29.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XVIII




Για να επιστρέψουμε στο θέμα της Ρουμάνικης εργατιάς, ή καλύτερα στις σχέσεις της με τη μεσαία, βασικά, τάξη, θα εξετάσουμε μια κινηματογραφική ταινία που κυκλοφόρησε αυτή τη χρονιά. Η τελευταία ταινία του Tudor Giurgiu (Despre oameni şi melci) προβλήθηκε για πρώτη φορά στο θερινό κινηματογραφικό φεστιβάλ που έλαβε χώρα μεταξύ κάμπινγκ και ξενοδοχείου στο χωριό του Άϊ Γιώργη. Η Ρουμάνικη εργατιά βρίσκεται λοιπόν σε πρώτο πλάνο στην ταινία που διαδραματίζεται λίγο μετά την πτώση του καθεστώτος.

Βρισκόμαστε στο 1991 και ένα (ακόμη) εργοστάσιο πρόκειται να κλείσει. Γάλλοι επενδυτές αποφασίζουν να αγοράσουν το εργοστάσιο έχοντας απώτερο σκοπό να σταματήσουν άμεσα τη λειτουργία του κρύβοντας όμως τις προθέσεις τους από όλους τους ενδιαφερόμενους εκτός του διευθυντή που διαπραγματεύεται άλλωστε όλες τις λεπτομέρειες της συμφωνίας. Στο πρόσωπο του διευθυντή καθρεπτίζεται προφανέστατα ο τότε πρωθυπουργός της Ρουμανίας ονόματι Ιλιέσκου. Ο διευθυντής είναι ένα δόλιος εμπαιχτής, ένας γνήσιος εξαπατητής, ένας λιμοκοντόρος που αντιπροσωπεύει την οπορτουνιστική και αδηφάγα άρχουσα τάξη της Ρουμανίας κατά τα πρώτα μετα-κομμουνιστικά χρόνια. Με τα πολλά, οι εργάτες του εργοστασίου μαθαίνουν για τα σχέδια «επενδυτών» - διοίκησης του εργοστασίου και αποφασίζουν διά συνελεύσεως να δράσουν. Θα δοκιμάσουν να συγκεντρώσουν το ποσό που απαιτείται για την εξαγορά του εργοστασίου, ποσό που φυσικά δεν τους βρίσκεται πρόχειρο. Μια φαεινή ιδέα του ηγέτη της ομάδας γεμίζει με όνειρα τους εργάτες· θα δωρίσουν σπέρμα! Κατεβαίνουν το λοιπόν με το τρένο στην πρωτεύουσα (το εργοστάσιο βρίσκεται κάπου έξω από το Βουκουρέστι). Το σχέδιο αποτυγχάνει παταγωδώς καθώς συν τοις άλλοις μαθαίνουμε πως η Αμερικάνικη εταιρία συλλογής σπέρματος αναζητούσε ψηλούς, ξανθούς και εκλεπτυσμένους δότες σπέρματος ενώ φυσικά δεν τους χρειαζόταν μια ποσότητα ικανή να γονιμοποιήσει μονομιάς μια ολόκληρη κοινότητα με προβλήματα γονιμοποίησης κάπου σ’ αυτή τη Γη. Στο τέλος της ταινίας (κωμική· σχετικά καλοφτιαγμένη), θα βρεθεί μια λύση: οι εργάτες βγαίνουν στους αγρούς όπου και μαζεύουν σαλιγκάρια για τους Γάλλους οι οποίοι τα κάνουν κονσέρβες· Happy end!

Η ταινία ειρωνεύεται την, πιο δραματική είναι η αλήθεια, κάθοδο των ανθρακωρύχων στο Βουκουρέστι με σκοπό να καθαρίσουν τους δρόμους από τους ενοχλητικούς που διαδήλωναν λίγους μήνες μετά την πτώση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου. Ήταν τότε που χιλιάδες ανθρακωρύχοι κατέστειλλαν την ορμή φοιτητών και άλλων διαμαρτυρόμενων ενάντια σε ότι εκείνοι έβλεπαν ως ανεπαρκείς ή και υποκριτικές προσπάθειες από πλευράς της κυβέρνησης Ιλιέσκου προς ανατροπή του παλαιού status quo. Υπήρξαν περισσότερες από μία κάθοδοι ανθρακωρύχων σε ρόλο ΜΑΤ στην πρωτεύουσα προς όφελος, και υπό τις οδηγίες, των κυβερνώντων. Το αίμα γίνεται... σπέρμα λοιπόν σε μια προσπάθεια εξορκισμού των κακών αναμνήσεων σατιρίζοντας ταυτόχρονα τους πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας. 

