Είχα πραγματικά πολύ καιρό να επιχειρήσω μία από εκείνες τις μοναχικές βόλτες στο κέντρο της Αθήνας, κομμάτι αναπόσπαστο μιας άλλης καθημερινότητας που με άφησε χρόνους. Κηδεία δεν της έκανα, μήτε και τα σαράντα. Έφυγε, και τη θέση της πήρε μία άλλη, τόσο απλά.
Χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό μου, η όποια πιθανότητα υπήρχε να εμφανιστεί μπροστά μου ένα «σημάδι» (αλλά «σημάδι» καλό∙ ακόμα θυμάμαι εκείνο τον καμαρωτό άσπρο κύκνο που εμφανίστηκε από το πουθενά σε μια στιγμή ταραχώδους γαλήνης που με βρήκε ξαπλωμένο σε μια βρώμικη αμμουδιά σ΄ ένα ξεχασμένο πρώην βιομηχανικό κομμάτι του Άμστερνταμ) δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια ισχυρή κατάφαση μιας και αφουγκράζομαι μια πραγματικότητα που πάντοτε καλωσορίζει θερμά την όποια έκτατη συμμετοχή παράξενων (ή και μη) «σημαδιών», μια διαδικασία που θα ονόμαζα ‘Welcome to the Science of Signs’.
Η τυχαία συνάντηση με το Θόδωρο Αγγελόπουλο και η θερμή καλησπέρα που του απεύθηνα σε συνδυασμό με αυτήν την - κάπως αδιάκριτη, ή, εντελώς αδιάκριτη κατά Ζίζεκ Ευαγγέλιον - ερώτηση («Πώς είσαι?») που αποσκοπεί να (μη) μάθει τα κέφια ενός προσώπου που δε γνωρίζεις προσωπικά, δεν αποτελεί από μόνο του κάποιο αξιοσημείωτο «σημάδι» (όχι πως δε θα μπορούσε∙ μονό εσύ είσαι ο απόλυτος κριτής αυτής της διαδικασίας).
Με τον κ. Αγγελόπουλο όμως είχαμε προηγούμενα. Υπήρξε μια στιγμή που ήθελα να του πω κάτι, κάτι όχι και τόσο προσωπικό, όσο οικουμενικό. Τον Δεκέμβρη του 2008, στην Αθήνα υπήρξε αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν εξέγερση ενώ κάποιοι άλλοι ανομία ή παραβατικότητα made in Greece. Μιας και τον καιρό εκείνο βρισκόμουν στο εξωτερικό, εγώ το εξέλαβα – μέσες άκρες - ως ένα event (a la Badiou) στο οποίο δεν είχα την τύχη να παραστώ.
Η πίκρα μεγάλη, όση και η αγανάκτηση. Η αγανάκτηση παρέσυρε πολλά στο διάβα της και κατά κύριο λόγο την ορθολογική διαχείριση του χωροχρόνου. Τα deadlines πλησίαζαν απειλητικά και εκείνη η εργασία για την προεκλογική καμπάνια του Obama στα internet έχανε κατά κράτος τη μάχη από το ανελέητο οπτικο-ακουστικό θέαμα που προσέφεραν απλόχερα αγανακτισμένοι νέοι, μπάτσοι, νοικοκυραίοι, ο Πανούσης στο ραδιόφωνο, το Ελληνοφρένεια στο Σκάϊ και πολλοί άλλοι. Αυτά όσον αφορά το χρόνο. Περί του χώρου, η κολοσσιαία αντίθεση μεταξύ της Ολλανδικής προεόρτιας ευδαιμονίας με την άφιξη του Sinterklaas (που δε πάει πουθενά χωρίς τους μικρούς του δουλικούς βοηθούς) και ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα που έμελλε να «φωτιστεί» κατά έναν ιδανικό και ανεπάληπτο τρόπο, πυροδότησε μια σχιζοειδή κατάσταση. Ακολουθεί χαρακτηριστικό παράδειγμα:
(Πάρτυ-συγκεντρωσούλα σε φοιτητικό σπίτι, [13.12.2008], 23:00 μ.μ):
- Now, it’s your turn. Come on, take this baloon (η θεματική της βραδιάς ήταν η κατασκευή περίτεχνων σχημάτων με την βοήθεια πολύχρωμων μπαλονιών. Η διάθεση μου ήταν να πυροβολήσω εκείνα τα μπαλόνια).
