30.1.12

Στη Ρουμανία VIII


Δευτέρα 19/12/2011, 11:40



II.

Έχω χώσει τη μούρη μου ανάμεσα από δύο σιδερένια κάγκελα και κοιτώ προς το νεκροταφείο της πόλης της Sighişoara. Πίσω μου, και πααάνω στο λόφο, εκατό τόσα σκαλιά με ξύλινο στέγαστρο ανέβηκα, βρίσκεται η Biserica din Deal (The Church on the Hill). Ενδιαφέρουσα και τα ρέστα.

Ο υπάλληλος του μουσείου δείχνει έντονο ενδιαφέρον να μάθει την εθνικότητα μου. Εγώ πάντως βολτάρω ανέμελα με το μυαλό καρφωμένο στις λεπτομέρειες καθώς αδυνατώ να συλλάβω διανοητικά το όλον (όταν βρίσκομαι μέσα σε εκκλησίες με πιάνει η ειλικρίνεια). Σύντομα οι οδηγίες για το κοινό φθάνουν στα χέρια μου στα ελληνικά. Τις είχα ήδη στα αγγλικά, «τι να το κάνω τούτο το κακομεταφρασμένο πράμα» αναρωτιέμαι αφότου τον ευχαριστήσω ευγενικά μιας και να βοηθήσει ήθελε ο άνθρωπος. Ίσως βέβαια να ήθελε να μου πιάσει την κουβέντα. Κάνω άλλη μια γύρα στο εσωτερικό της εκκλησίας, μου κάνουν εντύπωση διάφορα πράγματα. 

Θαμπώνομαι εύκολα όταν επισκέπτομαι παλαιούς ναούς τα τελευταία δύο περίπου χρόνια. Αναρωτιέμαι πώς να ‘ταν να ζούσες τότε. Είναι αλήθεια πως μονάχα ψήγματα φανερώνονται μπροστά σου ακόμα κι έπειτα από ενδελεχή μελέτη και επιτόπια έρευνα. Συνέβαιναν θαύματα τότε; Κι αν ναι, γιατί σταμάτησαν να λαμβάνουν χώρα άραγε; Θαύματα συνέβαιναν από πάντοτε και συνεχίζουν να συμβαίνουν. Θαύμα δεν είναι που καταφέρνουμε και συνυπάρχουμε; Κάθε φορά που μια ομάδα ανθρώπων προσεύχεται μαζί κάτω από την ίδια στέγη είναι ένα μικρό θαύμα. Μεγάλο θαύμα είναι που ο Félix Guattari και ο Giles Delleuze κατάφεραν να κάνουν πέρα τα Εγώ τους και συνέγραψαν τόσα βιβλία μαζί!

Χαμένος μέσα σε αφηρημένες σκέψεις κατευθύνομαι προς την έξοδο. Με σταματά ο ίδιος υπάλληλος. Με ρωτάει κάτι με συστολή, λίγο αμήχανα. Μιλάει σαν να μασάει ταυτόχρονα, δεν καταλαβαίνω Χριστό. Ξαναρωτάει με δυνατή φωνή αυτή τη φορά.

«Λοιπόν, πώς πάει η οικονομία στη χώρα σου;» 

«Χειρότερα» λέω κοφτά, αποφασιστικά. Τον κοιτάω στα μάτια.

Δείχνει να ξαφνιάζεται λιγάκι, καταλαβαίνω πως ίσως και να περίμενε μια πιο διπλωματική, πιο γενική, πιο βαρετή, ίσως και πιο αισιόδοξη, πρώτη απάντηση. Τον παρατηρώ καλύτερα. Είναι κάτω από 1,65, ευτραφής από τη μέση και πάνω, ένα τζην καλύπτει τα κοντά του πόδια κι ένα σκουλαρίκι μπίλια ακτινοβολεί στο αριστερό αυτί του. Επίσης, λίγο καραφλός. Δε θα 'ταν πάνω από τριάντα πέντε. 

Είχε σαστίσει για τα καλά οπότε αποφάσισα να τον βγάλω από την αμηχανία του. «Κοίταξε να δεις» του λέω, «αυτό δεν είναι μια υποκειμενική άποψη, όποιος παρακολουθεί τις ειδήσεις την ίδια άποψη θα σχημάτιζε νομίζω...»  Αποφασίζει να με ψαρώσει και απαντά χαμογελαστός και με ύφος ξερόλα. «Σχετικό αυτό φίλε.. το 80% των ειδήσεων που διαβάζεις είναι προπαγάνδα... ό,τι σου λένε είναι ψέμματα συνήθως...» Τα είπε αυτά με ένα πονηρό χαμόγελο και υπεροπτικό συνάμα, «ωχ μπλέξαμε» σκέφτηκα. Είχα συναντήσει κι άλλοτε ανθρώπους σαν και του λόγου του, αναφέρομαι φυσικά στην γνωστή και μη εξαιρεταία κάστα των συνομοσιολόγων-εξυπνάκηδων του κέντρου της Αθήνας. Συνήθως συχνάζουν σε καφενεία, στους δρόμους και όπου αλλού.