Με άλλα λόγια, η ταινία υποδεικνύει δύο πράγματα: α) τη χαώδη απόσταση που χωρίζει τη μεσαία τάξη από την κατώτερη, λεγόμενη και εργατική, εν έτει 2012 αλλά φυσικά και καθόλη τη διάρκεια των 23 τελευταίων ετών στη Ρουμανία και β) τη βαθιά απέχθεια των Ρουμάνων της μεσαίας τάξης (π.χ. οι θεατές της ταινίας σε εκείνο το θερινό φεστιβάλ) προς την αμέσως παρακάτω κοινωνική τάξη από τη δική τους, απέχθεια που εξηγείται από τον - στα χαρτιά τουλάχιστον - κεντρικό ρόλο που κατείχε η τάξη των εργατών στο κομμουνιστικό καθεστώς. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της Ρουμάνικης κοινωνίας δύναται να ιδωθούν και υπό ένα γενικότερο πρίσμα· από το χάος δηλαδή που χωρίζει τη μεσαία από την κατώτερη της τάξη (η κατώτατη θα ήταν εκείνη των sans-papiers), τουλάχιστον στη συνείδηση των εκπροσώπων της, καθώς και τη δαιμονοποίηση των εκπροσώπων της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο - σε ότι αφορά τη Δύση - επίπεδο. 

Η ταινία του Tudor Giurgiu δηλώνει και κάτι ακόμη, τουλάχιστον έμμεσα· καθόλη τη διάρκεια της ξεχειλίζει μια έντονη μελαγχολική διάθεση που εκφράζεται κυρίως μέσα από τα μονοπάτια της πολύ γνώριμης αυτο-θυματοποίησης των Ρουμάνων. Τα τελευταία πέντε δέκα χρόνια μια πλειάδα από αξιόλογες ταινίες που πραγματεύονται θέματα κοινωνικά, είτε στα χρόνια του Τσαουσέσκου είτε στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα, παρουσίασαν μια ιδιαίτερα έντονη διάθεση αυτο-κριτικής που εκφράστηκε κυρίως με μαύρο χιούμορ που αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Εντός και εκτός της μεγάλης οθόνης, ένα διαρκές αυτο-μαστίγωμα καθηλώνει το Ρουμάνικο συλλογικό συνειδητό σε μια ψυχική κατάσταση που δηλώνει ενοχή ή και αδυναμία. 



23.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XVII




Επιστροφή από την Tulcea. Στο τρένο προς το Βουκουρέστι περιτριγυρίζομαι από τρία ραγισμένα τζάμια (ανήλικα γυφτάκια εξασκούνται στον πετροπόλεμο απ’ ότι λέγεται). Θα ‘ταν δε θα ‘ταν τρεις και μισή το μεσημέρι, ένα ακόμη ιδιαίτερα θερμό μεσημέρι για τα Ρουμάνικα δεδομένα, διανύαμε ήδη την τέταρτη μέρα με θερμοκρασίες γύρω στους 38c άλλωστε, και ενώ εγώ λιώνω από τη ζέστη δεδομένου πως το air condition λειτουργεί υποτονικά λόγω αυξημένης... ζέστης όπως με ενημερώνει ο υπεύθυνος επί των κομμένων εισιτηρίων, κάποιοι άλλοι, επίσης λιωμένοι, εισέρχονται στο τρένο. Λιωμένοι από τη δουλειά (και τη ζέστη). Είναι καμιά ντουζίνα από δαύτους, μεταξύ 45 και 60 ετών. Μπαίνουν φωνάζοντας, είναι μάλλον μέρος της καθημερινότητας τους όπως και των brokers άλλωστε ή και των δασκάλων. Καταλαμβάνουν χώρο· κάποιοι γυροφέρνουν στα όρθια αναποφάσιστοι, ή μάλλον τσιτωμένοι ακόμα από τη δουλειά. Δεν αργεί να ξεκινήσει το θορυβώδες καλαμπούρι. Κάποια χοντροκομμένα αστειάκια δεν λείπουν από το ρεπερτόριο όπως άλλωστε θα το περίμενε κανείς.

Οι φωνακλάδες κύριοι ολόγυρα μου είναι οι Πακιστανοί, Αλβανοί, Σομαλοί, Ινδοί, Νιγηριανοί, Πολωνοί, Σύριοι, Καμερουνέζοι, Μπαγκλαντεσιανοί, Γεωργιανοί μετανάστες που συναντούσα επί χρόνια στις γραμμές Α5 – Β5 και οι οποίοι παρέμεναν πάντοτε σιωπηλοί. Η σιωπή των εργατικών χεριών στην Ελλάδα ήταν από πάντοτε αποτέλεσμα της βίας, φυσικής ή και μη, των εργοδοτών, της βίας των υπευθύνων μεταναστευτικής πολιτικής, και τέλος της κατηγορικής προσταγής των υπολοίπων επιβατών της λεωφορειακής γραμμής. Οι Ρουμάνοι εργάτες στη γραμμή του Τρένου προς Βουκουρέστι είναι όμως γηγενείς και είναι δύσκολο γι’ αυτούς να παραμείνουν σιωπηλοί.

