18.4.08
O Ignacio Ramonet στην Αθήνα.
7.4.08
Στην Ελλάδα του... 447 π.Χ.
Η πολύκροτη ιστορία με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης και την ενδεχόμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων που εμποδίζουν την απευθείας οπτική σύνδεση του κοινού, από ένα (μικρό)[1]
κομμάτι του μουσείου προς τον Ιερό Βράχο (και όχι τον Παρθενώνα), είναι μια υπόθεση η οποία μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για την αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα, όσον αφορά την πολιτιστική διαχείριση.
Η ύπαρξη ενός σημαντικού πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο στα αρχαία χρόνια, έχει κληροδοτήσει το σύγχρονο Ελληνικό κράτος με έναν πολιτιστικό θησαυρό ο οποίος του αποφέρει κέρδος και διεθνή αναγνώριση. Η προσπάθεια να αναδειχθεί αυτή η πολιτιστική κληρονομιά είναι απολύτως λογική· ποιο είναι όμως το πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας? Εκτός από τον ήλιο, τη θάλασσα και το ξέφρενο γλέντι στα νησιά του Αιγαίου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υπάρχει οτιδήποτε άλλο? Μετά το ούζο, το φραπέ και την καθιερωμένη επίσκεψη στο Ψυρρή - για μια γεύση τυποποιημένου, φολκλόρ ελληνικού γλεντιού -, τι μένει να δει ο... Γιαπωνέζος?
Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με το ειδικό βάρος της Ακρόπολης ως τουριστικού αξιοθέατου και μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς έναντι της πολυκατοικίας του Β. Κουρεμένου επί της Διονυσίου Αεροπαγίτου, είναι εντελώς άστοχο. Εξαίρετο δείγμα νεότερης αρχιτεκτονικής (Art Deco), η πολυκατοικία του Κουρεμένου συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 113 έργα που αντιπροσωπεύουν την ελληνική αρχιτεκτονική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.[2] Μικρή σημασία όμως έχουν οι ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με την αρχιτεκτονική -και κατά συνέπεια πολιτιστική- αξία του συγκεκριμένου κτιρίου. Η ουσία του ζητήματος είναι άλλη: η «μουσειακή» αντίληψη περί πολιτισμού στην Ελλάδα πρέπει να πάψει. Σε μια από τις χειρότερες πανευρωπαϊκά πόλεις, όσον αφορά την αρχιτεκτονική της σπουδαιότητα και καλαισθησία, η κατεδάφιση ενός τέτοιου κτιρίου είναι προκλητική.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει κάποτε, αστειευόμενος, ότι θα πρέπει να γκρεμίσουμε την Ακρόπολη για να πάει μπροστά αυτός ο τόπος. Μέσα στην υπερβολή της, αυτή η δήλωση αναδεικνύει την πραγματικότητα· μια χώρα δέσμια της αρχαίας κληρονομιάς της· μια χώρα πολιτιστικά - και όχι μόνο, φυσικά – οπισθοδρομική και συντηρητική· τέλος μια χώρα που επέλεξε να βολευτεί με μια ψευδαισθητική, μεταφυσική σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, βάλσαμο για την σύγχρονη ανυπαρξία της.
