27.4.11

εμποροπανήγυρις

Antony Gormley

 Στην αρχή, όλα έδειχναν ιδανικά. Η στάχτη στα μάτια που πετάχτηκε σε ανθρώπους του τύπου «ψηφοφόρος του Καμίνη και του Μπουτάρη» ήταν η καύση των νεκρών. Μια καλοδεχούμενη νομοθετική ρύθμιση που πολλοί υποδέχτηκαν με χαμόγελο, και πολύ καλά έκαναν. Από το να μου πολτοποιήσουν τα κοκκαλάκια, πιο καλά να στείλεις ένα φιλαράκι να αδειάσει τις στάχτες σου σε εκείνο το σημείο στο οποίο έκανε τη τελευταία του βουτιά θανάτου ο βασιλιάς Αιγέας βαπτίζοντας με το θάνατο του το ατελείωτο γαλάζιο που εκτείνεται μπροστά σου όταν στέκεσαι στο ακρωτήρι του Σούνιου. Αρκεί φυσικά να μην στείλεις ένα φιλαράκι το οποίο θα προσπαθήσει να μιμηθεί τον Walter στο The Big Lebowski (1998). Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, ιστορία κεφιού. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία θανατικού.  

 Στην αρχή, επαναλαμβάνω, όλα εμοιαζαν ιδανικά... έως ότου να πέσει, φυσικά, στα κεφάλια μας η σκληρή πραγματικότητα. Αυτή που θέλει τη χώρα ένα πειραματικό εργαστήριο. Μπορείς να τη βγάλεις με σύνταξη 440 ευρώ και το εισιτήριο του μετρό 1.40;... και αναρίθμητα άλλα φυσικά. Πειραματικό εργαστήριο η Ελλάς; Δε θέλει και πολύ περισυλλογή, πρόκειται περί μιας ανείπωτης αλήθειας. Πάνω στα ερείπια που μόλις έχουν αρχίσει να ξεπροβάλλουν πίσω από το ατελείωτο γκρι τσιμέντο της πόλης θα τεθούν αμείλικτα ερωτήματα. Δεν πρόκειται περί εκβιασμού∙ πρόκειται περί μιας φάρσας με το στοιχείο του τραγικού να κυριαρχεί. Όποιος ξεχνά να κάνει τους απαραίτητους συσχετισμούς μεταξύ της κατάστασης μιας χώρας χρεωκοπημένης που θα κληθεί κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον να διαχειριστεί μια εξαιρετικά επίπονη κατάσταση και την επιζητούμενη κοινωνική συναίνεση για θέματα ευαίσθητα (όχι για όλους, σύμφωνοι), ψεύδεται ασύστολα. Εκτός κι αν το θέμα δεν έχει να κάνει καθόλου με μια κάποια κοινωνική συναίνεση οπότε το όλο θέμα τίθεται απλά ως εξής: You'll do what you're told!

... Έτσι λοιπόν, μας ανακοινώθηκε μια μέρα πως λίγο πριν οι στάχτες μου σταλούν μια για πάντα στο ατελείωτο γαλάζιο του αγαπημένου Αιγαίου Πελάγους, θα έχουν πιάσει τόπο! Όχι οι στάχτες μου... το γυαλιστερό μου συκώτι!! Τα πεντακάθαρα πνευμόνια μου! Η νεανική και ατίθαση καρδιά μου! Και ότι άλλο βρούνε καθαρό κει μέσα, στην επιφάνεια των πραγμάτων που κρύβει το άλυτο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης.

 Στην επιφάνεια των πραγμάτων, στο κορμί μου απάνω, θα στηθεί μια μεγάλη  εμποροπανήγυρις, μια γορτή των καινοτόμων. Η μεγάλη γιορτή των καινoτόμων.

  Όσο η Ρουμανία θα συνεχίσει να εξάγει ζωντανή σάρκα για να καλύψει τις ηδονικές ανάγκες της Ευρώπης σχετικά με τη χαρτογράφηση του ανθρώπινου σώματος σε οριζόντια θέση πάνω στο κρεβάτι η Ελλάδα θα μπει δυναμικά στο προσκήνιο προσφέροντας τις ιδανικές συνθήκες για τη χαρτογράφηση του - νεκρού αυτή τη φορά - ανθρώπινου σώματος σε οριζόντια θέση πάνω στο νοσοκομειακό κρεβάτι καλύπτοντας -ξανά!- (και) ηδονικές ανάγκες. Αναφέρομαι στην ηδονή της αθανασίας. Την κατασκευάζει ψευδαισθητικά ο καπιταλισμός, καταναλώνει τη ψευδαίσθηση ο καταναλωτής.

