμού ιδιαιτέρως βραχύβια η ημερομηνία λήξης της μόδας,

κοντολογίς, η Ελβετία ήσαν μια κάποια casual λύσις. Ο κοσμοπολίτης, βλέπετε, ποθεί το middle ground, όπως ο ερωτευμένος βαδίζει ανένδοτος κι ανυποχώρητος προς την προσωπική του τραγωδία, δηλαδή εν τέλει την κάθαρση.

Αν και ταξιδεύοντας “his looking became sacred” όπως το έθεσε οTeju Cole, εύκολα συμπεραίνει κανείς πως μάλλον δεν συνάντησε τίποτε ιερομνημόνευτο στο διάβα του στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης καθώς αποθανάτισε την Ελβετία με ξέπνοα χρώματα (αν τουλάχιστον τα συγκρίνει κανείς με τα βουτηγμένα στο acid φίλτρα της Apple και της Xiaomi) αναζητώντας το σύνηθες και το τετριμμένο, υποπτευόμαστε βάσιμα δίχως ίχνος δημιουργικής εμμονής/μονομανίας – μονάχα η αναζήτηση οτιδήποτε ιερού, από δισκοπότηρο έως τη χαμένη νιότη στο πρόσωπο της Βέρας («μιας κάποιας Βέρας τελοσπάντων») ενός Κουρελιού που επέμενε να Τραγουδάει Ακόμα, πυροδοτεί εσώτερες υπαρξιακές φωτιές, κι άλλωστε, τα τοπία της Ελβετίας μοιάζουν να μην έχουν καεί εδώ και αιώνες, για το αν έχει χυθεί αίμα δεν το συζητάμε, λιγοστό, πιθανότατα αγελάδων,

ιερά θεωρούνται τα βουνά στο Βαλουχιστάν και το Κασμίρ όπου ακόμη και σήμερα οι σπηλιές χρησιμεύουν ως άσυλο και καταφύγιο έναντι του εχθρού, πότε τάφος και πότε Λάζαρε δεύρο έξω σαν να λέμε, στην Ελβετία, οι Άλπεις φέρνουν πλέον το Μιλάνο πιο κοντά στη Ζυρίχη μέσω της μεγαλύτερης και βαθύτερης σήραγγας του κόσμου μήκους 57,09 χιλιομέτρων έτσι ώστε να εκμηδενίζεται ο χρόνος μεταξύ των τριγωνικών συναλλαγών κατασκευαστικών εταιρειών συμφερόντων κολλητών του Jep Gambardella, Ελβετικών σουγιάδων/τραπεζών, και υπηρεσιακών παραγόντων των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον,

αν υποθέσουμε πως οι Νάνοι του Τόλκιν στο Καζαντ-ντούμ δεν πρέπει να έσκαψαν και πολύ βαθύτερα αναζητώντας Μίθριλ (τα αποτελέσματα της αναμφισβήτητης απληστίας τους τα έχει μεταφέρει με απίθανη χάρη στη μεγάλη οθόνη ο Peter Jackson, ας αρκεστούμε να πούμε πως το βασίλειο γνωρίζει ένα βίαιο τέλος), μάλλον οφείλει να ανησυχεί κανείς, ειδικά αν δε διαθέτει καβάτζα υπό μορφήν θυρίδας στη Ζυρίχη που συνδέεται με κάποιο εξωτικό νησί της Πολυνησίας.

Τα ευκόλως εννοούμενα πρέπει να επισημαίνονται, για φέτος και του χρόνου τουλάχιστον, και βλέπουμε, εκτός αν γνωρίζετε κάποιον που να κατάφερε να αποδράσει από το 2020 έτσι ώστε να μην υπέφερε απο τη δικτατορία των απόψεων (opinions) που ισούνται με μια τρύπα στον ποπό, μεταφέρω την άποψη του Charles Bukowski που στην περίπτωση μας αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, προς μια τοποθεσία που δεν σχετίζεται με το υπερπέραν ή κάποιον τεχνητό παράδεισο αν και το Netflix δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμα στη λίστα, ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν κάποιος απόγονος του Spielberg πατεντάρει την OASIS (Ontologically Anthropocentric Sensory Immersive Simulation),

