7.9.10

Move it baby

Army of One in Trinidad de Cuba : street art without borders


 Αυτό το "on the make than on the move", μου είναι δύσκολο να το ξεχάσω. Το shock της προφεσόρας μου κατά την διάρκεια μιας προφορικής παρουσίασης που έκανα κάποτε (χονδρικά αφορούσε το The marriage of Maria Braun (1979) του Fassbinder και τις εκλεκτικές συγγένεις του τελευταίου με τους πειρασμούς της Αμερικάνικης ποπ κουλτούρας) άλλωστε, ήταν μεγάλο.  
 Μεταφέροντας στην τάξη τα λόγια του σκηνοθέτη, λόγια πικρά κατ’ αυτήν, απλά μερικές λέξεις ακόμα κατ’ εμέ, δεν προσπάθησε να κρύψει τη δυσφορία της. Ο Γερμανός σκηνοθέτης είχε δηλώσει πως η Γερμανία ύστερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι την δεκαετία του ΄70, ήταν πιο πολύ "on the make than on the move", θέλοντας να τονίσει εμφατικά τη δυσφορία-απογόητευση που ένοιωθε ο ίδιος όσον αφορούσε την πραγματικότητα στη χώρα κείνα τα χρόνια (η πιο εύθραστη Δυτική δημοκρατία τότες). Η καθηγήτρια λοιπόν, δεν άντεξε τον παραλληλισμό Ναζιστικής Γερμανίας – Δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του ΄70. Το Κακό που μας βρήκε κοντά 70 χρόνια πίσω, οφείλει να κλειστεί  σε ένα - αναγκαστικά μαύρο - κουτί κάθε φορά που θα το ανοίγουμε στα κλεφτά, θα κάνουμε και το σταυρό μας που ζούμε στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού.
 Είναι προφανές αλλά χρήζει μνείας μπας και η συλλογική μνήμη ξεκουνήσει λιγάκι από εκεί που αναπαύεται: ο Χίτλερ, το ναζιστικό έγκλημα, η μαύρη τρύπα του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου είναι κομμάτι της ιστορίας:

-          That totalitarian adventure was not an aberration, an ‘accident in history’ that can be explained away and dismissed as a cancerous deformation of the otherwise healthy modern political body. That it was not merely a sidetrack or a deviation shows the keen attention with which the exploits of Mussolini, Stalin and Hitler were watched all over the modern world.[1]
                                                                                      