Η ίδια η ιδέα σχεδιασμού του μουσείου, είναι προβληματική. Η μοναδικότητα του, λέει ο αρχιτέκτονας του μουσείου Μπερνάρ Τσουμί, έγκειται στο ότι «Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι το μόνο Μουσείο το οποίο αφορά την αλληλεπίδραση. Είναι εκεί για να δείξει και τι υπάρχει έξω από αυτό, προς τα μέσα. Είναι το πρώτο Μουσείο το οποίο διαδραματίζει έναν τέτοιο ρόλο».[3] Επίσης το ουσιώδες για τον Μπ. Τσουμί είναι ο «διάλογος ανάμεσα στο Νέο Μουσείο και την Ακρόπολη»: «Οταν στέκομαι στον εξώστη του Μουσείου και ατενίζω αναρωτιέμαι αν θα πρέπει ο διάλογος να είναι ανάμεσα σε δύο μέρη ή αν θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά τα δύο κτίρια του 1930. Μήπως πρόκειται για μια θορυβώδη παρέμβαση»;[4]
Το ψέμα έγκειται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται περί διαλόγου αλλά μονολόγου· το μουσείο στέκει βουβό μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του Παρθενώνα και αυτομάτως μετατρέπεται σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο με θέα· με το γυαλί να κυριαρχεί - στην προσπάθεια του να εκμεταλλευτεί το «μοναδικό» Αττικό φως - το μουσείο μοιάζει να αναπαράγει τα καθιερωμένα: Ελλάδα, η χώρα του φωτός - κυριολεκτικά και μεταφορικά -, Ελλάδα η χώρα του μεγάλου αρχαίου πολιτισμού.
Όλη αυτή η προσπάθεια δεν στερείται λογικής. Η Ακρόπολη, ως ανεκτίμητο κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μπορεί να αναδειχθεί εκ νέου σε τουριστικό προϊόν πρώτης προτεραιότητας. Η ουσία ωστόσο, βρίσκεται αλλού: οι τουρίστες - είναι αυτονόητο - θα αναζητήσουν και κάτι άλλο• κάτι που να αναδεικνύει το παρόν, κάτι που να δηλώνει την ομορφιά και τη σπουδαιότητα του σήμερα, σε πείσμα του χθες.
Μόλις λοιπόν ξεμεθύσουν από τη μυρωδιά του ούζου, με καθαρό μυαλό πλέον, κοιτώντας ολόγυρα τους, θα συνειδητοποιήσουν το προφανές: Ελλάδα η χώρα των Θεών του Ολύμπου (η εξειδανικεύση του παρελθόντος), Ελλάδα η χώρα που οι Θεοί εγκατέλειψαν (ο ρεαλισμός του παρόντος)…
[1] http://www.thewebcoders.com/history.htm Τα διατηρητέα δεν κλείνουν τη θέα προς το βράχο της Ακρόπολης από την αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα του ΝΜΑ, που έχει πάρει κατά παρέκκλιση ύψος για το σκοπό αυτό. Από το επίπεδο του εστιατορίου φαίνεται άνετα ο Παρθενώνας, όλο το τείχος, και μεγάλο μέρος του βράχου. Μόνο από την άκρη της υπαίθριας εξέδρας εστιατορίου εμποδίζεται ουσιαστικά η θέα.
31.3.08
Νίκος Γκάλης: μια διαφορετική προσέγγιση ενός μύθου
22.3.08
Βία.
Η βία, ανέκαθεν, ήταν ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο. Ταμπού για την Αριστερά αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, είναι ένα διαχρονικό θέμα για αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Καντ, είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, ενώ κάθε ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής (από τον Φρόιντ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι) αντιμέτωπισε τη βία ως μια υπαρκτή πραγματικότητα. Εντούτοις, η διαφορά από τη θεωρητική ανάλυση του φαινομένου με τον αντίκτυπο που φέρει μια πράξη βίας στον ψυχισμό του ανθρώπου, είναι το σημείο το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού.
Ειδικότερα στο θέμα της βίας ως πράξη εξέγερσης και εναντίωσης, τα πράγματα είναι επίσης περίπλοκα. Η βία ως μέσο απορρύθμισης μιας δεδομένης κατάστασης πραγμάτων, σίγουρα έχει κάποια χρησιμότητα. Εν προκειμένω, στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος με την καταπίεση και την αδικία να λειτουργούν ως κύρια συστατικά της παντοδυναμίας του, μια πράξη βίας που επιφέρει αναταραχή και αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο, σαφέστατα έχει νόημα. Είναι ωστόσο η θεσμοποίηση της βίας που ελλοχεύει έναν κίνδυνο· να καταστεί αυτού του είδους η βία σε μια ιεροτελεστία άνευ ουσίας. Η «κοινωνία του θεάματος» παραμονεύει και με την πρώτη ευκαιρία την συσκευάζει σε τηλεοπτικό προϊόν άμεσης κατανάλωσης: οι τηλεθεατές την καταναλώνουν με βαριά ψυχή και κατόπιν τη χωνεύουν με μια είδηση που αναδεικνύει την εθνική ομοψυχία.