 Εκεί... πάνω από το ξεψυχισμένο μου πτώμα, ούτε είκοσι δεύτερα πριν η καρδιά μου σταματήσει να ριγά, βλέμματα αρπακτικά και νυστέρια κοφτερά θα εξάγουν «φαΐ», θα δημιουργήσουν πλεόνασμα. 

 Φτιάξε προσφορά, θα ‘ρθει και η ζήτηση! 

--+--

 Το τραγικό της ιστορίας αυτής είναι ότι η μεταμόσχευση σαν ιδέα όχι απλά με συναρπάζει, αλλά τη βρίσκω σχεδόν μαγική. Να χαρίζεις ζωή σε έναν κάποιον άγνωστο σε εσένα (και τι καλά που αυτός είναι άγνωστος! Κάνει τη χαρά διπλή...) άνθρωπο που υποφέρει. Σε κάποιον που περιμένει να ζήσει τη ζωή του αφότου κάποιος καλός άνθρωπος τύχει να τον σκεφτεί, αυτόν και την ανάγκη του. Να δώσω κομμάτι από τη σάρκα μου, κάτι που δε χρειάζομαι πια, ώστε να αναγεννήσω ένα άλλο φλογερό κορμί, κορμί που φλέγεται από επιθυμία για να ζήσει. Όσο πιο πολύ∙ όσο έντονα αυτός ο ίδιος γουστάρει.

 Η μεταμόσχευση είναι η επιστήμη της ιατρικής στην καλύτερη της φόρμα. Γι’ αυτόν που έμαθε στο σύντομο χρόνο της μιας ζωής πως «να δίνεται»* (με γενναιοδωρία, με τόλμη, με πάθος, με ήθος, με μέτρο, με περηφάνια και ταπεινότητα μαζί, με αρχοντιά και μαγκιά), γι’ αυτόν που λάτρεψε τις στιγμές που προσέφερε στον άλλον τον εαυτό του ολόκληρο (τα χέρια, τα πόδια, την ανδρική του περηφάνια, το χαμόγελο του, την πίκρα του, το πάθος του, την αθωότητα του, τη γλυκύτητα του, τα χρήματα του, το σπιτικό του...), γι’ αυτόν που κρατώντας για την πάρτη του μονάχα το έκκεντρο σημείο που διατάσσει την επιβίωση και το οποίο βρίσκεται κάπου μέσα του και ονομάζεται Σκέψη (αυτή που δε σε αφήνει γυμνό μπροστά στα προτάγματα του Πλάτωνα∙ αυτή που δε σε παρατά στις όχθες της λησμονιάς των αγεωμέτρητων) είναι τιμή, όχι μόνο χαρά, να μοιράσει το εντός του. Να σπείρει ζωές.

 Μονάχα όμως αν αυτός το επιθυμεί. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Η δική «μου» επιθυμία δε θεσμοποιείται έτσι απλά. Δε θεσμοποιείται γιατί είναι μια σφοδρή επιθυμία. Γιατί άλλωστε πιο σφοδρή επιθυμία από το να χαρίσεις ζωή δεν υπάρχει (ίσως υπάρχει: να αφαιρέσεις μια ζωή). 

 Ένα τέτοιο θέμα, είναι ολοφάνερο, σχετίζεται με την εμπιστοσύνη∙ εκεί που εκείνη απουσιάζει εκκωφαντικά συναντάμε την «εικαζόμενη συναίνεση». 





