Κατεβαίνω την Μαυρομιχάλη, βαδίζω στη μέση του δρόμου. Αλλάζω πορεία μονάχα δύο φορές αποφεύγοντας τα διερχόμενα αυτοκίνητα. “Christmas truce” σε έκδοση λοκ ντάουν. Κάποτε φυσικά θα ξεκινήσουν εκ νέου οι εχθροπραξίες μεταξύ των περιπατητών του άστεως και των ιδιοκτητών τετρακίνητων θηρίων που καβαλάνε πεζοδρόμια θυμωμένοι που δεν ορίζουν τις τύχες των ζωών τους σε απόλυτο βαθμό, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άλλωστε. Απλώς εμείς δεν οργιζόμαστε χωρίς λόγο.
Is the cure worse than the disease? διαβάζω σε ένα σύνθημα γραμμένο προ δεκαετίας πάνω σε ένα γκρι τοίχο. «Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ» ψιθυρίζω στα ντουβάρια.
«IMF – Covid-19 μία ανθρώπινη ανημπόρια δρόμος» μου απαντούν εκείνα. Έκανα πως δεν άκουσα ακόμα κι αν το σώμα μου τραντάχτηκε. Ας αναδείξει ο χρόνος νικητές και ηττημένους.
Ποιος απ’ εμάς δεν κουράστηκε από τις προβλέψεις;
Περπατάω κουβαλώντας ένα χαρτί διπλωμένο στη τσάντα μου. Με καλύπτει, δεν με καλύπτει, μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, με καλύπτει, δεν με καλύπτει. Ας μην με καλύπτει. Δε θέλω πλέον να προσέχω τα νώτα μου. Η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι μια ανταρσία ενάντια σε άγραφους νόμους που αποδίδονται σε Θεούς, βασιλιάδες, Σύμπαντα ή ακόμα και ποταμούς σε περίπτωση που επιμένεις να κατοικείς σε ξύλινη παράγκα στα πέριξ του Αμαζονίου. Να πληρώσω επιτέλους για κάτι που έκανα, όχι όπως τότε που δεν σ’ ερωτεύτηκα γιατί προτίμησα να πλαγιάζω στο κρεβάτι συντροφιά με προβλήματα, τα δικά μου και του κόσμου τα οποία ανανεώνονταν ακατάπαυστα με συνεχή scroll down στο Twitter.
Κοντοστέκομαι στη μέση του δρόμου, επιθυμώ σφόδρα να διευρύνω τα σύνορα της επικράτειας του εφήμερου με σύμμαχο το κινητό μου. Κλικ κλικ.
«Κι εγώ την ίδια δουλειά κάνω, σας καταλαβαίνω...»
θα μου πει μια κυρία καθώς περνά από μπροστά μου ενώ φωτογραφίζω, περπατούσε κι αυτή καταμεσής του άδειου δρόμου. Δεν την καταλαβαίνω. Η μάσκα μου είναι ελαφρώς κατεβασμένη αλλά τζίφος, το χαμόγελο μου σκουντουφλάει στο πανί. Χαμογελούν άραγε οι μύτες μας; Να τις βλέπουν οι φοβισμένες κοπέλες που δεν πρόφτασαν να αντικρύσουν τα πυρωμένα βλέμματα μας. Εγώ πάλι δεν φοβάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο τον πόλεμο.
Θέλω να τρέξω ξοπίσω της, να της φωνάξω από μακριά:
«Συγγνώμη κυρία, με ακούτε, συγγνώμη, μια ερώτηση να κάνω μονάχα, τι δουλειά κάνετε; Αναρωτιέμαι αν είστε συλλέκτης στιγμών. Εραστής του ωραίου μήπως; Σκοπεύετε να βρείτε τρόπο να αιχμαλωτίσετε την αλήθεια με όπλο μια απόχη ώστε να την χαρίσετε άνευ ανταλλάγματος; Αγωνιάτε κι εσείς πως αν δεν κρατήσετε αναλλοίωτη μέσα στη ψυχή σας την ομορφιά (που κάποτε φανερώθηκε αποκλειστικά σε εσάς) επειδή λιγοψυχήσατε, ή ακόμη χειρότερα, αδιαφορήσατε για εκείνην, ο κόσμος θα γίνει εξαιτίας σας ένα πιο επικίνδυνο μέρος; Αγαπάτε κι εσείς την ευθύνη πιστεύοντας με όλη σας τη δύναμη πως αν δεν κάνουμε το καθήκον μας στο τέλος της ημέρας το μπράντυ αντί να χαϊδεύει τον οισοφάγο θα στρώνει ύπουλα το έδαφος για την επάρατη νόσο;»
... ήταν μερικά από τα ερωτήματα που ήθελα να κάνω στο Πνεύμα των Χριστουγέννων αλλά δεν έβγαλα κουβέντα καθώς φέτος το φάντασμα του Παρόντος κόλλησε κορωνοϊό, του Μέλλοντος ανέβαλλε την επίσκεψη του γιατί κανείς δεν θέλει να το σκέφτεται ενώ του Παρελθόντος κρύφτηκε στο πατάρι ώστε να γλυτώσει από την μήνιν του κόσμου.
No comments:
Post a Comment