Η θεσμοποίηση της βίας μέσω των καθιερωμένων επεισοδίων σε πορείες και λοιπές εκδηλώσεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί μια απολύτως υγιή έκφραση δυσαρέσκειας· από την άλλη, το κύμα βίας που ξεσπά π.χ. σε μια αντιπολεμική πορεία, δεν είναι απαραίτητα στο σύνολο του «πακεταρισμένο» από πριν. Σε τέτοιου είδους ακραίες συνθήκες με την καταστολή των γκλομπς και των χημικών να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια την διαδηλωτών, πολλές φορές η έκλυση της βίας έχει τη μορφή μιας άμεσης, αυθόρμητης και λυτρωτικής αντίστασης.
Η μονολιθική σκέψη όμως που θέλει την αντίσταση να εκφράζεται μονάχα μέσω των μολότωφ, είναι παραπλανητική. Η απαίτηση να οπλιστεί το χέρι καθενός, είναι παράλογη και εκβιαστική. Η ευρύτητα της δράσης ενάντια στην απολυταρχικότητα και την πίεση για προσαρμογή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί· οι ρωγμές ενός διάτρητου καπιταλιστικού συστήματος είναι πολλές και η δυνατότητα να διαχέονται ριζοσπαστικές ιδέες και αντιλήψεις διαμέσου αυτών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Το γεγονός ότι αυτές καταλήγουν συνήθως στα σκουπίδια, ανάμεσα στους τόνους ανοησίας που μας περικλείει, είναι ένα άλλο θέμα.
Η άρνηση της υφιστάμενης πραγματικότητας παίρνει πολλές μορφές και μια θεωρητική σύμπραξη τους, μοιάζει αναγκαία. Από καλλιτέχνες που δρουν στο περιθώριο και πυροδοτούν αντιδράσεις με το έργο τους μέχρι αυτούς που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και από «αλλοπαρμένους» που προσβάλλουν τα μικροαστικά ήθη με τον τρόπο ζωής τους μέχρι αυτούς που ξημεροβραδιάζονται με τον Φουκώ και τον Μπάροουζ, ο δρόμος της υπέρβασης γνωρίζει πολλά μονοπάτια. Είναι αυτονόητο, ότι αν η άρνηση δεν μετουσιωθεί σε κάτι γόνιμο και δημιουργικό, αν δηλαδή το σπέρμα της αμφιβολίας δεν γονιμοποιηθεί σε στέρεα κριτική, δεν καταφέρνεις (σχεδόν) τίποτα· η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του όρου και της λειτουργίας του αντιεξουσιαστή, με σκοπό την αντικατάσταση του με αυτόν του ελευθεριακού (η φαντασία στην αντι-εξουσία, δηλαδή), μοιάζει επιτακτική.
Συμπερασματικά: Από το «νησί» του Ψυρρή κατά τις βραδινές ώρες, με τη φυσική βία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «ψυχαγωγίας» των επισκεπτών έως την ψυχολογική βία των δελτίων ειδήσεων, με το αόρατο χέρι της εξουσίας να προσγειώνεται άκομψα στο σβέρκο των φιλήσυχων τηλεθεατών βουλιάζοντας τους λίγο πιο βαθιά στον καναπέ, η βία είναι μονίμως παρούσα· η βία είναι... βίος και όποιος το αρνείται αυτό, εθελοτυφλεί.