*[…] «η χαρά του να θυσιάζεσαι για τον άλλο ήταν από κτίσεως κόσμου η συνοδός εμπειρία όλων των ερωτικών πυρετών. Μόνον η μεταγενέστερη λεπτότητα ορισμένων διατυπώσεων μας έδειξε ότι ο έρωτας αντανακλούσε την έφεση προς έναν κόσμο πρωταρχικής ενότητας, όπου το Εγώ ήταν εξ υποθέσεως παρείσακτο», του Ευγένιου Αρανίτση, 01/05/2005. http://archive.enet.gr/online/online_print?id=80558512








20.4.11

μιζέρια* (η)



 Το άλυτο προαιώνιο μυστήριο της εξίσωσης της μιζέριας δύναται να λυθεί έπειτα από μια αναγκαστική επίσκεψη σ’ ενα Carrefour (επίσκεψη απογευματινή, περίπου την ώρα που πέφτει το σούρουπο). Αυτό ίσως να συμβεί αν την ώρα της επίσκεψης τύχει να συναντήσεις - μεταξύ άλλων ανωνύμων και αοράτων - τους εξής πελάτες:

1) Thirty-something σχετικά εμφανίσημο νεαρό με αξυρισιά τριών-τεσσάρων ημερών να ψωνίζει χωρίς να κρατά πλαστικό καλάθι στα χέρια του. Αγοράζει μονάχα ένα (φθηνό) υλικό αγαθό έχοντας έως τότε δηλητηριάσει ολόκληρο το χώρο με βλέμματα σκιώδους απόγνωσης και οργής. Μοιάζει λίγο χαμένος, αρκετά συνοφρυωμένος, πολύ άφραγκος. Είναι - αναμφίβολα - ο νέος του Ελληνικού αύριο.

2) Πενηντάρη κύριο με πρόχειρη αθλητική τσάντα φορεμένη, θαρρείς με το ζόρι, στην πλάτη. Πάνω απ’ αυτήν βρίσκεται ένα φθηνιάρικο ανοιξιάτικο μπουφανάκι χρώματος μπλε. Το παντελόνι, υφασμάτινο και αξιοπρεπώς μπαμπαδίστικο, είναι το μόνο που θυμίζει τον παλιό καλό του εαυτό (μαζί με τα ροδαλά κόκκινα μάγουλα του). Το βλέμμα του όμως τον προδίδει∙ το ίδιο και η στάση του σώματος όταν, στο ταμείο μπροστά πια, τσεκάρει -πιθανότατα για πολλοστή φορά – το χαρτί με τα ψώνια. Είναι πασιφανές: δεν κοιτά να δει αν ξέχασε να αγοράσει κάτι που του ζήτησε η γυναίκα του∙ αντίθετα, αντικρύζει τα όρια του. Βλέπετε, μόνο η μια όψη της σελίδας ήταν συμπληρωμένη∙ η άλλη ήταν άδεια από μελάνη. Η πίσω όψη της σελίδας είναι αναμφίβολα το μέλλον αυτού και της οικογένειας του. Η νεκρική σιωπή ενός χλωμού και άτονου ατελείωτου λευκού που διακόπτεται βίαια από οριζόντιες γραμμές (σαν να αναποδογύρισε ο ουρανός και οι αστραπές ξεκινούν πια από αλλού).

 Μέσα σ’ όλα αυτά, μια ξανθιά φοιτήτρια με κάπως ευγενική - αν και λιγάκι συνηθισμένη - φυσιογνωμία, τέμνει την διαμορφωθείσα κατάσταση σαν άλλο ακονισμένο μαχαίρι παλαιάς κοπής από βαρύ χέρι χασάπη (κρεοπωλείου, ουχί σουπερμάρκετ).  Είναι αυτή που δηλώνει  - μ’ ένα βλέμμα, μια κραυγή - την ειδοποιό διαφορά του χθες από το τώρα (αλλά και από το αύριο). Βλέπετε, συνήθιζε να μένει λίγο πολύ ανεπηρέαστη όταν βρισκόταν σε ανάλογες καταστάσεις. Όχι πια∙ τώρα τρέμει. Ίσως και να φοβάται για κάποιον μακρινό ξάδελφο της. Ίσως και για ένα παλιό της αγόρι που έχει να ακούσει νέα του καιρό, ήταν όμως από πάντοτε κομματάκι ελαφρόμυαλο αγόρι, σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι, εχθροί και φίλοι. Όπως και να ‘χει, η προσφιλή σε μας αυτή ξανθιά αποτελεί μια τραγική φιγούρα. Το χαμόγελο της δεν αντιστοιχεί κάπου, το έφαγε η νοσταλγία.