οπότε, από τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη δεν είναι πολίτες του κόσμου ώστε να νοιώθουν την ανάγκη να αναζητήσουν το ιερό ή το βέβηλο αλλά - ας ακριβολογήσουμε για μία, και μόνο, φορά - την βγάζουν, σαν κι εμένα, στην κοσμάρα τους (γραφείο, κρεβάτι, καθιστικό, αυτοκίνητο, καφετέρια, γειτονικό παρκάκι, κοντινή παραλία), το όλο θέμα συνοψίζεται ως ερώτηση, σαν εκείνες τις ρητορικές με τις απροσμέτρητες δυνητικές απαντήσεις που μεταχειρίζονται οι εραστές:

«μα τι θέλεις από εμένα επιτέλους?»

... με ρωτάει η πόλη μου (που αν και λοιδoρήθηκε ως τσιμεντούπολη για κάποιους απ’ εμάς αποδείχθηκε Λιμνούπολη, δεν βαλτώνουν στα νερά της οι επιθυμίες) όταν σκοπῶ σκοπεύω με τη ψυχή μου, το εκάστοτε φωτοαντικείμενο του πόθου μου.

Της απαντώ: my looking became sacred and profane αφού «πατρίδα μου είναι εδώ που ερωτεύομαι και με μισήσαν περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού».

Στην Ελλάδα, τη δική μου τουλάχιστον, εν αντιθέσει με την Ελβετία του Teju Cole, καίγεται το πελεκούδι εναλλάξ με τις Μυκήνες, χώρια την μεταπολιτευτική κάψα της «διεκδίκησης για τη διεκδίκηση» που έλεγε και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ούτε δέκα χρόνια δεν πέρασαν από τότε που μας έφεραν «τις ελπίδες μιας γενιάς να μας τις σιδερώσουν», και κάτι λιγότερο από τη μέρα που ένας εικαστικός αναζητούσε και δεν έβρισκε στην πόλη ούτε ένα τούβλο που το χρειαζόταν για ένα καλλιτεχνικό project (true story

η οικοδομή είχε όντως πεθάνει, μόνο που δεν σκέφτηκε, παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι της αφέλειας του, πως μερικές φορές δεν χρειάζεται να κτίσεις:

 

it's time to bring down the house.

 

 

 

 

*(στην συγκεκριμένη περίπτωση το εκφραστικό μέσο (ο κινηματογράφος), ο μυθοπλαστικός χαρακτήρας, και ο σκηνοθέτης συναποτελούν μια universal γλώσσα χωρίς τούτο να αρκεί ωστόσο για να νοιώσουμε κι εμείς οι θεατές πολίτες του κόσμου, το ζήτημα δεν είναι αν κατανοείς μια γλώσσα, ας είναι και η τρέχουσα Παγκόσμια των Αγγλικών ή η γλώσσα των Hollywoodιανών Ονείρων, αλλά να είσαι ψυχή τε και σώματι πρόθυμος να συνεννοηθείς με όσους δεν μεταχειρίζονται την ίδια γλώσσα με εσένα, ούτε καν του σώματος, ειδικά του σώματος)

 

 



28.12.20

Hard Goodbyes: My 90210

 



Συναντώ έναν Μπράντον που ξεπροβάλλει μέσα από έναν κάδο μπαζών, ξεριζωμένος από ένα 90’s παιδικό δωμάτιο. Τον θυμάμαι να μου χαμογελά, μαζί με την Κέλυ και τον Ντύλαν, από τον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι μου. Για τους υπόλοιπους της παρέας δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ, ούτε γνωρίζω τι απέγιναν.

Κάποτε, πριν ακόμα ερωτευτώ για πρώτη φορά, ήθελα η Κέλυ να τα φτιάξει με τον Ντύντον ή, τουλάχιστον, με τον Μπράλαν.

«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα αγόρι μου» θα επέμενε αρκετά χρόνια αργότερα μια γυναίκα που δεν πρόλαβα να αγαπήσω. «Ή με τον Ντύλαν ή με τον Μπράντον» με είχε παρακαλέσει. Κι έπειτα έστειλε τελεσίγραφο: «ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες». Με αποχαιρέτησε (για πάντα) μέσα από ένα πλοίο. Άλλη για Χίο τράβηξε, κι εγώ για κάπου που σου σερβίρουν τις ευθύνες των πράξεων σου. Αυστηρά χωρίς πάγο.

