19.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XVI



Όταν το όνειρο συναντά την πραγματικότητα, την τόσο συχνά ανιαρή πραγματικότητα, η καρδιά πάλλεται. 

(Μιλώ για την καρδιά ως ένα ζωτικό όργανο του ανθρώπινου σώματος φυσικά και όχι σαν ένα κάποιο θεϊκής εμπνεύσεως υπερόπλο που δημοσιογράφοι εντοπίζουν με χαρακτηριστική ευκολία σε «ποιητές» και «ήρωες» αλλά και καθημερινοί άνθρωποι σε  ανυπόφορους τύπους ή ασχημάντρες που - σαν θείο δώρο μες την ατυχία τους - διαθέτουν «καλή καρδιά».)
 
Εκείνες τις στιγμές που η φαντασίωση συναντά την πραγματικότητα, το χαμόγελο είναι ειλικρινές και ο νους δραπετεύει από την σκλαβιά του αντανακλαστικού «πώς να φαίνομαι άραγε;» Ειδικά τα καλοκαίρια, αυτή η ερώτηση, που δε διατυπώνεται πάντα, καταδυναστεύει τον άνθρωπο σε βαθμό κακουργήματος. 

Το όνειρο με το όνομα του: “Nova Classica.” A classic στην κυριολεξία· βρίσκομαι μέσα σε ένα φορητό μουσείο που πλέει στο Δούναβη. Αναρωτιέμαι ποιο να ‘ναι το μυστικό που να εξηγεί τους λόγους που κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερο. Κατέληξα σε αυτό το ενδεχόμενο:

-         - Δεν έχουμε λεφτά για καινούργια πλοία.

«Σάμπως τα πλοία Ρίο-Αντίριο είναι και πολύ καλύτερα;» σκέφτομαι σιωπηλά (μείον το κιτς). Έτσι έχουν τα πράγματα· όπου φτωχός Ρουμάνος ή νεόπλουτος Έλληνας που αδιαφορεί για το συλλογικό καλό και η μοίρα του. Θα μπορούσε όμως να υπάρχει και μια όμορφη λογική πίσω από όλα αυτά, τη χρησιμοποίηση δηλαδή μουσειακών επιβατικών πλοίων. Δεν πετάμε κάτι πριν χαλάσει θα ήταν αυτή η ωραιότατη λογική, που μεταξύ μας τώρα, δε μοιάζει παρά να διέπει ελάχιστες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται καθημερινά μέσα σε επαρχιακά γραφεία κάπου στην Καρδίτσα ή λουξάτα lofts  στο City του Λονδίνου.  

Μίλησαμε (δις) περί κιτς· θα τα περιγράψω λοιπόν έτσι ακριβώς όπως τα είδα.

Στην είσοδο, μια ξυλογραφία κοσμεί το χώρο. Ένα πλοίο στη μέση και από τρεις χωριάτες δεξιά και αριστερά να χαιρετούν εγκάρδια κρατώντας κάθε λογής δώρα. Στο βάθος βρίσκεται το μπαρ. Σκοτεινό, τραπεζάκια ξύλινα σαν σε εστιατόριο μιας μακρινής δεκαετίας, βαριά τραπεζομάντηλα, ένας βαριεστημένος υπάλληλος πουλά ελάχιστα προϊόντα. Πίσω στην είσοδο ξανά κι ανεβαίνουμε τις σκάλες. Στεκόμαστε στη διχάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο από δύο μεριές. Σταματούμε για μια στιγμή όμως ώστε να αποκωδικοποιήσουμε μία ακόμη ξυλογραφία· πολεμιστές πολιορκούν ένα κάστρο κάτω από έναν ήλιο που ανατέλλει. Ένα πλοίο καταφθάνει προς βοήθεια τους από τα νότια, τα τείχη που προστατεύουν τον άγνωστο εχθρό δεν μπορεί παρά να λυγίσουν κάποια στιγμή. Ένδοξοι καιροί! Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, δύο τραπεζαρίες δεξιά και αριστερά φιλοξενούν επιβάτες. Τα καθίσματα καλύπτονται από ύφασμα χοντρό, στολισμένο με γεωμετρικά abstract σχήματα ενώ η αίθουσα μοιάζει με την τραπεζαρία παρηκμασμένου ιδιωτικού σαλονιού τον καιρό του μεσοπολέμου ή κάτι ανάλογο. Βαριά ξύλινα τραπέζια, βαριά και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή, υγρή. Στους τοίχους συναντάμε απροσδιόριστους Θεούς, σύμβολα που υποδηλώνουν κάτι άγνωστο σε μένα, χωρικούς να ασχολούνται με τις καθημερινές τους εργασίες (π.χ. μάζεμα σταφυλιών) ή να κρατούν δώρα ξανά ή και να χορεύουν. Διακρίνω κάπου κάτι σαν ένα θαυμαστό φάρο ενώ μία Θεά δεσπόζει λίγο πιο δίπλα· κάπου κάπου, Ρουμάνικα ονόματα όπως Ana και Iovan υπογράφουν τα έργα. Λογής λογής απεικονίσεις εθνικών μύθων και ίχνη μιας εθνικής ιδεολογίας που ανακαλύφθηκε εκ νέου από το Κομμουνιστικό καθεστώς λίγο μετά την εγκαθίδρυση του κι έπειτα από μια, σχετικά μικρή, περίοδο άρνησης. 

Ανεβαίνοντας πια στο κατάστρωμα, το βρίσκουμε ντυμένο στα μπλε (τι άλλο!?). Όλα είναι όπως ακριβώς τα περιμένεις· μια μεταλλική σκέπη μας προστατεύει από τον ήλιο. Μπλε πλαστικά καθίσματα με καρφωμένα σιδερένια πόδια βρίσκονται ανά τετράδα γύρω από μια ξύλινη επιφάνεια όπου ακουμπά κανείς το κολατσιό του ή και το moleskin του. Παρατηρώ βέβαια κι ένα Johnnie στο γειτονικό τραπέζι· τι κι αν είναι οκτώ το πρωΐ!? Νιάτα!


*
Ξαφνικά νοιώθω σαν να ζωντανεύουν οι περιπέτειες του Λούκυ Λουκ μπροστά μου. Εκεί είχα άλλωστε δει για πρώτη φορά κάτι μεγάλα επιβατικά πλοία με ανοιχτή οροφή να διασχίζουν ένα μεγάλο, άγριο ποταμό. Η Αμερική και ο Mississippi βρίσκονται πολύ μακριά αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Βλέπετε, η Αμερική ήταν μονάχα μια μεταφορά, η Αμερική είναι συχνά μονάχα μια μεταφορά, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο Lamerica του Gianni Amelio. Ζωντάνεψαν πάντως οι σελίδες εκείνου του παιδικού κόμικ· θυμήθηκα εκείνη τη παιδική φαντασίωση που με ήθελε να στέκομαι στις ακτές του Mississippi και να βλέπω φορτία και ανθρώπους να φορτώνονται σε μεγάλα πλοία κάτω από ασφυκτική ζέστη. Και κάπου σ’ εκείνο το σημείο η μεταφορά γάμησε την κυριολεξία. 


No comments:

Post a Comment