-        [Ένας κύριος δίπλα μου τρώει το μεσημεριανό του. Τρώει σαν μικρό παιδί. Μοιάζει να έχει καλύτερη θέση στη δουλειά από τους άλλους κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται μάλλον στο πρόσωπο του αλλά και από τη γενικότερη σιωπή του την ώρα της γενικής οχλαγωγίας. Τρώει με τα χέρια και λαίμαργα.]

Δεν είναι όλα ρόδινα για εκείνους τους φωνακλάδες. Κάθε άλλο. Η Ρουμανία είναι μια κοινωνία εξόχως polarized με βάση το απλό κριτήριο «τα ‘χεις ή δεν τα ‘χεις» (κάτι που απέχει μίλια μακριά π.χ. από την Ολλανδική πραγματικότητα όπου ενίοτε προσπερνάς ένα σωρό κονομημένους χωρίς να σου περάσει καν από το μυαλό ότι οι εν λόγω περαστικοί είναι ιδιοκτήτες εξοχικού στη μακρινή και ονειρική Πελοππόνησο). Οι εργάτες συχνά δεν αντέχουν τα βλέμματα αηδίας, φόβου ή και περιφρόνησης των συμπατριωτών τους· ανταποδίδουν με βλέμματα ζήλιας, κακίας και ατενίζουν τους διπλανούς τους στην καφετέρια με μάτια που στάζουν αγανάκτηση.

-     [Κάποια βλέφαρα έχουν αρχίσει να λυγίζουν. Όχι, αυτό δε συμβαίνει επειδή ζαλίστηκαν έπειτα από την αδιάκοπη ενατένιση του καλοσχηματισμένου νεανικού κώλου που στέκεται, κάπως ντροπαλός, έξω από τις τουαλέτες του τρένου. Ήταν μία ακόμη κοπιαστική μέρα στη δουλειά.]
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το σχετικά πρόσφατο κομμουνιστικό παρελθόν όταν συζητάμε για την εργατιά της Ρουμανίας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως το Τσαουσεσκικό παρελθόν συντηρεί στο συλλογικό συνειδητό μια έντονη, σχεδόν αυτόματη, απέχθεια προς τον εργάτη, άλλοτε το Α και το Ω στο λεκτικό οπλοστάσιο της προπαγάνδας του παλαιού καθεστώτος. 

Είναι ενδιαφέρον πάντως το πόσο συχνά ξεχνούσαμε τις εκατοντάδες χιλιάδες των εργατικών χεριών των μεταναστών στην Ελλάδα. Διότι, εάν ετούτα τα χέρια ήταν χέρια Ελλήνων, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια ραγδαία αναπροσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των μελών της Ελληνικής κοινωνίας. Θα δεχόσουν βλέμματα αηδιασμένα, ποτισμένα φθόνο στο Περιστέρι· βλέμματα οργής και αγανάκτησης στο λιμάνι του Πειραιά. Μιλώντας δηλαδή για τον πρόσφατο παρελθόντα ιστορικό χρόνο, έτσι όπως τον έζησα κι εγώ, η πολυθρύλητη Ελληνική ανοιχτότητα και δεκτικότητα στις προσωπικές σχέσεις, η φημισμένη Ελληνική παρεΐστικη διάθεση, η φιλικότητα, όλα αυτά ευνοήθηκαν σημαντικά από το γεγονός πως η Ελλάδα μετατράπηκε σε τόπο υποδοχής μεταναστών από εξαγωγέας ανθρώπινου δυναμικού επί δεκαετίες. Υπήρξε, και υπάρχει, ο Άλλος (που ήταν από τα ξένα). 

Μ’ αυτό όμως θα ήθελα να είμαι λιγάκι προσεκτικός· δεν θα ήθελα με τίποτα να παραγνωρίσω καθόλου το ακόλουθο.

