Στο λιμάνι κάνουμε έρευνα αγοράς· σκοπός μας είναι να πλεύσουμε
στον ποταμό Δούναβη με τη βάρκα κάποιου ντόπιου. Χιλιάδες αποδημητικά πουλιά
μας περιμένουν, ικανά απ’ ότι λέγεται να αποζημιώσουν με πολλούς τρόπους τον
περίεργο επισκέπτη. Κάνουμε κακή αρχή· 60 ρον την ώρα απορρίπτονται ασυζητητί
καθότι άλλωστε μας προσφέρονται με περισσή αγένεια και αδιαφορία ταυτόχρονα.
Κλείνουμε τη συμφωνία στα 50 ρον για ένα δίωρο. Η φωνή στην άκρη της νοητής
ψηφιακής γραμμής ακούγεται σοβαρή, έως και επαγγελματική. Το ραντεβού
είναι για το επόμενο μεσημέρι στις τέσσερις. Πάμε για ύπνο σχετικά χαρούμενοι.
Φθάνουμε στην ώρα μας, όπως και εκείνος άλλωστε. Ο ήλιος βαράει
άσχημα. Φοράει τζην βερμούδα και μακρυμάνικο πουκάμισο με τα μανίκια διπλωμένα.
Είναι γεροδεμένος. Ένα ζευγάρι μοδάτα γυαλιά κρύβει το βλέμμα του που παραμένει
άγνωστο σε σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο. Κοντοκουρεμένο, σχεδόν ξυρισμένο,
μαλλί, κόκκινα μάγουλα, σαν Σκανδιναβού τουρίστα τη πρώτη του βδομάδα στη Κω,
μεγάλο μέτωπο που συνορεύει με το μέρος που παρατηρούνται κάποιες ενδείξεις σταθερής
υποχώρησης της τριχοφυΐας. Γίνεται η απαραίτητη χειραψία. «Ελλάδα» του απαντώ
στην αναμενόμενη ερώτηση. Συνοφρυώνεται.
Μόλις έχουμε ξεκινήσει, και αφότου φουλάρουμε τη μηχανή με βενζίνα
στο πλωτό βενζινάδικο του ποταμού, επιχειρεί μια πρώτη ερώτηση σχετικά με την
χώρα καταγωγής μου που όπως αποδείχτηκε ήταν και η τελευταία: «λοιπόν... έχετε
αυτό το πουλί στη χώρα σας;» με ρωτάει δείχνοντας μου έναν μοναχό κορμοράνο που
αγνάντευε ανέμελα στο λιμάνι. Ήταν ο τρόπος του τέτοιος, και όχι η ερώτηση
καθεαυτή, που θύμισε Ελληναρά που διαλαλεί προς όλους την άγνοια του
ισχυριζόμενος πως μόνο στην Ελλάδα το χώμα προσφέρει απλόχερα καρπούζια θαρρείς
πως όλοι οι άλλοι τόποι δεν έχουν ξαναδεί καρπούζι καρφωμένο στη γη παρά μόνο
ακουμπισμένο πάνω σε κάποιον πάγκο στην κεντρική αγορά της πόλης.
Ήταν ολοφάνερο στα μάτια μου πως θέλησε, προς στιγμήν όπως
αποδείχτηκε, να με παρασύρει στο παιχνίδι των εθνικών συγκρίσεων και της
ψωροπερηφάνιας για το μέρος που γεννήθηκε ο καθένας μας.
Για την ιστορία και μόνο, αξίζει να αναφέρουμε δύο λογάκια για το
περιεχόμενο της αναστάτωσης του στο άκουσμα της εθνικής μου καταγωγής. Ανήκε πιθανότατα
στην ευρύτατη κατηγορία των Ρουμάνων που θεωρούν πως οι Έλληνες την έβγαζαν
τόσο καλύτερα απ' αυτούς τις τελευταίες, δύο τουλάχιστον, δεκαετίες ώστε να μην
δικαιούνται να ομιλούν τη δεδομένη στιγμή για τα νεααποκτηθέντα βάσανα τους μιας
κι αυτοί τα γνωρίζουν πολύ καλύτερα. Υπάρχει όμως και μία άλλη κατηγορία
Ρουμάνων πολιτών που μόλις ηχεί στα αυτιά τους η λέξη Έλληνας, ένα μεγάλο χαμόγελο
ανθίζει μέχρι τ' αυτιά. Η εικόνα του Έλληνα που αντιστέκεται και διαμαρτύρεται
στους δρόμους με περήφανο και ακατάπαυστο τρόπο αναμειγνύεται με την πατροπαράδοτη
συμπάθεια-αγάπη-θαυμασμό προς έναν λαό που ζει εξωστρεφώς σε ένα προικισμένο
από τους Θεούς τόπο.
