Για να
επιστρέψουμε στο θέμα της Ρουμάνικης εργατιάς, ή καλύτερα στις σχέσεις της με
τη μεσαία, βασικά, τάξη, θα εξετάσουμε μια κινηματογραφική ταινία που
κυκλοφόρησε αυτή τη χρονιά. Η τελευταία ταινία του Tudor Giurgiu (Despre oameni şi melci) προβλήθηκε για πρώτη φορά στο θερινό
κινηματογραφικό φεστιβάλ που έλαβε χώρα μεταξύ κάμπινγκ και ξενοδοχείου στο
χωριό του Άϊ Γιώργη. Η Ρουμάνικη εργατιά βρίσκεται λοιπόν σε πρώτο πλάνο στην
ταινία που διαδραματίζεται λίγο μετά την πτώση του καθεστώτος.
Βρισκόμαστε
στο 1991 και ένα (ακόμη) εργοστάσιο πρόκειται να κλείσει. Γάλλοι επενδυτές
αποφασίζουν να αγοράσουν το εργοστάσιο έχοντας απώτερο σκοπό να σταματήσουν
άμεσα τη λειτουργία του κρύβοντας όμως τις προθέσεις τους από όλους τους ενδιαφερόμενους
εκτός του διευθυντή που διαπραγματεύεται άλλωστε όλες τις λεπτομέρειες της
συμφωνίας. Στο πρόσωπο του διευθυντή καθρεπτίζεται προφανέστατα ο τότε
πρωθυπουργός της Ρουμανίας ονόματι Ιλιέσκου. Ο διευθυντής είναι ένα δόλιος
εμπαιχτής, ένας γνήσιος εξαπατητής, ένας λιμοκοντόρος που αντιπροσωπεύει την
οπορτουνιστική και αδηφάγα άρχουσα τάξη της Ρουμανίας κατά τα πρώτα
μετα-κομμουνιστικά χρόνια. Με τα πολλά, οι εργάτες του εργοστασίου μαθαίνουν
για τα σχέδια «επενδυτών» - διοίκησης του εργοστασίου και αποφασίζουν διά συνελεύσεως
να δράσουν. Θα δοκιμάσουν να συγκεντρώσουν το ποσό που απαιτείται για την
εξαγορά του εργοστασίου, ποσό που φυσικά δεν τους βρίσκεται πρόχειρο. Μια
φαεινή ιδέα του ηγέτη της ομάδας γεμίζει με όνειρα τους εργάτες· θα δωρίσουν
σπέρμα! Κατεβαίνουν το λοιπόν με το τρένο στην πρωτεύουσα (το εργοστάσιο
βρίσκεται κάπου έξω από το Βουκουρέστι). Το σχέδιο αποτυγχάνει παταγωδώς καθώς
συν τοις άλλοις μαθαίνουμε πως η Αμερικάνικη εταιρία συλλογής σπέρματος
αναζητούσε ψηλούς, ξανθούς και εκλεπτυσμένους δότες σπέρματος ενώ φυσικά δεν
τους χρειαζόταν μια ποσότητα ικανή να γονιμοποιήσει μονομιάς μια ολόκληρη
κοινότητα με προβλήματα γονιμοποίησης κάπου σ’ αυτή τη Γη. Στο τέλος της
ταινίας (κωμική· σχετικά καλοφτιαγμένη), θα βρεθεί μια λύση: οι εργάτες
βγαίνουν στους αγρούς όπου και μαζεύουν σαλιγκάρια για τους Γάλλους οι οποίοι
τα κάνουν κονσέρβες· Happy end!
Η ταινία
ειρωνεύεται την, πιο δραματική είναι η αλήθεια, κάθοδο των ανθρακωρύχων στο
Βουκουρέστι με σκοπό να καθαρίσουν τους δρόμους από τους ενοχλητικούς που
διαδήλωναν λίγους μήνες μετά την πτώση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου. Ήταν
τότε που χιλιάδες ανθρακωρύχοι κατέστειλλαν την ορμή φοιτητών και άλλων διαμαρτυρόμενων
ενάντια σε ότι εκείνοι έβλεπαν ως ανεπαρκείς ή και υποκριτικές προσπάθειες από
πλευράς της κυβέρνησης Ιλιέσκου προς ανατροπή του παλαιού status quo. Υπήρξαν περισσότερες από μία κάθοδοι
ανθρακωρύχων σε ρόλο ΜΑΤ στην πρωτεύουσα προς όφελος, και υπό τις οδηγίες, των
κυβερνώντων. Το αίμα γίνεται... σπέρμα λοιπόν σε μια προσπάθεια εξορκισμού των
κακών αναμνήσεων σατιρίζοντας ταυτόχρονα τους πρωταγωνιστές εκείνης της
ιστορίας.
Με άλλα
λόγια, η ταινία υποδεικνύει δύο πράγματα: α) τη χαώδη απόσταση που χωρίζει τη
μεσαία τάξη από την κατώτερη, λεγόμενη και εργατική, εν έτει 2012 αλλά φυσικά
και καθόλη τη διάρκεια των 23 τελευταίων ετών στη Ρουμανία και β) τη βαθιά
απέχθεια των Ρουμάνων της μεσαίας τάξης (π.χ. οι θεατές της ταινίας σε εκείνο
το θερινό φεστιβάλ) προς την αμέσως παρακάτω κοινωνική τάξη από τη δική τους,
απέχθεια που εξηγείται από τον - στα χαρτιά τουλάχιστον - κεντρικό ρόλο που
κατείχε η τάξη των εργατών στο κομμουνιστικό καθεστώς. Τα δύο αυτά
χαρακτηριστικά της Ρουμάνικης κοινωνίας δύναται να ιδωθούν και υπό ένα
γενικότερο πρίσμα· από το χάος δηλαδή που χωρίζει τη μεσαία από την κατώτερη
της τάξη (η κατώτατη θα ήταν εκείνη των sans-papiers), τουλάχιστον στη συνείδηση των εκπροσώπων
της, καθώς και τη δαιμονοποίηση των εκπροσώπων της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο - σε ότι αφορά τη Δύση - επίπεδο.
Η ταινία του
Tudor
Giurgiu δηλώνει
και κάτι ακόμη, τουλάχιστον έμμεσα· καθόλη τη διάρκεια της ξεχειλίζει μια έντονη
μελαγχολική διάθεση που εκφράζεται κυρίως μέσα από τα μονοπάτια της πολύ
γνώριμης αυτο-θυματοποίησης των Ρουμάνων. Τα τελευταία πέντε δέκα χρόνια μια
πλειάδα από αξιόλογες ταινίες που πραγματεύονται θέματα κοινωνικά, είτε στα
χρόνια του Τσαουσέσκου είτε στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα,
παρουσίασαν μια ιδιαίτερα έντονη διάθεση αυτο-κριτικής που εκφράστηκε κυρίως με
μαύρο χιούμορ που αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Εντός και εκτός της μεγάλης
οθόνης, ένα διαρκές αυτο-μαστίγωμα καθηλώνει το Ρουμάνικο συλλογικό συνειδητό
σε μια ψυχική κατάσταση που δηλώνει ενοχή ή και αδυναμία.
No comments:
Post a Comment