- Oh.. well ... ok.. I’ll try to make a gun... we need the guns right now.
Έχοντας πιάσει την κουβέντα με το μοναδικό συμπατριώτη που έτυχε να παρίσταται στην γιορτή των μπαλονιών (τα γεωμετρικά σχήματα και τα ζωάκια επικράτησαν στις προτιμήσεις των συμμετοχόντων), οι λέξεις ξεχύθηκαν χωρίς να με ρωτήσουν και ευτυχώς που τις επανέλαβε και ο σύντροφος (τότε) και έφυγε από πάνω μου όλο το βάρος του πολεμοχαρούς γαβγίσματος μου.
Η πίκρα - παρούσα από την αρχή - με σταδιακή άνοδο της έντασης της όσο περνούσαν οι μέρες, είχε να κάνει με ένα σωρό πράγματα:
- Με τις συνθήκες που γέννησαν τις ταραχές τις οποίες σε τέτοιες στιγμές αντιλαμβάνεσαι πληρέστερα (όχι όσον αφορά το κομμάτι της αντίληψης σου περί της διάστασης του προβλήματος το οποίο προυπήρχε, αλλά όσον αφορά το γεγονός ότι κατά κάποιο τρόπο αυτή η διάσταση σε ρουφάει μέσα της, σε καιρούς σαν και τότε).
- Με τις παράπλευρες απώλειες, π.χ. τη λιγοψυχία κάποιων ή και το reactionary mood κάποιων άλλων, χαμένων στα βιβλία τους μέσα.
- Με την καθόλα φυσιολογική αποκλιμάκωση της έντασης.
- Με την αδυναμία έκφρασης μιας υγιούς (τραμπούκοι), ή πραγματιστικής (εξω-κοινοβουλευτική αριστερά), ή νηφάλιας-στέρεας (αριστερά), πράξης-φωνής-άποψης.
- Με την ύψιστη απώλεια των ημερών για εμένα (και μόνο), την απουσία μου.
Στην πίκρα απάνω και στο μαρασμό που με καταδίκασε η θέαση των γεγονότων εντός των 17 ιντσών της οθόνης του laptop, η «ελπίδα» εμφανίστηκε μπροστά μου –αναγκαστικά (?)- εντός αυτού του παράθυρου με θέα πραγματικότητας. Ήταν η εποχή όπου οι ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου είχαν μπλοκάρει την όποια απόλαυση μπορούσα να αποκομίσω από την θέαση κάποιας άλλης κινηματογραφικής ταινίας, μια εποχή στην διάρκεια της οποίας ανακάλυψα την όποια «ελληνικότητα» μου αναλογούσε ως Έλληνας πολίτης.
Οι ταινίες του ως ένα παράθυρο στην ιστορία, έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον. Είναι όμως και ένα παράθυρο το οποίο μπορείς να ανοίξεις σπάζοντας τα δεσμά που σε καθηλώνουν ως θεατή, εκεί βρίσκεται η ουσία. Ο Θίασος (1974), πέρα από αισθητικό αριστούργημα, είναι μια ταινία στην οποία μπορείς να βρεθείς «μέσα»∙ σε κάποιες στιγμές οι ηθοποιοί στρέφουν το βλέμμα τους στην κάμερα καταργώντας την υλικότητα του βλέμματος της∙ το βλέμμα αυτό, μαζί με εκείνο που ανταλάσσουν οι χαρακτήρες της ταινίας καταργούν -καθιστώντας το ανενεργό, παθητικό- το τρίτο βλέμμα, εκείνο του θεατή.
