12.8.10

Βάρος



• Λοιπόν; Είσαι καλά;

- Γιατί δεν μιλάς, γιατί δεν λες αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που θες να πεις! Γιατί δε μ’ αφήνεις ήσυχη; Χωρίσαμε, δεν χωρίσαμε; Εξαφανίσου, γιατί δεν εξαφανίζεσαι; [...] Με νομίζεις νευρωτική ε; Υστερικιά. [...] Μου ‘χεις φορτώσει τον τρόπο που μιλάς, τον τρόπο που σκέφτεσαι, τις ανασφάλειες σου, τα βιώματα σου, τη μυθολογία σου, είσαι βαρύς, το καταλαβαίνεις? Βαρύς! [...] Όπως τότε που σου΄χα πει ότι πήγα μ’ άλλον, ποτέ δεν το ξεπέρασες. Θεωρίες… θεωρίες… ξέρεις τι είσαι, ένας καταπιεσμένος μικροαστός είσαι, αυτό είσαι!

• Είναι φορές που σκέφτομαι πως αυτή η ιστορία, δεν μπορούσε να ‘ναι καλύτερη.



Εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο (1979), του Νίκου Ζερβού.
________________________________________




 Ο θάνατος σε διπλή έκδοση

Ο πρώτος θάνατος αργός, βασανιστικός, ένας θάνατος εν ζωή  - ο θάνατος του να υπάρχεις αλλά να μην ζεις (να ζεις ως σκλάβος κάποιου μύθου).   

Ο δεύτερος θάνατος αιφνίδιος, βίαιος, «παράλογος», - ένας θάνατος μέσα στην ερημιά που ακολουθεί τον επικήδειο ενός μύθου, ένας θάνατος προϊόν της νεκρικής ακαμψίας του βλέμματος*.
  


*Οι μικροκάμερες των αγγέλων 
 του Ευγένιου Αρανίτση                                                                                                                             
 “Μια φορά κι έναν καιρό, έζησε ένα είδος ανθρώπου για τον οποίο έλεγαν ότι το βλέμμα του σε διαπερνούσε, ότι η ματιά του ήταν τόσο στοχαστική και διεισδυτική ώστε δύσκολα μπορούσες να του κρύψεις αυτό που, αν δεν κρυβόταν, η πεζή επιβίωση θα είχε γίνει ακατόρθωτη. Δυσκολευόσουν να του κρύψεις ειδικά εκείνο που παρέμενε μέσα σου αποσιωπημένο γιατί ανήκε στην τάξη του πόνου, της εγκαρτέρησης και της απελπισίας. Αυτός το γνώριζε και, από ευγένεια, απέφευγε να σε κοιτάξει. Οπότε προτιμούσε να κοιτάζει τη θάλασσα και τα συννεφάκια στον ορίζοντα, και να κάνει προβλέψεις για τον καιρό. Στη γειτονιά του, τον θεωρούσαν «αφηρημένο».

 Ετσι οι άλλοι τον αγαπούσαν ακριβώς επειδή τους έκανε το χατίρι να είναι διακριτικός, και ταυτόχρονα τον φοβόνταν, τον σέβονταν και τον απέφευγαν. Οι ίριδες των ματιών του έδιναν την εντύπωση ότι είχαν πρόσφατα αντικρίσει απόκοσμες όψεις της ταραχής που συντονίζεται κρυφά με τους ρυθμούς της οικουμένης για να την εξοικειώσει με τον θάνατο, και επομένως υπήρχε εκεί το ίχνος ενός αριστοκρατικού μαρασμού, κάτι στωικό και πένθιμο. Αυτός ο τύπος ανθρώπου, που σε κοίταζε φωτίζοντάς σε μελαγχολικά και με μια δόση αυστηρότητας, σαν να σου αποσπούσε τα μυστικά, δεν υφίσταται πλέον.”





No comments:

Post a Comment