 Τέλος, οι δύο υπάλληλοι που στέκονται όρθιοι στα ταμεία του καταστήματος. Θα ήθελαν να βρίσκονταν κάπου αλλού. Αποτελούν τη νοητή γραμμή που ενώνει τη μιζέρια της προς ΔΝΤ εποχής με τη μετά τον όλεθρο του ερχομού του, εποχή του θανάτου (πήγε από μιζέρια θα λένε). Ναι, η μιζέρια υπήρχε από πάντοτε, ας μη ξεγελιόμαστε τόσο εύκολα.

Τώρα όμως σου κόβει το αίμα.



Μιζέρια (η) {χωρ.γεν. πληθ.} (εκφραστ.) 1. η μεγάλη φτώχεια, το χαμηλό βιωτικό επίπεδο: ζει μέσα στη ~ και την ανέχεια ΣΥΝ. αθλιότητα, κακομοιριά 2. (συνεκδ.) ο οικονομικός μαρασμός, η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας ΣΥΝ. Κεσάτια, ύφεση, αναδουλειά || Μπαμπινιώτης.







19.4.11

a difference

Merrik Angle









 

''Who am I to evaluate anything/anyone!?'' Miltos wondered.

''I only depict and then I make sense'' he strongly believed.

''Evaluation is a technique designed for statistical programmes generating crippled individuals; it is made for/used by corporate managers'' Miltos said. ''On the other hand, making sense of things is for teachers and pedagogues'' he added.

''The former is for society; the latter for humanity'' Miltos concluded.





15.4.11

καλλιτέχνης

Kent Williams














<<Το πιο εξοργιστικό απ’ όλα, σχετικά με την περίπτωση ενός ελπιδοφόρου νέου καλλιτέχνη που πλασάρεται χονδροπρεπώς στο κοινό μέσω εφημερίδων, είναι ότι δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να παράξει και κάτι που δε θα είναι και για πέταμα, θα είναι δηλαδή καλούτσικο.

<<Είναι αυτό τίποτε μπροστά στην ικανοποίηση που νοιώθεις όταν παρίστασαι (νοητά) της στιγμής όπου μια αγαθή ψυχή ή ένας ακαταμάχητος διαβόλος βάζουν στο Word ίσαμε πέντε λέξεις, ικανές όμως να το κάνουν να ματώσει;>> αναρωτήθηκε ο Μίλτος.

<<Είναι, πώς δεν είναι;... Είναι η εκθαμβωτική (πρόσκαιρη) νίκη του μεθυστικού (και μέθυσου) παρόντος έναντι του αιώνιου (και νηφάλιου) παρελθόντος-μέλλοντος>> συμπέρανε με μια κάποια πικρία.





14.4.11

Το σαχλό ζεϊμπέκικο του Νίκου




Με αφορμή τη συνέντευξη του Νίκου Κούνδουρου.                                                                                    http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=393433&h1=true


 Ο Νίκος Κούνδουρος, ο αλλοτινός επαναστάτης. Σχετικό τώρα αυτό βέβαια. Βρέθηκε κάποτε, όπως λέει και ο ίδιος, στην κόψη του σπαθιού την τρομερή. Καμιά φορά, πρέπει να πολεμήσεις, ανεξαρτήτως διάθεσης.

 Όπως και να ‘χει, η ταινία του Ο Δράκος (1956), η κορυφαία του δημιουργία, έκρυβε επανάσταση μέσα της. Κυοφορούσε επανάσταση. Αυτό γιατί στάθηκε απέναντι απ’ όλα τα άλλα. Στάθηκε μόνο του∙ περήφανα, με τόλμη.

  Ο Κούνδουρος λοιπόν αντέδρασε, πρόσφατα, όπως ο επαναστάτης που δεν έχει Θεό μέσα του. Πληγωμένο θεριό, τυφλωμένο από την ήττα. Άνθρωπος των όπλων, εκεί που σίγασε η δύναμη τους, τη στιγμή που το σώμα του άρχισε να γερνά επικίνδυνα, η δύναμη της θέλησης εξασθένησε. Η δύναμη που χωρίς αυτήν ξεπέφτεις... ξεπέφτεις χαμηλά. Εκεί που το φυλετικό και το ταξικό είναι ισόνομα.