13.3.08
Infotainment: ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι ή μήπως... κάρβουνο;
Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Η πληροφορία βρίσκεται παντού, διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνικής σφαίρας και το να ξεφύγεις από αυτή μοιάζει απίθανο. Η ογκώδης συσσώρευση τόνων πληροφορίας στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν μπορεί παρά να μπλοκάρει τις διαδικασίες της σκέψης. Μια σειρά παράγοντες συντελούν στην παντοδυναμία της πληροφορίας στην εποχή μας.
Η ματαιοδοξία του ανθρώπου, διαχρονική όσο και η επιθυμία του για εξουσία, τον μετατρέπουν σε ένα αδηφάγο τέρας: έτοιμος να καταβροχθίσει οτιδήποτε του προσφέρεται, και δίχως να συνειδητοποιεί το πλεόνασμα από junk food του χείριστου είδους που καταναλώνει, βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα χώνεψης. Η ανάγκη αυτοπροβολής και η δίψα του για υπεροχή διαμορφώνουν μια σκέψη δυσκοίλια και η γνώση, γυμνή από κάθε κριτική διάσταση καθίσταται άχρηστη και περιττή.
Η αδυναμία συγκρότησης μιας ενιαίας προσωπικότητας σε ένα μοντέλο ανθρώπου πολυσυλλεκτικό και πολυδιασπασμένο, ενισχύει την αβασάνιστη αποδοχή της υπερ-πληροφόρησης. Αναζητώντας παντού μικρά κομματάκια για να συνθέσει το άλυτο παζλ της διαμόρφωσης ενός συνεκτικού και όσο το δυνατόν αυτόνομου Εγώ, μετατρέπεται σε ένα τέλειο αγωγό στην ανεξέλεγκτη διάχυση πληροφορίας που συντελείται στο κοινωνικό πεδίο.
Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια να ξεδιπλώσει την πολυσύνθετη απεραντοσύνη του εσωτερικού κόσμου του, ο μοντέρνος άνθρωπος καταπιάνεται ευκαιριακά με πολλά και διάφορα με την ελπίδα ό,τι όλα αυτά θα τον οδηγήσουν σ’ αυτό που πραγματικά αποζητεί: να κατανοήσει ποιος είναι. Οι ανάγκες της αγοράς για έναν πολυπράγμονα άνθρωπο-καταναλωτή με εντυπωσιακό βιογραφικό, τον οδηγούν από σεμινάριο σε σεμινάριο· στα μονοπάτια της αντι-εξειδίκευσης η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει, ο άνθρωπος εξακολουθεί να νοιώθει μετέωρος.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η πληροφορία καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτή προσλαμβάνεται, έχει υποστεί μια μετάλλαξη. Ο όρος «infotainment» που έχει επικρατήσει μας δίνει το περίγραμμα για να αντιληφθούμε ορισμένα πράγματα. Η πληροφορία πλασάρεται σε όρους θεάματος και κατά συνέπεια καταναλώνεται με τρόπο ...θεαματικό. Ένα παράδειγμα: παρακολουθώντας ένα ντοκυμαντέρ για τον κόσμο των ζώων όπου θα έπρεπε να περιγράφονται οι συνήθειες τους με βάση τα ένστικτα τους -ελλείψει λογικής- η προσπάθεια που γίνεται να ενδιαφερθεί ο τηλεθεατής γίνεται με μέσα άστοχα και παράλογα. Προσδίδοντας μια συναισθηματική προσέγγιση (με την βοήθεια υποβλητικής μουσικής και ανόητων σχολιασμών) στον τρόπο με τον οποίο τα ζώα συμπεριφέρονται το ένα στο άλλο (νοιώθεις πως τα ζώα «διαχείριζονται» τα πράγματα με τρόπο... μελό), προσπαθώντας με άλλα λόγια να κάνουν πιο ελκυστικό το προϊόν τους στον αποχαυνωμένο τηλεθεατή, διαστρέφουν την αλήθεια. Η μάνα-λύκαινα θυμίζει μάνα τηλεοπτικής σαπουνόπερας και ο σουρεαλισμός κάνει την επανεμφάνιση του κατά τρόπο, τουλάχιστον διαστροφικό.