Θυμάμαι μια φορά που διάβαζα μια συνέντευξη της αμφιλεγόμενης, κουραστικής, μονότονης, αντιδραστικής, ανώριμης καθώς και  έντονης προσωπικότητας που ονομάζεται Σώτη Τριανταφύλλου (αξιοπρεπής συγγραφέας και δουλευταρού κατά τα άλλα). Είχε ξαμολυθεί, ως συνήθως, να περιγράφει την τριτοκοσμική πραγματικότητα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης· στην ερώτηση της, μάλλον μπουχτισμένης, δημοσιογράφου αν εν τέλει υπάρχει κάτι, οτιδήποτε, που να εκτιμά στην σύγχρονη Ελλάδα, η συγγραφέας έδωσε την εξής απάντηση:

«Τη φιλία».

Πράγματι· οι Έλληνες τα κατάφερναν ιδιαίτερως καλά σ’ αυτό το κολοσσιαίο κυριολεκτικά κεφάλαιο της ανθρώπινης δραστηριότητας που ως γνωστόν αναλώνεται κυρίως στη - σωτήρια πάντως - ρουτίνα της καθημερινότητας. Η φιλία, το ξέρουμε, είναι βασικό στοιχείο για την απόλαυση μιας ζωής, λιτής ή και πολυέξοδης.



19.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XVI



Όταν το όνειρο συναντά την πραγματικότητα, την τόσο συχνά ανιαρή πραγματικότητα, η καρδιά πάλλεται. 

(Μιλώ για την καρδιά ως ένα ζωτικό όργανο του ανθρώπινου σώματος φυσικά και όχι σαν ένα κάποιο θεϊκής εμπνεύσεως υπερόπλο που δημοσιογράφοι εντοπίζουν με χαρακτηριστική ευκολία σε «ποιητές» και «ήρωες» αλλά και καθημερινοί άνθρωποι σε  ανυπόφορους τύπους ή ασχημάντρες που - σαν θείο δώρο μες την ατυχία τους - διαθέτουν «καλή καρδιά».)
 
Εκείνες τις στιγμές που η φαντασίωση συναντά την πραγματικότητα, το χαμόγελο είναι ειλικρινές και ο νους δραπετεύει από την σκλαβιά του αντανακλαστικού «πώς να φαίνομαι άραγε;» Ειδικά τα καλοκαίρια, αυτή η ερώτηση, που δε διατυπώνεται πάντα, καταδυναστεύει τον άνθρωπο σε βαθμό κακουργήματος. 

Το όνειρο με το όνομα του: “Nova Classica.” A classic στην κυριολεξία· βρίσκομαι μέσα σε ένα φορητό μουσείο που πλέει στο Δούναβη. Αναρωτιέμαι ποιο να ‘ναι το μυστικό που να εξηγεί τους λόγους που κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερο. Κατέληξα σε αυτό το ενδεχόμενο:

-         - Δεν έχουμε λεφτά για καινούργια πλοία.

«Σάμπως τα πλοία Ρίο-Αντίριο είναι και πολύ καλύτερα;» σκέφτομαι σιωπηλά (μείον το κιτς). Έτσι έχουν τα πράγματα· όπου φτωχός Ρουμάνος ή νεόπλουτος Έλληνας που αδιαφορεί για το συλλογικό καλό και η μοίρα του. Θα μπορούσε όμως να υπάρχει και μια όμορφη λογική πίσω από όλα αυτά, τη χρησιμοποίηση δηλαδή μουσειακών επιβατικών πλοίων. Δεν πετάμε κάτι πριν χαλάσει θα ήταν αυτή η ωραιότατη λογική, που μεταξύ μας τώρα, δε μοιάζει παρά να διέπει ελάχιστες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται καθημερινά μέσα σε επαρχιακά γραφεία κάπου στην Καρδίτσα ή λουξάτα lofts  στο City του Λονδίνου.  

Μίλησαμε (δις) περί κιτς· θα τα περιγράψω λοιπόν έτσι ακριβώς όπως τα είδα.

