Φωτόσπαθο
Η οδοντόπαστα από τον εφιάλτη του Σεφέρη έγινε στις μέρες μας φωτόσπαθο, όπως μεταφράστηκε, με παιγνιώδη και ευφάνταστο τρόπο είναι η αλήθεια, η λεντοταινία, το LED φως, δηλαδή που φώτιζε για λίγες μέρες την βόρεια κλιτύ του βράχου κατά τη διάρκεια της συντήρησης του ανελκυστήρα του αρχαιολογικού χώρου, το τελευταίο στην σειρά, μέχρι το επόμενο, αρνητικό σχόλιο για το ασανσέρ, δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση.
Όλα ξεκίνησαν, θα έλεγε κανείς, όταν εκείνοι οι φιλοπερίεργοι περιηγητές ξεκίνησαν να επισκέπτονται την εγγύς Ανατολή στα τέλη του 18ου αιώνα...
***
«Εξαρχής το ελληνικό κράτος δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε μια σειρά εκσυγχρονισμούς και με άξονα τις ξένες αρχαιολογικές σχολές. Είναι σαφές ότι αυτές οι αποστολές έχουν κι έναν πολιτικό ρόλο, εκτός από τον πολιτισμικό, συνδέονται με τις πολιτικές των κρατών, αυτές οι πολιτικές, απ’ την πλευρά των ξένων σχολών, σχετίζονται με τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής, εν μέρει και εθνικής τους ταυτότητας. Για την πλευρά του ελληνικού κράτους, πάλι, οι πολιτισμικές στρατηγικές του αναπτύσσονται προς την κατεύθυνση ιδιοποίησης του κλασικού πολιτισμού, στοχεύουν δηλαδή στην ενίσχυση και στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Συνεπώς, θεωρούμε ότι οι πολιτικές στρατηγικές προέρχονται και απ’ τις δύο πλευρές: και από τις «ξένες δυνάμεις» και από το ελληνικό κράτος, το οποίο επίσης στοχεύει στη διαμόρφωση μιας νεωτερικής εθνικής ταυτότητας, με όρους εθνικούς, συγχρόνως όμως και οικουμενικούς.
Δεν υπάρχει δηλαδή εδώ η λογική ότι κάποιος είναι το θύμα και κάποιος είναι ο θύτης.
Έχει ενδιαφέρον, επίσης, το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές, ανάλογα με τη χρονική περίοδο στην οποία εστιάζουμε, παίρνουν και διαφορετική μορφή. Αρχικά, είναι κάπως ασυστηματοποίητο αυτό το ενδιαφέρον και έχει τη λογική μιας πρώτης χαρτογράφησης –αναφέρομαι στα μέσα του 18ου αιώνα– μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου, εκεί θα ενέτασσα και τους περιηγητές.
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους διαμορφώνει τους όρους ώστε αυτό το ενδιαφέρον να αποκτήσει έδρα – και τη θέλουν αυτήν την έδρα, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα της αυτοψίας, που είναι μία εξαιρετικά σημαντική συνθήκη.
Ο Φουκώ ορίζει τις «ετεροτοπίες» ως τόπους έξω από όλους τους τόπους, η Λεοντή προτείνει να δούμε την κλασική Ελλάδα ως ετεροτοπία: ως μια περιοχή που βρίσκεται μακριά από τα ισχυρά δυτικά κράτη, αλλά στη συλλογική φαντασία των δυτικών κοινωνιών είναι η γενέτειρά τους, μια περιφέρεια γνωστή στη Δύση ως «Ελλάς». Όμως το «Ελλάς» μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί είναι η κλασική αρχαιότητα.
Είναι ο τόπος ο ξένος και λίγο εξωτικός, ο οποίος, όμως, μπορεί να λειτουργήσει ή λειτουργεί, στο συλλογικό δυτικό φαντασιακό ως η μήτρα τους, η γενέτειρά τους. Οπότε, έχουν όχι μόνο έχουν το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να γυρίσουν, να αναζητήσουν και να συγκροτήσουν την ταυτότητά τους με βάση αυτήν τη γενέτειρα».[1]