Η «κοινωνία του θεάματος» όμως, έχει διαταράξει τη σχέση της με την αλήθεια εδώ και καιρό. Η ουσία μιας είδησης συνήθως παραμένει μυστική από το δέκτη, μιας και αυτός γρήγορα περνά στην επόμενη. Η Αριστερά αναλώνεται σε μια καταμέτρηση των αδικιών ανά τον κόσμο, μα δεν τολμά να προχωρήσει σε ουσιαστικές αναζητήσεις των αιτιών· το δυναμικό κομμάτι μιας νεολαίας που αντιστέκεται, αδυνατεί να συλλάβει πολλές παραμέτρους των προβλημάτων που την απασχολούν. Η συσσώρευση όγκου πληροφορίας για τα δεινά που μας ταλανίζουν, δίχως την λύτρωση που επιφέρει η κοπιαστική αναζήτηση στα έγκατα του πυρήνα της αλήθειας (με άλλα λόγια η επίμονη μελέτη), καταντά αφόρητη. Η απολιτίκ γενιά συναντά την απαισιόδοξη (εν δυνάμει καταθλιπτική) και το αποτέλεσμα είναι μηδέν εις το πηλίκο. Η αλήθεια ανέκαθεν ήταν ένα ακανθώδες και περίπλοκο ζήτημα, μα η αδιαφορία γι’ αυτήν είναι που θέτει το πρόβλημα σε ένα άλλο επίπεδο το ύψος του οποίου, φαντάζει δυσθεώρητο...
19.2.08
Ο Paul Thomas Anderson και ο Daniel Day-Lewis στην Αθήνα.
Ο Anderson είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης (από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Αμερικάνους) και το σύνολο των προηγούμενων ταινιών του στέκεται σε υψηλά επίπεδα. Αγαπάει πολύ το σινεμά και προφανώς έχει μελετήσει όλους τους κλασικούς. Εντούτοις, στις ταινίες του απουσιάζει το στοιχείο που θα τις απογείωνε σε ένα άλλο επίπεδο· ενόσω περιγράφει (με αριστοτεχνικό τρόπο) το πώς, ξεχνάει να αναρωτηθεί το γιατί. Παρόλα αυτά, όντας συνεπής και παθιασμένος, αφοσιωμένος στην 7η τέχνη μακριά από μόδες και φθηνούς εντυπωσιασμούς, είναι ένας πολύ αξιόλογος σκηνοθέτης. Οι πολύ καλές ερμηνείες που αποσπά από όλους –ανεξαιρέτως- τους ηθοποιούς (ακόμα και του Tom Cruise!) είναι ενδεικτικό στοιχείο της αξίας του.
9.2.08
Κατασκεύαζοντας συναίνεση: Από τον εκβιασμό στην... αβάσταχτη ελαφρότητα του lifestyle
Τρομακτικό επίσης είναι το γεγονός ό,τι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των συγκεκριμένων μέτρων (η πλειοψηφία των Αμερικανών ούτως ή άλλως δέχτηκε να θυσιάσει προσωπικές ελευθερίες για το... καλό της πατρίδας). Το όλο θέμα έχει να κάνει με την πλήρη «προσαρμογή», με μια υποδούλωση βάρβαρη, που κερδίζεται εκβιαστικά. Για το καλό της πατρίδας λοιπόν, για τη σωτηρία του Έθνους, σκάσε και υπάκουσε· ειδάλλως... «ήδη είσαι ένας εχθρός του Συντάγματος».[2]
Η «κοινωνία του θεάματος» έχει επιτύχει το στόχο της. Η συναίνεση έχει κατακτηθεί και αυτός που αμφισβητεί έχει πάρει τη μορφή του αποδιοπομπαίου τράγου. Το να αμφισβητήσεις την αξία και τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, πόσο μάλλον να αρνηθείς να γευτείς την ηδονή των καρπών της, μεταφράζεται ως πράξη ακατανόητη και παράλογη, ως μια πράξη απελπισίας και απόγνωσης. Το lifestyle μετατρέπει κάθε προϊόν σε ένα δώρο που δεν πρέπει να αρνηθείς και οι αγγελιοφόροι του (κριτικοί και λοιποί διαφημιστές) σε προστάζουν να το ξετυλίξεις μονομιάς. Ο Λόγος των «ειδικών» περιορίζεται σε κατηγορικές προσταγές του τύπου: "Μη το χάσεις!", "Πρέπει να πας!" "Άκουσε το!" και ο ενοχικός καταναλωτής γίνετε χίλια κομμάτια για να ικανοποιήσει όλα τα γούστα που δεν ήξερε ό,τι είχε, αλλά οφείλει να αποκτήσει.