Στην είσοδο, μια ξυλογραφία κοσμεί το χώρο. Ένα πλοίο στη μέση και από τρεις χωριάτες δεξιά και αριστερά να χαιρετούν εγκάρδια κρατώντας κάθε λογής δώρα. Στο βάθος βρίσκεται το μπαρ. Σκοτεινό, τραπεζάκια ξύλινα σαν σε εστιατόριο μιας μακρινής δεκαετίας, βαριά τραπεζομάντηλα, ένας βαριεστημένος υπάλληλος πουλά ελάχιστα προϊόντα. Πίσω στην είσοδο ξανά κι ανεβαίνουμε τις σκάλες. Στεκόμαστε στη διχάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο από δύο μεριές. Σταματούμε για μια στιγμή όμως ώστε να αποκωδικοποιήσουμε μία ακόμη ξυλογραφία· πολεμιστές πολιορκούν ένα κάστρο κάτω από έναν ήλιο που ανατέλλει. Ένα πλοίο καταφθάνει προς βοήθεια τους από τα νότια, τα τείχη που προστατεύουν τον άγνωστο εχθρό δεν μπορεί παρά να λυγίσουν κάποια στιγμή. Ένδοξοι καιροί! Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, δύο τραπεζαρίες δεξιά και αριστερά φιλοξενούν επιβάτες. Τα καθίσματα καλύπτονται από ύφασμα χοντρό, στολισμένο με γεωμετρικά abstract σχήματα ενώ η αίθουσα μοιάζει με την τραπεζαρία παρηκμασμένου ιδιωτικού σαλονιού τον καιρό του μεσοπολέμου ή κάτι ανάλογο. Βαριά ξύλινα τραπέζια, βαριά και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή, υγρή. Στους τοίχους συναντάμε απροσδιόριστους Θεούς, σύμβολα που υποδηλώνουν κάτι άγνωστο σε μένα, χωρικούς να ασχολούνται με τις καθημερινές τους εργασίες (π.χ. μάζεμα σταφυλιών) ή να κρατούν δώρα ξανά ή και να χορεύουν. Διακρίνω κάπου κάτι σαν ένα θαυμαστό φάρο ενώ μία Θεά δεσπόζει λίγο πιο δίπλα· κάπου κάπου, Ρουμάνικα ονόματα όπως Ana και Iovan υπογράφουν τα έργα. Λογής λογής απεικονίσεις εθνικών μύθων και ίχνη μιας εθνικής ιδεολογίας που ανακαλύφθηκε εκ νέου από το Κομμουνιστικό καθεστώς λίγο μετά την εγκαθίδρυση του κι έπειτα από μια, σχετικά μικρή, περίοδο άρνησης. 

Ανεβαίνοντας πια στο κατάστρωμα, το βρίσκουμε ντυμένο στα μπλε (τι άλλο!?). Όλα είναι όπως ακριβώς τα περιμένεις· μια μεταλλική σκέπη μας προστατεύει από τον ήλιο. Μπλε πλαστικά καθίσματα με καρφωμένα σιδερένια πόδια βρίσκονται ανά τετράδα γύρω από μια ξύλινη επιφάνεια όπου ακουμπά κανείς το κολατσιό του ή και το moleskin του. Παρατηρώ βέβαια κι ένα Johnnie στο γειτονικό τραπέζι· τι κι αν είναι οκτώ το πρωΐ!? Νιάτα!


*
Ξαφνικά νοιώθω σαν να ζωντανεύουν οι περιπέτειες του Λούκυ Λουκ μπροστά μου. Εκεί είχα άλλωστε δει για πρώτη φορά κάτι μεγάλα επιβατικά πλοία με ανοιχτή οροφή να διασχίζουν ένα μεγάλο, άγριο ποταμό. Η Αμερική και ο Mississippi βρίσκονται πολύ μακριά αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Βλέπετε, η Αμερική ήταν μονάχα μια μεταφορά, η Αμερική είναι συχνά μονάχα μια μεταφορά, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο Lamerica του Gianni Amelio. Ζωντάνεψαν πάντως οι σελίδες εκείνου του παιδικού κόμικ· θυμήθηκα εκείνη τη παιδική φαντασίωση που με ήθελε να στέκομαι στις ακτές του Mississippi και να βλέπω φορτία και ανθρώπους να φορτώνονται σε μεγάλα πλοία κάτω από ασφυκτική ζέστη. Και κάπου σ’ εκείνο το σημείο η μεταφορά γάμησε την κυριολεξία. 


12.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XV



Στο λιμάνι κάνουμε έρευνα αγοράς· σκοπός μας είναι να πλεύσουμε στον ποταμό Δούναβη με τη βάρκα κάποιου ντόπιου. Χιλιάδες αποδημητικά πουλιά μας περιμένουν, ικανά απ’ ότι λέγεται να αποζημιώσουν με πολλούς τρόπους τον περίεργο επισκέπτη. Κάνουμε κακή αρχή· 60 ρον την ώρα απορρίπτονται ασυζητητί καθότι άλλωστε μας προσφέρονται με περισσή αγένεια και αδιαφορία ταυτόχρονα. Κλείνουμε τη συμφωνία στα 50 ρον για ένα δίωρο. Η φωνή στην άκρη της νοητής ψηφιακής γραμμής ακούγεται σοβαρή, έως και επαγγελματική.  Το ραντεβού είναι για το επόμενο μεσημέρι στις τέσσερις. Πάμε για ύπνο σχετικά χαρούμενοι. 