«Δεν είναι κινηματογράφος η ζωή ρε συ!» μου φώναξε κρεμασμένη από την πλώρη ενός επιβατικού που έμοιαζε με πλοίο φάντασμα. Αν και στεκόμουν στην αποβάθρα του λιμανιού, ταξίδευα ήδη προς τον φιλόξενο τόπο του Metaxa 5 Αστέρων, θα ‘ταν το τέλος μια εποχής που δεν με ξέβρασε ποτέ στην αγκαλιά της. “You ‘re welcome μωρό μου” σκέφτηκα μετά την τελευταία γουλιά, δεν έχει σημασία πόσες ώρες αργότερα. Το χρόνο τον τεμαχίζουν αποκλειστικά όσοι διαβιούν ως γραμματειακή υποστήριξη ενός φορέα για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο το ακρωνύμιο του και όσοι ονειρεύονται χαρτονομίσματα, ανταλλακτική αξία δηλαδή αντικειμένων με αμφισβητούμενη αξία in the first place.

Ήταν μια ασυνήθιστη χειμωνιάτικη ημέρα εκείνη στον Πειραιά, κατά συνέπεια πολύ παραπάνω από καλοδεχούμενη, ποθητή σαν να λέμε. Λαχταρώ άρα υπάρχω προτού με καταστείλουν - άθελα τους και εν αγνοία τους - οι κριτικοί της κριτικής της κουλτούρας και οι εξπέρ της γαστρονομίας, προνομιακό πεδίο η τελευταία όσων δεν άρπαξαν λαίμαργα με τα χέρια το φαί τους μέσα από το πιάτο την ίδια ώρα που στο ράδιο έπαιζε Éthiopiques. Quelle dommage!

Εν τω μεταξύ, δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ λάτρης του καφέ που να μίσησε τη ρουτίνα, στον πάτο του φλυτζανιού του καφεϊνομανή οι τσιγκάνες εντοπίζουν με χαρακτηριστική ευκολία κάθε φορά την ίδια ακριβώς λέξη - ιεροτελεστία. Ζει κι εκείνος βέβαια, ο μανιακός του καφέ και της σκέψης, όπως και όλοι όσοι επιμένουν να αναπνέουν χωρίς την τεχνητή υποστήριξη μιας εξαγοράσιμης, άρα κάλπικης, υστεροφημίας, περιμένοντας να σφηνώσει βαθιά στο δέρμα του η σφαίρα του ρεβόλβερ μιας μοιραίας γυναίκας της μεγάλης οθόνης, μια στιγμή η διάρκεια της οποίας ισούται χρονικά με απειροελαχιστότητα η οποία ωστόσο κατορθώνει αυτομάτως να καταχωρήσει αιώνες και χιλιετίες ανθρώπινης δραστηριότητας στα spam – κείνη την ώρα nothing else matters.

Καμία έκρηξη δεν γέννησε το Σύμπαν – ήταν «το σπέρμα του Ήλιου» των ματιών της.

Τα υπόλοιπα, τα ξέρετε· η Κέλυ, ο Ντύλαν, και ο Μπράντον...
 
 
 

27.12.20

Το Πνεύμα των Χριστουγέννων

 


 

Κατεβαίνω την Μαυρομιχάλη, βαδίζω στη μέση του δρόμου. Αλλάζω πορεία μονάχα δύο φορές αποφεύγοντας τα διερχόμενα αυτοκίνητα. “Christmas truce” σε έκδοση λοκ ντάουν. Κάποτε φυσικά θα ξεκινήσουν εκ νέου οι εχθροπραξίες μεταξύ των περιπατητών του άστεως και των ιδιοκτητών τετρακίνητων θηρίων που καβαλάνε πεζοδρόμια θυμωμένοι που δεν ορίζουν τις τύχες των ζωών τους σε απόλυτο βαθμό, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άλλωστε. Απλώς εμείς δεν οργιζόμαστε χωρίς λόγο.

Is the cure worse than the disease? διαβάζω σε ένα σύνθημα γραμμένο προ δεκαετίας πάνω σε ένα γκρι τοίχο. «Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ» ψιθυρίζω στα ντουβάρια.

