Πέμπτη, 25 Φλεβάρη, 22:00. Διονυσίου Αεροπαγίτου έρημη. Σχεδόν. Βλέπω δύο νεαρούς και έναν σκύλο. Δεν κάνει καθόλου κρύο, ούτε ζέστη φυσικά. Καιρός αδιάφορος, σαν και τις νύχτες μας. Περπατώ και το μυαλό μου ταξιδεύει – τι άλλο να κάνει όταν η πόλη μετά τις 21:00 θυμίζει πλέον Αλκατράζ;
Θυμάμαι ένα κρύο βράδυ στο τέλος του φθινοπώρου του 2013, νύχτα με πάχνη. Περπατούσαμε αγκαζέ στην Αεροπαγίτου, πθανόν εκ των ωραιότερων περιπάτων του κόσμου, όταν ξεχώρισα στο βάθος έναν κύριο με γκρίζο μαλλί χωρίστρα στο πλάι, εντυπωσιακή μακριά blue black καμπαρντίνα, γκρι κασκόλ ριχτό από πάνω. Το βάδισμα του ήταν σταθερό και αγέρωχο, αποφασιστικό και ήρεμο. Έμοιαζε με σταρ του σινεμά, με κατάσκοπο από το κρύο, κι ότι άλλο βάζει ο νους τέτοιες στιγμές τελοσπάντων – πάντως δεν ήταν λόκαλ.
Μας περιεργάστηκε με γνήσιο ενδιαφέρον, προτού μας προσπεράσει ο... Jonathan Coe, a true Englishman! Βεβαιώθηκα ότι επρόκειτο για τον ίδιο, όταν googlαρα αργότερα το όνομα του, επρόκειτο να παρουσιάσει το τελευταίο του βιβλίο στην Αθήνα το επόμενο βράδυ.
Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από το 2005 όταν είχα βρεθεί σε μία παρουσίαση ενός βιβλίου του στην Αθήνα, και δεκατέσσερα χρόνια από το 1999 όταν διάβασα το “What a Curve Up!”. Ένα βιβλίο που δεν μου άλλαξε τη ζωή, μονάχα όσοι σ’ ερωτεύονται και όσοι σε μισούνε μπορούν να φέρουν ανάποδα τον κόσμο σου, το μυθιστόρημα του ωστόσο μετατόπισε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον.
Εν συντομία, μετά το «Τι Ωραίο Πλιάτσικο!» σταμάτησα να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για το τι συνέβη κάθε φορά που ο John συνάντησε την Mary, με απασχολούσαν πλέον περισσότερο τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της Margaret Thatcher στην Αγγλική κοινωνία, μιας κάποιας Thatcher τελοσπάντων, και οποιουδήποτε κοινωνικοπολιτικού προτάγματος σφράγισε καθοριστικά την συλλογική μας ύπαρξη.
Είναι τέλος του χειμώνα του 2021, κοντοστέκομαι επί της Αεροπαγίτου στο ύψος του Ηρωδείου, ένα spooky feeling με κυριεύει δεδομένης της νέκρας γύρω μου· την ίδια ώρα, ένα ακόμη ωραίο πλιάτσικο σαρώνει τις επιθυμίες μας.
*
Έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Θησείο μια ομάδα νεαρών με μπλουζάκια με στάμπα «Δείπνο Αγάπης» στέκονται έξω από δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα με ανοιχτές τις πόρτες, η μουσική των Massive Attack ξεχύνεται στο χώρο. Ένας άστεγος κάθεται σε ένα πεζούλι και τρώει.
Μπαίνω Ψυρρή, τα φωτισμένα στενάκια είναι άδεια από ανθρώπους και σκουπιδάκια. Στέκομαι έξω από τη Death Disco για τσιγάρο στα όρθια, 80’s electro pop από ένα ανοιχτό γειτονικό take away φαγητάδικο, γεμίζει το χώρο, αναστηλώνει πρόσκαιρα τα όνειρα μου. Δύο γάτες συνευρίσκονται ερωτικά, τα σεξουαλικά ουρλιαχτά τους μοιάζουν να έρχονται μέσα από το κλειστό club. “Let's get physical, physical, I wanna get physical, Let me hear your body talk, your body talk…” ακούγεται ξαφνικά η φωνή της Olivia Newton John. Τριγύρω ψυχή.
That was a good one!
Μουσική ακούγεται δυνατά και έξω από «Τα Σερμπέτια στου Ψυρρή», ελαφρολαϊκά της δεκαετίας του ’60 σε μία νύχτα διόλου ανάλαφρη. Η ιδιοκτήτρια της επιχείρησης κάθεται στο τραπέζι δίπλα από την τζαμαρία σκυμμένη μπροστά από ένα πάκο χαρτιά. Δεν σηκώνει κεφάλι.
Στην Αθηνάς, η αβάσταχτη βαρύτητα του είναι της πανδημίας διαταράσσεται από τη beatάτη μουσική που ακούγεται παραμορφωμένη μέσα από ένα λευκό αυτοκίνητο. Οδηγός και συνοδηγός βγάζουν κραυγές επιφωνηματικού χαρακτήρα μέσα απ’ τα ανοιχτά τζάμια, φαίνονται πιωμένοι – πρόκειται για μια απελπισμένη, ομολογουμένως διασκεδαστική, για μια βραδιά σαν κι αυτήν τουλάχιστον, αναπαράσταση του προ-πανδημικού Saturday Night Κάγκουρας Fever.
Τρακάρω εκ νέου με το mobile unit που παρέχει σίτιση σε αναξιοπαθούντες του κέντρου της πόλης, πρώτα στην Βαρβάκειο, κι έπειτα στην πλατεία Κοτζιά. Βγαίνουν από τα αυτοκίνητα, κατευθύνονται προς δύο ναυάγια. Εις μάτην, προέχουν τα φιξάκια τους.
Στην πλατεία Ομονοίας με σταματά ένα ζευγάρι Αράβων. Εκείνη φοράει ένα πολύχρωμο τσαντόρ, ο φίλος της μου δείχνει μια διεύθυνση στο κινητό του - broken English for a broken future. Αναζητούν ένα διανυκτερεύον φαρμακείο κάπου στα Εξάρχεια. Δε δείχνουν να βιάζονται, ούτε να αγχώνονται, χαμογελούν, σουλατσάρουν.
Βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πρωταγωνίστρια του “Pari,” της ταινίας που παρακολούθησα μόλις το προηγούμενο βράδυ. Στην ταινία του Siamak Etemadi μια Ιρανή γυναίκα αναζητεί απελπισμένα στα Εξάρχεια, και αλλού, τον αγνοούμενο γιο της.
“He was happy” θα απαντήσει στη μητέρα, λίγο πριν το τέλος της ταινίας, μια σεξεργάτρια, λύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το μυστήριο της αναπάντεχης εξαφάνισης του νέου Ιρανού. “He was happy” μακριά από το Ιράν, μακριά από την οικογένεια του, μακριά γενικώς.
As for us, nowadays, nothing seems far away enough out of this mess.
No comments:
Post a Comment