Φθάνουμε στην ώρα μας, όπως και εκείνος άλλωστε. Ο ήλιος βαράει άσχημα. Φοράει τζην βερμούδα και μακρυμάνικο πουκάμισο με τα μανίκια διπλωμένα. Είναι γεροδεμένος. Ένα ζευγάρι μοδάτα γυαλιά κρύβει το βλέμμα του που παραμένει άγνωστο σε σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο. Κοντοκουρεμένο, σχεδόν ξυρισμένο, μαλλί, κόκκινα μάγουλα, σαν Σκανδιναβού τουρίστα τη πρώτη του βδομάδα στη Κω, μεγάλο μέτωπο που συνορεύει με το μέρος που παρατηρούνται κάποιες ενδείξεις σταθερής υποχώρησης της τριχοφυΐας. Γίνεται η απαραίτητη χειραψία. «Ελλάδα» του απαντώ στην αναμενόμενη ερώτηση. Συνοφρυώνεται. 

Μόλις έχουμε ξεκινήσει, και αφότου φουλάρουμε τη μηχανή με βενζίνα στο πλωτό βενζινάδικο του ποταμού, επιχειρεί μια πρώτη ερώτηση σχετικά με την χώρα καταγωγής μου που όπως αποδείχτηκε ήταν και η τελευταία: «λοιπόν... έχετε αυτό το πουλί στη χώρα σας;» με ρωτάει δείχνοντας μου έναν μοναχό κορμοράνο που αγνάντευε ανέμελα στο λιμάνι. Ήταν ο τρόπος του τέτοιος, και όχι η ερώτηση καθεαυτή, που θύμισε Ελληναρά που διαλαλεί προς όλους την άγνοια του ισχυριζόμενος πως μόνο στην Ελλάδα το χώμα προσφέρει απλόχερα καρπούζια θαρρείς πως όλοι οι άλλοι τόποι δεν έχουν ξαναδεί καρπούζι καρφωμένο στη γη παρά μόνο ακουμπισμένο πάνω σε κάποιον πάγκο στην κεντρική αγορά της πόλης.

Ήταν ολοφάνερο στα μάτια μου πως θέλησε, προς στιγμήν όπως αποδείχτηκε, να με παρασύρει στο παιχνίδι των εθνικών συγκρίσεων και της ψωροπερηφάνιας για το μέρος που γεννήθηκε ο καθένας μας. 

Για την ιστορία και μόνο, αξίζει να αναφέρουμε δύο λογάκια για το περιεχόμενο της αναστάτωσης του στο άκουσμα της εθνικής μου καταγωγής. Ανήκε πιθανότατα στην ευρύτατη κατηγορία των Ρουμάνων που θεωρούν πως οι Έλληνες την έβγαζαν τόσο καλύτερα απ' αυτούς τις τελευταίες, δύο τουλάχιστον, δεκαετίες ώστε να μην δικαιούνται να ομιλούν τη δεδομένη στιγμή για τα νεααποκτηθέντα βάσανα τους μιας κι αυτοί τα γνωρίζουν πολύ καλύτερα. Υπάρχει όμως και μία άλλη κατηγορία Ρουμάνων πολιτών που μόλις ηχεί στα αυτιά τους η λέξη Έλληνας, ένα μεγάλο χαμόγελο ανθίζει μέχρι τ' αυτιά. Η εικόνα του Έλληνα που αντιστέκεται και διαμαρτύρεται στους δρόμους με περήφανο και ακατάπαυστο τρόπο αναμειγνύεται με την πατροπαράδοτη συμπάθεια-αγάπη-θαυμασμό προς έναν λαό που ζει εξωστρεφώς σε ένα προικισμένο από τους Θεούς τόπο.

Προς μεγάλη μου ανακούφιση πάντως, ο ξεναγός και συνομιλητής μας άλλαξε γνώμη γρήγορα. Δεν έκανε άλλη ερώτηση για την Ελλάδα, δε επιχείρησε κανένα κόλπο, δεν αφέθηκε να προσδώσει στον εαυτό του το ρόλο του θύματος που είχε την ατυχία να γεννηθεί στη Ρουμανία. Σεβάστηκε δηλαδή τον εαυτό του και δε μου το βγάζεις από το μυαλό πως έδρασε συνειδητά· για το υπόλοιπο της συνύπαρξης μας επάνω σε μια παλιά βάρκα με θορυβώδη μηχανή που έχανε λάδια ανέφερε μονάχα τα απαραίτητα που αφορούσαν το ρόλο του ως ξεναγού. Και ήταν καλός ξαναγός.