«IMF – Covid-19 μία ανθρώπινη ανημπόρια δρόμος» μου απαντούν εκείνα. Έκανα πως δεν άκουσα ακόμα κι αν το σώμα μου τραντάχτηκε. Ας αναδείξει ο χρόνος νικητές και ηττημένους.
Ποιος απ’ εμάς δεν κουράστηκε από τις προβλέψεις;

Περπατάω κουβαλώντας ένα χαρτί διπλωμένο στη τσάντα μου. Με καλύπτει, δεν με καλύπτει, μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, με καλύπτει, δεν με καλύπτει. Ας μην με καλύπτει. Δε θέλω πλέον να προσέχω τα νώτα μου. Η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι μια ανταρσία ενάντια σε άγραφους νόμους που αποδίδονται σε Θεούς, βασιλιάδες, Σύμπαντα ή ακόμα και ποταμούς σε περίπτωση που επιμένεις να κατοικείς σε ξύλινη παράγκα στα πέριξ του Αμαζονίου. Να πληρώσω επιτέλους για κάτι που έκανα, όχι όπως τότε που δεν σ’ ερωτεύτηκα γιατί προτίμησα να πλαγιάζω στο κρεβάτι συντροφιά με προβλήματα, τα δικά μου και του κόσμου τα οποία ανανεώνονταν ακατάπαυστα με συνεχή scroll down στο Twitter.

Κοντοστέκομαι στη μέση του δρόμου, επιθυμώ σφόδρα να διευρύνω τα σύνορα της επικράτειας του εφήμερου με σύμμαχο το κινητό μου. Κλικ κλικ.

«Κι εγώ την ίδια δουλειά κάνω, σας καταλαβαίνω...»

θα μου πει μια κυρία καθώς περνά από μπροστά μου ενώ φωτογραφίζω, περπατούσε κι αυτή καταμεσής του άδειου δρόμου. Δεν την καταλαβαίνω. Η μάσκα μου είναι ελαφρώς κατεβασμένη αλλά τζίφος, το χαμόγελο μου σκουντουφλάει στο πανί. Χαμογελούν άραγε οι μύτες μας; Να τις βλέπουν οι φοβισμένες κοπέλες που δεν πρόφτασαν να αντικρύσουν τα πυρωμένα βλέμματα μας. Εγώ πάλι δεν φοβάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο τον πόλεμο.

Θέλω να τρέξω ξοπίσω της, να της φωνάξω από μακριά:

«Συγγνώμη κυρία, με ακούτε, συγγνώμη, μια ερώτηση να κάνω μονάχα, τι δουλειά κάνετε; Αναρωτιέμαι αν είστε συλλέκτης στιγμών. Εραστής του ωραίου μήπως; Σκοπεύετε να βρείτε τρόπο να αιχμαλωτίσετε την αλήθεια με όπλο μια απόχη ώστε να την χαρίσετε άνευ ανταλλάγματος; Αγωνιάτε κι εσείς πως αν δεν κρατήσετε αναλλοίωτη μέσα στη ψυχή σας την ομορφιά (που κάποτε φανερώθηκε αποκλειστικά σε εσάς) επειδή λιγοψυχήσατε, ή ακόμη χειρότερα, αδιαφορήσατε για εκείνην, ο κόσμος θα γίνει εξαιτίας σας ένα πιο επικίνδυνο μέρος; Αγαπάτε κι εσείς την ευθύνη πιστεύοντας με όλη σας τη δύναμη πως αν δεν κάνουμε το καθήκον μας στο τέλος της ημέρας το μπράντυ αντί να χαϊδεύει τον οισοφάγο θα στρώνει ύπουλα το έδαφος για την επάρατη νόσο;»

... ήταν μερικά από τα ερωτήματα που ήθελα να κάνω στο Πνεύμα των Χριστουγέννων αλλά δεν έβγαλα κουβέντα καθώς φέτος το φάντασμα του Παρόντος κόλλησε κορωνοϊό, του Μέλλοντος ανέβαλλε την επίσκεψη του γιατί κανείς δεν θέλει να το σκέφτεται ενώ του Παρελθόντος κρύφτηκε στο πατάρι ώστε να γλυτώσει από την μήνιν του κόσμου.