 Ο τρόπος που προσπάθησε να αποδυναμώσει την ισχύ του λόγου του Γερμανού σκηνοθέτη ήταν ενδεικτικός του πανικού ο οποίος την είχε καταλάβει. Κατά την διάρκεια των ερωτήσεων που ακολούθησαν την παρουσίαση μου και με το σύνολο των συμφοιτητών μου να μένουν, ως συνήθως, σιωπηλοί (ίσως διαμαρτυρόμενοι για την ίδια την ύπαρξη μου σε ένα αφιλόξενο -για μένα και τους λεκτικούς εξτρεμισμούς μου- περιβάλλον, ίσως πληρώνοντας με με το ίδιο νόμισμα μιας και κατά κανόνα έμενα εντελώς αδιάφορος στις δικές τους παρουσιάσεις – παράγωγο μιας «διαστροφικής» συνήθειας [να βλέπεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: δεν ήταν δα και πολύ έξυπνοι] αλλά και αυτοκαταστροφής [η σιωπή μου κόστιζε στον τελικό βαθμό] που βρίσκεται σε πλεόνασμα μέσα μου εκεί που κατοικούν οι δαίμονες), εξαπέλυσε την επίθεση της, μια επίθεση υστερικής ηλιθιότητας.
 Φροντίζοντας να ενημερώσει την τάξη για τις κακές συνήθειες του Γερμανού σκηνοθέτη (κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτα γι’ αυτόν), έσπευσε να αποδυναμώσει την ισχύ του λόγου του/μου με μια δήθεν πονηρή ερώτηση, την ίδια στιγμή που η ίδια γνώριζε την απάντηση, ερώτηση που είχε φυσικά να κάνει με τις καταχρήσεις ναρκωτικών ουσιών από πλευράς Fassbinder. Ξάφνου ο δήθεν ακαδημαϊκός ουρανός που υποτίθεται πως σκέπαζε τα κεφάλια μας, σκοτείνιασε μπροστά σε ένα ηθικολογικό πρόταγμα που καλούσε το πλήθος προς τον κομφορμισμό της υποκρισίας. (Μεταφέρω τα λόγια της σχεδόν επακριβώς: «ο άνθρωπος ήταν μανιακός χρήστης κοκαϊνης και άλλων ναρκωτικών, οπότε δεν θα πρέπει να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά την άποψη του, έτσι δεν είναι;»).
 Δε θέλει και πολλή σκέψη για να εντοπίσουμε το πρόβλημα στην πεποίθηση των ανθρώπων πως πάντοτε το σκότος του όποιου επίπονου παρελθόντος βρίσκεται αμετάκλητα πίσω μας. Ο παραλληλισμός του Γερμανού σκηνοθέτη ούτε παράλογος ήταν, ούτε και βλάσφημος. Ας μην ξεχνάμε κιόλας πως οι προθέσεις του δεν ήταν άλλες από το να αφυπνίσει συνειδήσεις, να ταράξει τα νερά, να κάνει δηλαδή ότι περνούσε από το χέρι του ώστε κάποια στιγμή τα πράγματα να ξεκολλήσουν από το σημείο μηδέν κόμμα ένα με κλίση προς το αιώνιο μηδέν.
 Άλλωστε, ο Άγγελος της καταστροφής που εμπνεύστηκε ο Benjamin για κείνους τους ζοφερούς καιρούς, ο Άγγελος της Έσχατης Κρίσης όπως τον ονόμασε, είναι σαφές σε μένα πως δεν αποτελεί θλιβερό προνόμιο εκείνης μόνο της εποχής. Κάποια στιγμή αργότερα, ήταν ο William Burroughs ο οποίος δήλωνε πως επιθυμούσε να πηδήξει έξω από το βυθιζόμενο πλοίο του πολιτισμού μας.[2] Κάποιες στιγμές πρωτύτερα, ήταν ο Baudelaire και ο Rimbaud, την ίδια περίπου στιγμή με τον Benjamin ήταν ο Kafka.
 Τέλος, αρκετά αργότερα, ήμουν κι εγώ που θέλησα να αποδράσω μέσα από την μεγάλη τζαμαρία που χώριζε την αίθουσα διαδασκαλίας όπου βρισκόμουν, από έναν μακρύ, αποστειρωμένο, κιτρινωπό διάδρομο[3]. Ο διάδρομος αυτός, εκείνη τη στιγμή φάνταζε ως ο δρόμος που οφείλει να πάρει κανείς, ακόμα και αν βαδίσει για λίγο πνιγμένος μέσ’ στα αίματα. Δεν το έκανα. Δε θα μάθω ποτέ αν έπραξα ορθά.



[1] Bauman, Zygmount, The 20th Century: the End or a Beginning? Thesis Eleven, Number 70, August 2002: p. 22
[2] http://beatpatrol.wordpress.com/2009/02/27/gregory-corso-allen-ginsberg-interview-with-william-s-burroughs-1961/
[3]  ''An architectural aside: I work in the PC Hoofthuis, a crazy life-size Playmobil nightmare from 1976 that nevertheless has grown on me, somehow. Tangled hallways, stairways in unlikely places, and windows into every classroom and office. It is the opposite of a panopticon. When I moved here someone told me the building was a lot like Dutch bureaucracy: it’s transparent, sure, but you’ll still get lost all the time.'' https://nplusonemag.com/online-only/online-only/letter-from-amsterdam/













No comments:

Post a Comment