Προς μεγάλη
μου ανακούφιση πάντως, ο ξεναγός και συνομιλητής μας άλλαξε γνώμη γρήγορα. Δεν
έκανε άλλη ερώτηση για την Ελλάδα, δε επιχείρησε κανένα κόλπο, δεν αφέθηκε να
προσδώσει στον εαυτό του το ρόλο του θύματος που είχε την ατυχία να γεννηθεί
στη Ρουμανία. Σεβάστηκε δηλαδή τον εαυτό του και δε μου το βγάζεις από το μυαλό
πως έδρασε συνειδητά· για το υπόλοιπο της συνύπαρξης μας επάνω σε μια παλιά
βάρκα με θορυβώδη μηχανή που έχανε λάδια ανέφερε μονάχα τα απαραίτητα που
αφορούσαν το ρόλο του ως ξεναγού. Και ήταν καλός ξαναγός.
Κάποια
στιγμή μας δείχνει το σημείο που συναντιόταν η Ρωσική Αυτοκρατορία του Τσάρου
με την Οθωμανική, σε πόλεμο μεταξύ τους για καιρό· ακολουθώντας την κατεύθυνση
του προτεταμένου του χεριού ανακάλυψαμε που φωλιάζουν τα πουλιά του Δέλτα· μας
εξήγησε τις διαφορές μεταξύ ενός μωβ κορμοράνου και ενός πορτοκαλί. Έκανε τη
δουλειά του σαν επαγγελματίας αποφεύγοντας να μιλήσει για την κρίση, για
πολιτικές άδικες, για την προνομιούχα Ελλάδα, για την κακοδαιμονία των Ρουμάνων
που διοικούνται από έναν παλιάτσο-πρώην καπετάνιο και άλλα τέτοια. Μιλούσε με
προσποιητή Εγγλέζικη προφορά όπως ακριβώς το έκανε και ο φύλακας της Γοτθικής
εκκλησίας στην Sighişoara αλλά και εκείνος ο ανεκδιήγητος υπάλληλος-τσιράκι της
Καναδικής εταιρείας χρυσού που σκοπεύει να αδειάσει τη Ρουμάνικη γη από όλο της
το χρυσάφι με την τακτική του “hit and run”, όπως
αποτυπώθηκε μέσα σε όλη του τη θλιβερότητα εμπρός της κάμερας του Εξάντα.
Industrial
fishing ήταν η
κανονική του δουλειά ενώ τα καλοκαίρια συμπλήρωνε το εισόδημα του ξεναγώντας
επισκέπτες με την βάρκα του. όπως καλή ώρα και την αφεντιά μας εκείνο το ζεστό Αυγουστιάτικο
απόγευμα. Μας μίλησε και για τα περιβαντολλογικά προβλήματα του Δέλτα του
Δούναβη.
«Έχει
αδειάσει το ποτάμι από ψάρια... η ζημιά, που είναι παγκόσμια άλλωστε,
συντελέστηκε ήδη από τη δεκαετία του ’80... τώρα είναι πια αργά για να αλλάξει
το οτιδήποτε...»
Φρόντισα,
από ευγένεια, να μη ρωτήσω τίποτα αναφορικά με τη “συνεισφορά” του βιομηχανικού
ψαρέματος, που ήταν άλλωστε η δουλειά του, στην καταστροφή που μας περιέγραψε.
Δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση κι αυτό κυρίως γιατί η συμπεριφορά του
ήταν επαγγελματικώς άριστη και σε καμία στιγμή δεν ένοιωσα ότι τσάμπα ξόδεψα τα
λεφτά μου, κάτι που νοιώθει κανείς συχνά σε καλοκαιρινές τουριστικές εξορμήσεις.
«Να κι οι
πελεκάνοι... το ξέρατε ότι καθένας απ’ αυτούς καταναλώνει πέντε με έξι κιλά
ψάρια την ημέρα; Σκεφτείτε ότι στο Δέλτα έχουμε τον μεγαλύτερο πληθυσμό
πελεκάνων της Ευρώπης, περίπου τέσσερις χιλιάδες... ορίστε άλλος ένας λόγος που
έχει αδειάσει ο ποταμός από ψάρια...»
Δεν το κρύβω
πως μου φάνηκε αρκούντως διασκεδαστική η παρατήρηση του περί πελεκάνων που
αδειάζουν τον ποταμό από ψάρια. Το ανέφερε άλλωστε με απόλυτη σοβαρότητα, την
ίδια που είχε επιστρατεύσει καθόλη την διάρκεια της ξενάγησης μας. Περίεργη
δήλωση σκέφτηκα, το εννοούσε άραγε; Κι αν ναι, ήθελε μήπως να καλύψει κάποια
δική του συνεισφορά σε κάποιο περιβαντολλογικό έγκλημα; Ίσως να είχε πια
σιχαθεί να βλέπει να αδειάζουν τα ποτάμια και οι θάλασσες από ψάρια από βιομηχανικούς
καρχαρίες σαν και το πλοίο στο οποίο εργαζόταν. Κατά την άποψη του πάντως η
ζημιά είχε ήδη συντελεστεί τελεσίδικα ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80.
Κατά συνέπεια, εννοούσε κάτι άλλο· δεν ευθύνονταν εκείνοι για την όποια ζημιά
είχε ήδη συντελεστεί.