Το μόνο που του μένει λοιπόν, είναι να προσπαθήσει να ξεχάσει τη θλίψη του. Κάπως έτσι καταλήγει δέσμιος μιας ψευδαισθητικής φαντασίωσης ευημερίας και ευεξίας, ευγενική προσφορά της σαρωτικής επέλασης του lifestyle. Στην ουσία μια προβολή του συλλογικού υποσυνείδητου ενός πληθυσμού στα όρια της κατάρρευσης, το lifestyle αντικατοπτρίζει την επιθυμία του μοντέρνου άνθρωπου να κολυμπήσει στα ρηχά. Βάλσαμο και γιατρειά ταυτόχρονα, το lifestyle σηματοδοτεί τη ρήξη με τη σκέψη.
22.1.08
Ψέματα: Από το Λάκη Λαζόπουλο στη... κλοπή του εγκεφάλου της Ulrike Meinhof
ΨΕΜΑΤΑ
Το να λες ψέματα δεν είναι κακό. Αρκεί βέβαια, να το κάνεις όχι προς ίδιον όφελος αλλά για την πλάκα της υπόθεσης. Όπως κάνουν τα παιδιά λόγου χάρη, που αρέσκονται να πλάθουν φανταστικές ιστορίες για να κερδίσουν την προσοχή των γονιών τους, αλλά και γιατί αναζητούν έναν τρόπο να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους· μην έχοντας τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνουν αυτό, απλά λένε ότι τους κατέβει στο μυαλό· ψέματα δηλαδή. Αλλά ψέματα αθώα· ψέματα που αποτελούν προϊόντα μιας αχαλίνωτης και δημιουργικής φαντασίας, προτού αυτή περιχαρακωθεί από τις ατομικές ανάγκες και τις κοινωνικές συμβάσεις και εξοριστεί στο πυρ το εξώτερον.
ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ
Υπάρχουν και άλλου είδους ψέματα όμως. Ψέματα αυτοαναφορικά που χαϊδεύουν το εύθραστο Εγώ του σύγχρονου ανθρώπου και χρησιμεύουν στο χρωματισμό της ναρκισσιστικής, εγωκεντρικής μα συνάμα εξαιρετικά εύθραστης προσωπικότητας του. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα ανάμεσα στα ζώα του ανθρώπινου είδους και εμφανίζονται άλλοτε με έναν μανδύα χαριτωμενιάς και άλλοτε ξιπασιάς. Πρόκειται πάντως για ένα διαχρονικό φαινόμενο με ιστορία χιλιάδων ετών, μιας και είναι πασιφανές ότι στο μάταιο τούτο κόσμο που κατοικούμε, ο καθένας λέει – και κυρίως κάνει – του κεφαλιού του.