Κάποια στιγμή μας δείχνει το σημείο που συναντιόταν η Ρωσική Αυτοκρατορία του Τσάρου με την Οθωμανική, σε πόλεμο μεταξύ τους για καιρό· ακολουθώντας την κατεύθυνση του προτεταμένου του χεριού ανακάλυψαμε που φωλιάζουν τα πουλιά του Δέλτα· μας εξήγησε τις διαφορές μεταξύ ενός μωβ κορμοράνου και ενός πορτοκαλί. Έκανε τη δουλειά του σαν επαγγελματίας αποφεύγοντας να μιλήσει για την κρίση, για πολιτικές άδικες, για την προνομιούχα Ελλάδα, για την κακοδαιμονία των Ρουμάνων που διοικούνται από έναν παλιάτσο-πρώην καπετάνιο και άλλα τέτοια. Μιλούσε με προσποιητή Εγγλέζικη προφορά όπως ακριβώς το έκανε και ο φύλακας της Γοτθικής εκκλησίας στην Sighişoara αλλά και εκείνος ο ανεκδιήγητος υπάλληλος-τσιράκι της Καναδικής εταιρείας χρυσού που σκοπεύει να αδειάσει τη Ρουμάνικη γη από όλο της το χρυσάφι με την τακτική του “hit and run”, όπως αποτυπώθηκε μέσα σε όλη του τη θλιβερότητα εμπρός της κάμερας του Εξάντα.

Industrial fishing ήταν η κανονική του δουλειά ενώ τα καλοκαίρια συμπλήρωνε το εισόδημα του ξεναγώντας επισκέπτες με την βάρκα του. όπως καλή ώρα και την αφεντιά μας εκείνο το ζεστό Αυγουστιάτικο απόγευμα. Μας μίλησε και για τα περιβαντολλογικά προβλήματα του Δέλτα του Δούναβη.

«Έχει αδειάσει το ποτάμι από ψάρια... η ζημιά, που είναι παγκόσμια άλλωστε, συντελέστηκε ήδη από τη δεκαετία του ’80... τώρα είναι πια αργά για να αλλάξει το οτιδήποτε...»

Φρόντισα, από ευγένεια, να μη ρωτήσω τίποτα αναφορικά με τη “συνεισφορά” του βιομηχανικού ψαρέματος, που ήταν άλλωστε η δουλειά του, στην καταστροφή που μας περιέγραψε. Δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση κι αυτό κυρίως γιατί η συμπεριφορά του ήταν επαγγελματικώς άριστη και σε καμία στιγμή δεν ένοιωσα ότι τσάμπα ξόδεψα τα λεφτά μου, κάτι που νοιώθει κανείς συχνά σε καλοκαιρινές τουριστικές εξορμήσεις.

«Να κι οι πελεκάνοι... το ξέρατε ότι καθένας απ’ αυτούς καταναλώνει πέντε με έξι κιλά ψάρια την ημέρα; Σκεφτείτε ότι στο Δέλτα έχουμε τον μεγαλύτερο πληθυσμό πελεκάνων της Ευρώπης, περίπου τέσσερις χιλιάδες... ορίστε άλλος ένας λόγος που έχει αδειάσει ο ποταμός από ψάρια...»

Δεν το κρύβω πως μου φάνηκε αρκούντως διασκεδαστική η παρατήρηση του περί πελεκάνων που αδειάζουν τον ποταμό από ψάρια. Το ανέφερε άλλωστε με απόλυτη σοβαρότητα, την ίδια που είχε επιστρατεύσει καθόλη την διάρκεια της ξενάγησης μας. Περίεργη δήλωση σκέφτηκα, το εννοούσε άραγε; Κι αν ναι, ήθελε μήπως να καλύψει κάποια δική του συνεισφορά σε κάποιο περιβαντολλογικό έγκλημα; Ίσως να είχε πια σιχαθεί να βλέπει να αδειάζουν τα ποτάμια και οι θάλασσες από ψάρια από βιομηχανικούς καρχαρίες σαν και το πλοίο στο οποίο εργαζόταν. Κατά την άποψη του πάντως η ζημιά είχε ήδη συντελεστεί τελεσίδικα ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80. Κατά συνέπεια, εννοούσε κάτι άλλο· δεν ευθύνονταν εκείνοι για την όποια ζημιά είχε ήδη συντελεστεί.