Η στιγμή που οι ηθοποιοί πλησιάζουν στην κάμερα και μιλούν απ΄ευθείας στο θεατή –σπάζοντας την σεναριακή ροή της ταινίας-, αποτελεί την κορύφωση του «έργου». Το έργο είναι μια συμμετοχική διαδικασία, αν δε συμμετέχεις, η ταινία θα σε ξεράσει κάπου όπου θα μπορείς με την ησυχία σου, είτε να βαυκαλίζεσαι για την θεατρικότητα της ταινίας και την υπέροχη φωτογραφία (και τα δύο αληθή βέβαια, αλλά αλλού είναι το θέμα), είτε να αναζητείς λίγο Βούλγαρη (που είναι και πιο light), στην αδυναμία σου πάνω για προσαρμογή.
Έτσι κάπως λοιπόν, και χωρίς να είμαι απόλυτα ενήμερος της όλης διαδικασίας, καρφώθηκε στο μυαλό μου μια εικόνα από το μέλλον: είναι Χριστούγεννα απόγευμα προς βράδυ, και βρίσκομαι κάπου στα Εξάρχεια όπου και συναντώ τυχαία τον Θ. Αγγελόπουλο (εκεί έχει άλλωστε το γραφείο του). Του λέω (δίνοντας του το χέρι): “κ. Αγγελόπουλε, ευτυχώς που υπάρχετε”. Κατόπιν, φεύγω.
Όπως ήταν αναμενόμενο, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ∙ έτσι σιγά σιγά, ξέχασα και την όλη φαντασίωση (αντίδοτο σε μια εφήμερη θλίψη, προϊόν μιας εφήμερης jouissance).
Απρίλης 2009 (μετά τις 02:00π.μ.): το «σημάδι»:
- “Γι΄ αυτό και είμαι ανάμεσα σε αυτό που θα λέγαμε ελπίδα και πένθος. Ξαφνικά συμβαίνει κάτι. Ένας άνθρωπος σε σταματάει στο δρόμο και σου λέει «ευτυχώς που υπάρχετε» (με σταμάτησε ένας νεαρός τον Δεκέμβρη εδώ απ΄ έξω (εννοεί το γραφείο του) και μου το είπε)”.[1]
Η έκπληξη γρήγορα μετατράπηκε σε χαμόγελο ικανοποίησης∙ μια ικανοποίηση που προήλθε από αυτό το γεγονός που κάνει την εμφάνιση του, αραιά και που. Συνίσταται φυσικά στον απόλυτο συντονισμό, σε μια κατακλυσμιαία σύγκλιση του "μέσα" (ο εαυτός) με το "έξω" (ο άλλος). Η όποια ταύτιση μπορεί να νοιώσεις, φυσικά και είναι παραπλανητική. Με άλλα λόγια, αδιαφορώ πλήρως για την ύπαρξη του άλλου (άγνωστος νεαρός) όπως επίσης και δε δίνω ιδιαίτερη σημασία στο πρόσωπο που αποτέλεσε τον intermediary (Θ. Αγγελόπουλος).
Η ουσία συνίσταται στη στιγμή, στο συμβάν∙ στην αίσθηση οικουμενικότητας που σε καταλαμβάνει για τα επόμενα δεύτερα μέχρι αυτή η ίδια η αίσθηση να καταρακωθεί υπό το βάρος της πραγματικότητας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον έρωτα -το αρτιότερο παράδειγμα που δύναται να αποδώσει εκφραστικά το βίωμα του συμβάντος-, την ύψιστη στιγμή διατάραξης της συμπαντικής αρμονίας διά μέσου της επιβολής μιας άλλης αρμονίας όπου το 2 γίνεται 1.