ΦΟΒΟΣ
Άλλα ψέματα, πιο επικίνδυνα, είναι αυτά που περιέχουν μια πτυχή της αλήθειας, αλλά παραβλέποντας – πότε σκοπίμως, πότε όχι - τη σχετικότητα και το εύρος της, είθισται να παραπλανούν και να αποπροσανατολίζουν. Τα ναρκωτικά κάνουν κακό (ακούμε συχνά τώρα τελευταία από τους τηλε-ειδικούς) και αξίζει εδώ να αναφέρουμε την τοποθέτηση του ιδαίτερα λαοφιλούς, Λάκη Λαζόπουλου. Αναφέρθηκε λοιπόν, στον τεράστιο κίνδυνο που διατρέχουν τα ελληνόπουλα από την μάστιγα των ναρκωτικών, τονίζοντας παράλληλα ό,τι ο ίδιος δεν είχε ποτέ, ουδεμία σχέση με οποιαδήποτε ουσία. Ευφυής, ειλικρινής και στηλιτευτής της διαφθοράς στα μάτια των απανταχού κλεισμένων στο τσιμεντένιο καβούκι τους Ελλήνων ...οπισθοδρομικών, μα στην πραγματικότητα λαοπλάνος, υποκριτής, σαλτιμπάγκος της εξουσίας· ένα άριστο πιόνι στην αναπαραγωγή των στερεοτύπων, της ηλιθιότητας, του εθνοκεντρισμού. Ένας ψεύτης στην υπηρεσία του ψεύδους που παράγεται και διανέμεται από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων με ευγενικό χορηγό την εξαθλιωμένη ύπαρξη του "homo-consumer". Σίγουρα με το να κάνεις χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν ...τονώνεις τον οργανισμό σου, το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με την κατανάλωση αλκοόλ ή και ...νόμιμων ναρκωτικών (απ’ αυτά που πωλούνται στα φαρμακεία για την αντιμέτωπιση της υστερίας που προκαλεί στις μαμάδες ο φόβος μπροστά στη μάστιγα που απειλεί τα παιδιά τους), σαφώς όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Η πολιτική των απαγορεύσεων από την πλευρά της εξουσίας, ποικίλλει ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε εποχής. Η δαιμονοποίηση των ναρκωτικών (ενώ ταυτόχρονα κατέχουν σημαντικό ρόλο στο «λάδωμα της καπιταλιστικής μηχανής», κάτι καθόλου παράδοξο αν το καλοσκεφτούμε), υπαγορεύεται από τα καπιταλιστικά ήθη και αποτελεί μέρος της πολιτικής του φόβου. Ο Slavoj Žižek περιγράφει γλαφυρά την μορφή της πολιτικής στις μέρες μας· μια πολιτική "στηριζόμενη στο φόβο ως έσχατη δυνατότητα κινητοποίησης"· μια πολιτική όπου "η «πολιτική ορθότητα» είναι η χαρακτηριστική προοδευτική μορφή της "· τέλος, "μια πολιτική που χειραγωγεί τον όχλο: μια τρομοκρατική κινητοποίηση ενός τρομοκρατημένου λαού."[1]
ΑΓΝΟΙΑ
Η αναζήτηση της αλήθειας είναι επίπονη διαδικασία και τα νερά στα οποία λιμνάζει, βρώμικα και θολά. Σε μια εποχή όπου η επιστήμη έχει κυριαρχήσει και ο ορθολογισμός διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, η αναμενόμενη (σε όρους νεανικής επιπολαιότητας, ας μη ξεγελιόμαστε) κάθαρση από τα αλόγιστα ψεύδη, δεν έφτασε ποτέ. Η επιστήμη στην υπηρεσία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και στενομυαλιάς σε αγαστή συνεργασία με τα συμφέροντα των κυρίαρχων δυνάμεων, έρχεται να επικυρώσει το ψεύδος.