 Αυτή η, λίγο πολύ μεταφυσική, δύναμη εγγυάται στον άνθρωπο την δυνατότητα αποφυγής πρόσκρουσης στα βράχια της οργής και του πανικού εκεί που η σκέψη θολώνει και η γλώσσα, σαν άλλη σφαίρα Εαμίτικη, αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα (και δε ξέρει τι λέει, οι λέξεις όλες ένα τουρλουμπούκι). Στα βράχια που προσέκρουσε ο Κούνδουρος προσκρούουν κατά τόπους, μικροαστοί, δειλοί, κακομοίρηδες. Επίσης, οι «πολύ άνθρωποι». Δε θα έλεγα πως αυτός είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Ίσως το τελευταίο.

 Άλλωστε, ο επαναστάτης που δεν έχει Θεό μέσα του, μα ιδεολογήματα μεταμφιεσμένα σε ιδεολογία, κι αυτή φορεμένη από τις ιστορικές συνθήκες που καμιά φορά σε εξαναγκάζουν να λάβεις θέση, κάποια στιγμή, πιθανότατα, θα σταθεί γυμνός απέναντι μας. Θα είναι όμως μια απεχθής γύμνια. Μια ξαφνική γύμνια που μονάχα τρομάζει, που αναστατώνει το θυμικό σου, δε θα ‘ναι η γύμνια ενός Θεού.

 Οι Τρύπες κάποτε ζητούσαν επιτακτικά από τον Άλλον να «φανερώσει τη μάσκα που κρύβει κάτω από τη μάσκα που φορά». Ήταν μια ενθουσιώδης νεανική απαίτηση εκφρασμένη με οργή και ένταση συνοδεύομενη από μια ωραία μελωδία. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα ήταν πολύ εύκολο να φανερωθεί το αληθινό πρόσωπο-μάσκα που δήθεν κρυβόταν κάτω από τη μάσκα. Χρειαζόταν μονάχα να κοιτάξεις τις τάσεις της εποχής, τις κοινωνικές συνθήκες, τι είδους άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο είχε υπογραφεί εκείνη τη χρονική στιγμή, ακόμα και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Η γύμνια του Άλλου θα φανερωνόταν μπροστά σου σε κλάσματα του δευτερολέπτου...

 Δε νομίζω πως ο Τσε Γκεβάρα δεν είχε Θεό. Εκείνος άλλωστε τον κάλεσε στα βουνά της Βολιβίας να του πάρει τη ζωή, μια ζωή με νόημα, όχι σαν τις άλλες (σεβαστές και ιερές και οι δύο, φυσικά). Επίσης, ο Τσε Γκεβάρα ήταν κι αυτός ο ίδιος ένας Θεός. Σίγουρα θα εκτιμούσε τον William Blake δηλαδή. Αυτά είναι τα δικά του λόγια:

The solidarity of all progressive forces of the world towards the people of Vietnam today is similar to the bitter irony of the plebeians coaxing on the gladiators in the Roman arena. It is not a matter of wishing success to the victim of aggression, but of sharing his fate; one must accompany him to his death or to victory. [1] 

 Ο Κούνδουρος, αντίθετα, ήταν ένας στρατιώτης. Έπαιρνε εντολές από τους ανώτερους του, καμιά φορά ίσως και από την καύλα του. Δεν είναι το ίδιο, φυσικά. Ο στρατιώτης είναι εύκολο να παραστρατήσει∙ αυτό είναι μία υπολογίσιμη πιθανότητα. Ο Θεός όμως δεν μπορεί να προδώσει τον ίδιο του τον εαυτό. Ούτε την ιδεολογία του, ιδεολογία από τις κανονικές. Ένας Θεός άλλωστε στέκεται πάντοτε γυμνός, δεν έχει να κρύψει κάτι.

 Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν έχει συναντήσει κάποιον άνθρωπο στη ζωή του ο οποίος δε θα είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να σταθεί γυμνός ανάμεσα σε καλοντυμένους κύριους και κυρίες που θα είχαν για θέμα συζήτησης την στράτευση του καλλιτέχνη. Να σταθεί γυμνός ανάμεσα τους αλλά να μην το κάνει σαν πράξη διαμαρτυρίας. Να σταθεί φυσικά, σαν να ‘ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου όλου, να ‘ταν σαν να ‘πινε κάποιος λίγο νερό έπειτα από πεζοπορία μιας ώρας στον Ταΰγετο.