Ø Ο Ζίζεκ πιστεύει πως love is evil, κι εγώ συμμερίζομαι την άποψη του. Απ’ αυτό το αξίωμα όμως μπορούμε (?) να ξεκινήσουμε την προσπάθεια αναδιάταξης της αξιακής κλίμακας Καλού – Κακού. Ίσως να είναι η ώρα να αποδεχτούμε το Κακό ως το κυρίαρχο αξίωμα σε τούτο τον πλανήτη, να θέσουμε το Κακό ως την κινητήριο-ζωογόνα δύναμη της ιστορίας. Κατά συνέπεια, να τοποθετήσουμε και τον William Burroughs στη θέση που του αρμόζει στην ιστορία του 20ου αιώνα, θέση ηγεμονική.
Η ουσία επίσης βρίσκεται στο «σημάδι»∙ και εκεί είναι που «χωράει» το Καλό. Σε μια συνθήκη εύθραστη και ονειροπόλα, σε κάτι αταξινόμητο που αρνείται επίμονα να αναλυθεί-αποδομηθεί, σε μια «υπόσχεση» που δεν θα εκπληρωθεί, τέλος, σε κάτι που δε θα φανερωθεί μπροστά σου με σάρκα και οστά αλλά θα πρέπει να το νοιώσεις και έπειτα να το φυλακίσεις μέσα σου.
Μαζεύοντας νομίσματα που βρίσκονται πεταμένα στο δρόμο -θεωρώντας το καλό «σημάδι»- δεν κάνεις και τίποτα πρακτικό (ούτε πιο πλούσιος γίνεσαι με τα δύο ή δέκα σεντς, ούτε τα νομίσματα θα μεταμορφωθούν σε πρίγκηπα). Φαινομενικά η όποια πίστη σε «σημάδια» είναι μια πράξη χωρίς λογική.
- Στις πύλες του Άδη, οι νεκροί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν έναν οβολό στον Χάρων προκειμένου να τους μεταφέρει απέναντι με την βάρκα του. Εκείνοι που δεν είχαν (οι άποροι∙ εκείνοι που δε βρέθηκε ένας φίλος ή συγγενής να τους φιλοδωρήσει με ένα νόμισμα κάτω από τη γλώσσα του νεκρού τους σώματος) θα έμεναν στις όχθες του Αχέροντα, καταδικασμένοι να τριγυρνούν εκεί αιώνια.
Κάτι μου λέει πως σκύβοντας να πιάσεις το νόμισμα βλέποντας σ΄αυτό ένα καλό «σημάδι», δε κάνεις τίποτα άλλο από το να βλέπεις ένα «πέρασμα», να δημιουργείς με άλλα λόγια συνθήκες που υπερβαίνουν εμπόδια και δυσκολίες (καθημερινότητα, το νέφος της Αθήνας, ηλίθιους ποδηλάτες με οικολογικές ευαισθησίες στο Άμστερνταμ), και όλα αυτά μέσω μιας αυθυποβολής ευδαιμονίας και ενός ακαταμάχητα παιδικού παιχνιδίσματος με τη Μοίρα, το μόνο που έχουμε για σίγουρο σ΄αυτόν τον πλανήτη (άντε και τη μαλακία που μας δέρνει).
Η παιχνιδιάρικη πίστη για «σημάδια» είναι μονάχα η Θέληση για Ζωή. Οι «άποροι» που θα κοιτάξουν περιφρονητικά αυτόν που κοιτά με χαμόγελο (χαμόγελο παιδιού, όχι μεταμοντέρνο μειδίαμα) ένα λασπωμένο δίφραγκο που κρατά σαν φυλαχτό στην χούφτα του, ίσως και να καταδικαστούν να ανεβοκατεβαίνουν αιώνια την Ερμού σε περίοδο οικονομικής κρίσης.
foto: lindseyy
[1] Συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Αντώνη Περιβολάκη στην “Πυξίδα”. http://camerastyloonline.wordpress.com/2009/04/21/synenteyxi_thodorou_aggelopoulou_stin_pyxida/
No comments:
Post a Comment