Αναρωτιέμαι λοιπόν αν είχε κάποιο δίκιο, αόρατο με μια πρώτη ματιά σε μένα τον αδαή προσωρινό επισκέπτη, σε εκείνη την αμφιλεγόμενη, θα έλεγε κάποιος τρίτος, δήλωση του; Μήπως όντως οι πελεκάνοι καταβρόχθιζαν τόσο μεγάλες ποσότητες ψαριών που τις στερούνταν οι άνθρωποι; Ίσως να πίστευε πως όλες αυτές οι προστατεύομενες περιοχές φυσικού κάλλους να στερούσαν από τους ανθρώπους πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα μπορούσαν να βγάλουν από τη μιζέρια τους ανθρώπους που τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Μήπως εν τέλει είχε βαρεθεί την καταπίεση που του ασκούσαν όλοι εκείνοι που ερχόντουσαν από μακριά ώστε να βάλουν όρια στους ντόπιους, να τους αναγκάσουν να ψαρεύουν λιγότερο, να τους επιβάλλουν πως όλοι εκείνοι οι πελεκάνοι θα έπρεπε να συνεχίσουν να τα περνάνε φίνα στου Δέλτα τα υγρά μέρη και οι κορμοράνοι να πετούν ανέμελα από δέντρο σε δέντρο; 

Ίσως να μην ήξερε τι είναι σωστό και τι όχι. Ίσως να ήταν μπερδεμένος όπως είμαστε κι όλοι εμείς άλλωστε όταν διερωτόμαστε τι θα ‘πρεπε να γίνει με τον τάδε και το δείνα τόπο που οφείλει να προστατευτεί για το καλό του πλανήτη και κατά συνέπεια και του ανθρώπου την ίδια στιγμή που η φτώχεια θερίζει. 

Εκ των υστέρων, νομίζω πως καταλαβαίνω ακριβώς τι ήθελε να πει· φροντίζουν τους πελεκάνους περισσότερο από τους ντόποιους μάλλον ήθελε να μας πει. Οι πελεκάνοι αποτελούν πολύτιμο και απαραίτητο μέρος του οικοσυστήματος όπως ακριβώς και οι άνθρωποι αποτελούν μέρος του οικοσυστήματος, άνθρωποι ντόπιοι ψαρεύουν σ’ αυτά τα μέρη εδώ και πολλά πολλά πολλά χρόνια· φροντίζουν τους πελεκάνους περισσότερο από τους ανθρώπους ίσως να ήθελε να βροντοφωνάξει. Ήθελε να μιλήσει για τα δίκια του όπως όλοι οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν για τα δίκια τους που φυσικά ενίοτε δεν είναι καθόλου δίκια.

Λίγο αργότερα θα κάνουμε μια σύντομη στάση εμπρός ανός κτιριακού συγκροτήματος που κάποτε αποτελούσε το κέντρο της αλιευτικής δραστηριότητας της περιοχής. Κομμουνιστικό κατάλοιπο που παραμένει κατάλοιπο ως τι μέρες μας καθώς στέκει εκεί ερημωμένο και στενάχωρο. «Εδώ θα μπορούσαμε να έχουμε ένα μουσείο» αναφωνεί περίλυπος. Πράγματι, ήταν μια σκέψη που μόλις είχε περάσει κι από το δικό μου μυαλό και αν δε διάβασε τη σκέψη μου, που τον είχα ικανό δηλαδή, τότε μάλλον πως συμφωνούσαμε πάνω στο θέμα.  

Μεγάλες, όμορφες θα έλεγα, ξύλινες βάρκες - μνημεία του παρελθόντος βρίσκονταν αμήχανα δεμένες ακριβώς μπροστά μας· το κτίριο, μακρόστενο με πολλές αίθουσες, φάνταζε ιδανικό να φιλοξενήσει την ιστορία της αλιείας στο Δούναβη από τις εποχές που οι Δάκες κατοικούσαν εδώ ενώ μια μόνιμη έκθεση φωτογραφίας θα μας ξεναγούσε στους τρόπους και τα γιατί της αλιευτικής δραστηριότητα επί κομμουνισμού. «Ίσως κάποτε στο μέλλον» σκέφτομαι ενόσω δίπλα μας κυριαρχεί η εικόνα εκατοντάδων κίτρινων νούφαρων.


*
Διακρίνω κάποια λάδια στην επιφάνεια του νερού ύψους μισού μέτρου· «βρωμιά είναι αυτό;» ρωτάω, ίσως αφελώς, ίσως σκοπίμως, δεν κατάφερα να διακρίνω τι από τα δύο ήταν.  Απαντά με μια ακατανόητη λέξη που ίσα που βγαίνει από τα χείλη του η οποία υποδεικνύει ένα «ναι» σύμφωνα και με τη βοήθεια της γλώσσας του σώματος. Η συζήτηση επί του θέματος τελειώνει εκεί.

Η σύνοψη: μια ανέμελη Αυγουστιάτικη βαρκάδα, ένα μεροκάματο, και λίγα λάδια μηχανής με φόντο χιλιάδες φτερούγες ανοιγμένες να σκίζουν τον ουρανό...