 Αυτοί οι Θεοί που βρίσκονται ανάμεσα μας θα δώσουν μονάχα μια συνέντευξη στη ζωή τους. Μία και μοναδική. Όπως το έκανε ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Cormac McCarthy. Θα πουν τα πράγματα με το όνομα τους, όπως τα ονοματίζουν αυτοί δηλαδή, θα σταθούν γυμνοί μπροστά στον φακό της κάμερας ή και στον ήλιο, και μετά θα αναχωρήσουν για τον τόπο κατοικίας τους. Μακριά από ανθρώπους οι οποίοι υπερθεματίζουν ύπουλα... «το οποίο (σπίτι) λεηλατήθηκε... (άποψη του δημοσιογράφου της συνέντευξης)».  [Όχι πως μας φταίνε οι δημοσιογράφοι τώρα... Το έθεσε σωστά άλλωστε ο McCarthy: “you work your side of the street and Ill work mine”.]

 Σαν να ‘ταν οι ληστές οι «βάρβαροι» του Ξέρξη. Σαν να ‘ταν όλα πόλεμος*. Σαν να ‘ταν ο Νίκος Κούνδουρος πνευματικός άνθρωπος, που λένε. Δεν είναι∙ ο Νίκος Καρούζος είναι. Σαν να ‘ταν ο Νίκος Κούνδουρος επαναστάτης. Δεν είναι∙ ο Τσε Γκεβάρα είναι. Σαν να μην ήταν ο Νίκος Κούνδουρος απλά ένας ενδιαφέρων άνθρωπος που έζησε μια ενδιαφέρουσα ζωή και που σαν τέτοιος άνθρωπος, λέει και μαλακίες (και αρλούμπες). Ένας Λόγος χυλός. 




*Ας παραδεχτούμε ότι είναι όλα πόλεμος λοιπόν. Αμέσως μετά θα τους αναφέρουμε δύο λέξεις: ταξικός πόλεμος. Κάτι μου λέει ότι τότε θα μιλήσουν για αγάπη, ίσως και για Θεό (τον χριστιανικό). Σαν να λέμε δηλαδή, λέμε ότι μας συμφέρει, μονάχα όταν μας συμφέρει, γιατί έτσι μας συμφέρει.








11.4.11

Μίσος

Olivier de Sazagan




 <<Ο ευκολότερος τρόπος να σε μισήσει κάποιος, μιλάω για μίσος απύθμενο, είναι να τον κάνεις να σου πει τα μυστικά του. Τα βάσανα του. Καμιά φορά δε, δεν απαιτείται καμία προσπάθεια από σένα να σου πει κάποιος τα μυστικά του. Σαν έτοιμος από καιρό, θα σκορπίσει τον εαυτό του οικειοθελώς. 
 
<<Κατόπιν, αφότου σου έχει πουλήσει το πιο εύκολο μυστικό - σαν να παίζεις μια παρτίδα σκάκι με ένα παιδί δύο ετών - που σου ‘τυχε να συναντήσεις ποτέ στη διαδικασία που ονομάζεται ως συλλογή back up δεδομένων του ανθρώπινου ψυχισμού, θα βαλθεί να σε κατασπαράξει>> ψιθύρησε στον εαυτό του με τρόμο ο Μίλτος καθώς τελείωνε τον τέταρτο καφέ της ημέρας, πάντα φίλτρου.

<<Βλέπετε, αν δίνεσαι στον άλλον δίχως συνείδηση της πράξης σου (όπου πράξη κραυγή αγωνίας), και παρουσιάζεις - ελαφρά την καρδία - στον άλλον την ανικανότητα σου να διαχειριστείς το βάσανο σου, όσο πιο αξιοπρεπώς εκείνος αντιμετωπίσει το ζήτημα τόσο πιο πολύ θα αναπτυχθεί το μίσος σου προς εκείνον>>.