Αναρωτιέμαι λοιπόν
αν είχε κάποιο δίκιο, αόρατο με μια πρώτη ματιά σε μένα τον αδαή προσωρινό
επισκέπτη, σε εκείνη την αμφιλεγόμενη, θα έλεγε κάποιος τρίτος, δήλωση του;
Μήπως όντως οι πελεκάνοι καταβρόχθιζαν τόσο μεγάλες ποσότητες ψαριών που τις στερούνταν
οι άνθρωποι; Ίσως να πίστευε πως όλες αυτές οι προστατεύομενες περιοχές φυσικού
κάλλους να στερούσαν από τους ανθρώπους πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα
μπορούσαν να βγάλουν από τη μιζέρια τους ανθρώπους που τα έβγαζαν πέρα με
δυσκολία. Μήπως εν τέλει είχε βαρεθεί την καταπίεση που του ασκούσαν όλοι
εκείνοι που ερχόντουσαν από μακριά ώστε να βάλουν όρια στους ντόπιους, να τους
αναγκάσουν να ψαρεύουν λιγότερο, να τους επιβάλλουν πως όλοι εκείνοι οι
πελεκάνοι θα έπρεπε να συνεχίσουν να τα περνάνε φίνα στου Δέλτα τα υγρά μέρη
και οι κορμοράνοι να πετούν ανέμελα από δέντρο σε δέντρο;
Ίσως να μην
ήξερε τι είναι σωστό και τι όχι. Ίσως να ήταν μπερδεμένος όπως είμαστε κι όλοι
εμείς άλλωστε όταν διερωτόμαστε τι θα ‘πρεπε να γίνει με τον τάδε και το δείνα
τόπο που οφείλει να προστατευτεί για το καλό του πλανήτη και κατά συνέπεια και
του ανθρώπου την ίδια στιγμή που η φτώχεια θερίζει.
Εκ των υστέρων,
νομίζω πως καταλαβαίνω ακριβώς τι ήθελε να πει· φροντίζουν τους πελεκάνους
περισσότερο από τους ντόποιους μάλλον ήθελε να μας πει. Οι πελεκάνοι αποτελούν
πολύτιμο και απαραίτητο μέρος του οικοσυστήματος όπως ακριβώς και οι άνθρωποι
αποτελούν μέρος του οικοσυστήματος, άνθρωποι ντόπιοι ψαρεύουν σ’ αυτά τα μέρη
εδώ και πολλά πολλά πολλά χρόνια· φροντίζουν τους πελεκάνους περισσότερο από
τους ανθρώπους ίσως να ήθελε να βροντοφωνάξει. Ήθελε να μιλήσει για τα δίκια
του όπως όλοι οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν για τα δίκια τους που φυσικά
ενίοτε δεν είναι καθόλου δίκια.
Λίγο
αργότερα θα κάνουμε μια σύντομη στάση εμπρός ανός κτιριακού συγκροτήματος που
κάποτε αποτελούσε το κέντρο της αλιευτικής δραστηριότητας της περιοχής.
Κομμουνιστικό κατάλοιπο που παραμένει κατάλοιπο ως τι μέρες μας καθώς στέκει
εκεί ερημωμένο και στενάχωρο. «Εδώ θα μπορούσαμε να έχουμε ένα μουσείο»
αναφωνεί περίλυπος. Πράγματι, ήταν μια σκέψη που μόλις είχε περάσει κι από το
δικό μου μυαλό και αν δε διάβασε τη σκέψη μου, που τον είχα ικανό δηλαδή, τότε
μάλλον πως συμφωνούσαμε πάνω στο θέμα.
Μεγάλες,
όμορφες θα έλεγα, ξύλινες βάρκες - μνημεία του παρελθόντος βρίσκονταν αμήχανα
δεμένες ακριβώς μπροστά μας· το κτίριο, μακρόστενο με πολλές αίθουσες, φάνταζε ιδανικό
να φιλοξενήσει την ιστορία της αλιείας στο Δούναβη από τις εποχές που οι
Δάκες κατοικούσαν εδώ ενώ μια μόνιμη έκθεση φωτογραφίας θα μας ξεναγούσε στους
τρόπους και τα γιατί της αλιευτικής δραστηριότητα επί κομμουνισμού. «Ίσως
κάποτε στο μέλλον» σκέφτομαι ενόσω δίπλα μας κυριαρχεί η εικόνα εκατοντάδων
κίτρινων νούφαρων.
*
Διακρίνω
κάποια λάδια στην επιφάνεια του νερού ύψους μισού μέτρου· «βρωμιά είναι αυτό;»
ρωτάω, ίσως αφελώς, ίσως σκοπίμως, δεν κατάφερα να διακρίνω τι από τα δύο
ήταν. Απαντά με μια ακατανόητη λέξη που
ίσα που βγαίνει από τα χείλη του η οποία υποδεικνύει ένα «ναι» σύμφωνα και με τη
βοήθεια της γλώσσας του σώματος. Η συζήτηση επί του θέματος τελειώνει εκεί.
Η σύνοψη: μια
ανέμελη Αυγουστιάτικη βαρκάδα, ένα μεροκάματο, και λίγα λάδια μηχανής με φόντο
χιλιάδες φτερούγες ανοιγμένες να σκίζουν τον ουρανό...
No comments:
Post a Comment