Αυτό είναι και το πιο τρομακτικό ψέμα απ’ όλα· φέροντας μια επιστημονική σφραγίδα, η ισχύς του μη-πραγματικού, του ψευδούς δηλαδή, πολλαπλασιάζεται. Μια χαρακτηριστική περίπτωση αφορά την ιστορία με την ...κλοπή του εγκεφάλου της Ulrike Meinhof (μέλος της RAF, ακροαριστερή ένοπλη οργάνωση που έδρασε -κυρίως- στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’70, στη Γερμανία). Μετά το θάνατο της λοιπόν (το 1976), της αφαιρέθηκε κρυφά ο εγκέφαλος. Η μελέτη ενός νευρολόγου και του διευθυντή μιας ψυχιατρικής κλινικής (ο δεύτερος συνέκρινε τον εγκέφαλο της με τον εγκέφαλο ενός serial killer) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια εγχείρηση αφαίρεσης όγκου από τον εγκέφαλο στην οποία είχε υποβληθεί σε νεαρή ηλικία η Meinhof, ίσως να οδήγησε στην επιθετική συμπεριφορά της. Για την ακρίβεια, υποστήριξαν ότι υπήρξε ζημιά στο κομμάτι του εγκεφάλου που ευθύνεται για τα συναισθήματα.[2] Όλα αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας το 2002 και με άξονα την επιστημονική ανακάλυψη που «συντελέσθη», έγινε μια προσπάθεια να εξηγηθεί η «παράλογη» συμπεριφορά της.[3] Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός, ότι είχαν αφαιρεθεί και οι εγκέφαλοι των τριών ηγετών της RAF οι οποίοι μελετήθηκαν, αλλά τα ίχνη τους... χάθηκαν κάπου στην πορεία.[4] Είναι προφανές ό,τι η «ευτυχής» συγκυρία της εγχείρησης, έδωσε ένα άλλοθι για μια τερατώδη εξήγηση (βασισμένη σε μια επιστημονική προσέγγιση που θυμίζει Lombroso[5]), των αιτιών που οδήγησαν την Meinhof να εγκαταλείψει την οικογένεια της και μια πετυχημένη δημοσιογραφική καριέρα . Οι Times, σε μια αναφορά τους στο θέμα,[6] καυτηριάζουν την άρνηση των δικηγόρων της Meinhof να συμπεριλάβουν στην υπερασπιστική τους γραμμή την έκθεση του νευρολόγου -που από τότε μιλούσε για εγκεφαλικές βλάβες που την οδήγησαν στις ακαταλόγιστες πράξεις της. "The Left, in other words, would rather have Meinhof bad than mad." Αυτό είναι το ρεζουμέ της δημοσιογραφικής άποψης του συντάκτη των Times και τα σχόλια περριτεύουν…
Σε μια κοινωνία που βρίσκεται μόνιμα στα πρόθυρα ενός "nervous breakdown", ψυχολόγοι, ψυχίατροι και ψυχαναλυτές έχουν τοποθετηθεί στη θέση που κάποτε κατείχε ο μάγος της φυλής, έλεγε ο Φουκό. Το ψεύδος αποκτά στέρεες βάσεις και η αλήθεια. πότε κρύβεται τρομαγμένη κάτω από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή και πότε τεμαχίζεται στις αποστειρωμένες αίθουσες υπερσύγχρονων εργαστηρίων που πασχίζουν να αποκρυπτογραφήσουν το αχαρτογράφητο των ανθρώπινων επιθυμιών.[7] Αυτό που έχει σημασία όμως, είναι ό,τι οι άνθρωποι είναι πάντοτε πρόθυμοι να πεισθούν· να πεισθούν ό,τι όσοι στρέφουν ένα όπλο ενάντια στη κρατική τρομοκρατία είναι ψυχικά ασθενείς· ό,τι τα ναρκωτικά διαφθείρουν τη νεολαία· ό,τι ξαπλώνοντας σε έναν καναπέ... θεραπεύονται, ενώ στην πραγματικότητα απλά ξεκουράζουν το κορμί τους περιμένοντας τη «μαγική συνταγή»· μια συνταγή, τόσο μαγική, ώστε να μπορέσουν ξεχάσουν τα ψέματα...
[7] http://main.uab.edu/show.asp?durki=60790
Άλλες Πηγές:
http://www.iospress.gr/mikro2002/mikro20021207.htm
Photos - Gerhard Richter, October 18, 1977.