7.4.11

Δώδεκα: σινεμά


Feels like Home | Onetreeink


 Η σκληρή, ή και ανώδυνη, όπως το πάρει κανείς, ενηλικίωση ενός χαρακτηριζόμενου από περιοδικά ποικίλης διαφήμισης ως σινεφίλ. Αυτά που κλείνουν σωρηδόν τη στιγμή που μιλάμε γιατί η διαφήμιση έκανε τα στραβά μάτια. Προσωπικά πάντως, θα προτιμούσα τον όρο «ποντικός του σαλονιού» καθώς εκεί άλλωστε έχω απολαύσει τις περισσότερες ταινίες (σε μια αντιστοιχία με εκείνη την υπέροχη ομάδα των «ποντικών της Cinémathèque Française»*). Δώδεκα πράγματα που αντίκρυσα στο σινεμά, λοιπόν:


Τη μνήμη (και τη λειτουργία της) στον ρεφορμιστή, Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Τον πόνο (και το βάσανο της ύπαρξης) στο κάθαρμα, Ingmar Bergman.

Την εξουσία που κυοφορείται σε κάθε τεταρτημόριο της δημιουργίας ενός ανθρώπου που διέσχισε - με συγκλονιστική επιτυχία - τα περισσότερα φιλμικά είδη, του τελειομανή-εμμονοληπτικού, Stanley Kubrick.

Το χιούμορ που μέθησε τη ψυχή μου σε μια αλησμόνητη -ειλικρινή και γενναιόδωρη- προσφορά εκ καρδίας από τον «παγωμένο», Roy Andersson.

Την ανθρωπιά (ανθρωπιά: το ενδιαφέρον για την «ανθρώπινη κατάσταση») στον ενίοτε δίχως έλεος φορμαλιστή, Krzysztof Kieslowski.

Τη μεταφυσική επανάσταση της ψυχής μέσω μιας εξερευνητικής αποστολής με αμφίβολα αποτελέσματα σε μια μαγική ψυχοσύνθεση, εκείνης του σαμάνου David Lynch.

Τη στράτευση τη στιγμή που εκείνη σχηματίστηκε ως γροθιά που μ’ έριξε στο καναβάτσο∙ ομιλώ για την αξέχαστη σφαλιάρα που δέχτηκα όταν αντίκρυσα στην οθόνη την ωμή αλήθεια του ασυγκράτητου, Pierre Paolo Pasolini.

Τη γοητεία, λέξη με συγκεκριμένο νόημα για όποιον αγαπά τα film noir, (ή, και) έχει διαβάσει μυθιστορήματα για μοναχικούς ροκ ήρωες, (ή, και) έχει γοητευτεί από την σκηνική παρουσία του Morrissey, στις ταινίες που μας έδωσε τη φλογερή δεκαετία του ’60 ο μέγας φαφλατάς, Jean-Luc Godard.

Την απόγνωση -μια απόγνωση όλο έξαψη- όπως αυτή σχηματίστηκε σε υπέροχα γυναικεία πρόσωπα που αποθανάτισε ο φακός του ασύδοτου ηδονιστή Rainer Werner Fassbinder.

Την τραχύτητα του βίου ως αρετή στο βίαιο κόσμο του Ki-duk Kim.

Τη γλυκύτητα ως οικουμενικό αγαθό της νεολαίας στα περιώνυμα moral tales του σπουδαίου παιδαγωγού, Éric Rohmer.

Το αστικό κενό να κατατρώει τις σάρκες μεσοαστών μέσα από την οξυδερκή και κοφτερή ματιά ενός αληθινού διανοούμενου, του Αυστριακού Michael Haneke.




*«Στη Cinémathèque. Όλη την ημέρα μέσα εκεί. Αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούσανε rates de la Cinémathèque, δηλαδή ποντίκια της Ταινιοθήκης. Όλη η Nouvelle Vague ονομαζόταν έτσι. Ο Τρυφφώ, ο Γκοντάρ και οι άλλοι εκεί μέσα μάθανε κινηματογράφο – δεν τελειώσανε καμιά σχολή. Αυτοί είναι οι ποντικοί της ταινιοθήκης, στους οποίους προστέθηκε η δική μου γενιά λίγο αργότερα», στο Κωνσταντίνος Θεµελής, Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το µέλλον ως φόρµα, Αθήνα 1998, σ. 144.