Ευτυχώς διαψεύστηκα. Καθώς προχώρησε η συζήτηση διαπίστωσα πως απλά ήθελε να κάνει ένα γερό μπάσιμο στην κουβέντα και το έκανε δηλώνοντας εμμέσως την αντισυστημικότητα του, γνωστή τακτική αν θες να τραβήξεις το ενδιαφέρον του συνομιλητή σου όταν εκείνος είναι νεότερος και φαίνεται... αντισυστημικός. Μας είπε για την αδερφή του που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο εδώ και χρόνια, τότε ήταν που πρόσεξα κιόλας τη βαριά Αγγλική προφορά που είχε υιοθετήσει στην κουβέντα, ολοσδιόλου αποτυχημένη θα έλεγα. 

Ακολούθησε μπλα μπλα εκατέρωθεν μέχρις ότου... «Για στάσου... οι Έλληνες δεν είναι που έχουν ρεπό κάθε Δευτέρα αν δουλεύουν στο Δημόσιο, που διασκεδάζουν ξέφρενα όλο το Σαββατοκύριακο, που απολαμβάνουν 13ο, 14ο και πάει λέγοντας μισθό;» Του κόβω τον αέρα γρήγορα, δεν επιμένει περισσότερο. Ξεστόμισε αυτές τις αρλούμπες με χαιρεκακία σκέφτομαι, «ναι τον είδα, γελούσε με ευχαρίστηση που έλεγε αυτές τις μαλακίες...» Προχωρά κι άλλο η κουβέντα, «μπα μωρέ, να προβοκάρει ήθελε λιγάκι με την ελπίδα να απογειωθεί σε ένταση η κουβέντα μας» σκέφτομαι αυτήν τη φορά. Αποφασίζω να μην επιχειρήσω να λύσω το μυστήριο ούτε τότε, ούτε ποτέ.

«Να... τώρα πήραν πάλι νέα μέτρα και...»

«Ναι, ξέρω, ξέρω... εδώ τα έχουμε περάσει όλα αυτά» είπε χαμηλώνοντας απότομα το κεφάλι του προς τα κάτω, το βλέμμα του στο πάτωμα, τα μάτια μισόκλειστα.

Έτσι λοιπόν μέσα σε δύο-τρία δευτερόλεπτα αντίκρυσα χρόνια Ρουμάνικα με τις ειδήσεις στην τηλεόραση να επαναλαμβάνουν το αναπόδραστο των αποφάσεων, νέα μέτρα, άλλα μέτρα, πολλά μέτρα, δεκάδες χιλιάδες αδέσποτα σκυλιά στο Βουκουρέστι, ανήλικα παιδιά να εισπνέουν κόλλα στους υπονόμους της πρωτεύουσας, είδα κυβερνήσεις να αλλάζουν, ανθρώπους να επιστρέφουν στο πατρικό τους μαζί με γονείς και παππούδες κι άλλους να παίρνουν το δρόμο προς τη Δύση χωρίς επιστροφή, τα είδα όλα, είδα και την αδερφή του (μια πανέμορφη ψηλή Ρουμάνα) να ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω της. 

Ο άνθρωπος γνώριζε για τι πράγμα μιλούσε. Για το υπόλοιπο της κουβέντας τον κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια, βάλθηκα να υποκλέψω όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που μορφοποιούν την διαδικασία της εσωτερίκευσης του πόνου.








26.1.12

Παρένθεση


Bogdan Cristel


... κι έτσι το μπέρδεμα λύθηκε. Το Μάιο η Ρουμανία δεν ήταν σε κρίση έγραφα ειρωνικά πριν περίπου τρεις βδομάδες. Από σήμερα όμως είναι σε κρίση αλλά όχι και σε ύφεση (“We hope that mid-February numbers show Romania with a 2.5 percent GDP, which would be among the highest in the EU”), όπως ανακοίνωσε πρόσφατα σε δημόσια ομιλία του ο πρόεδρος Μπασέσκου. Μεσολάβησαν δέκα τρεις μέρες διαδηλώσεων στη Piaţa Universităţii, διαμαρτυρίες μερικών χιλιάδων που ανέδειξαν την πραγματικότητα, όπως συνήθως συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, μια πραγματικότητα που βαπτίζεται 'κρίση' παντού:

  • The Governor of the Romanian Central Bank (BNR), Mugur Isarescu said he noticed that the most frequently used word in the President’s speech was “crisis.” In the governor’s opinion this word “came to mean anything.”

It comes to mean nothing, yes. Όπως λοιπόν στα καθ' ημάς το χρέος αποτελεί απλά έναν μηχανισμό, έναν τρόπο, ένα κατιτίς ώστε να επιτευχθεί ένας απεχθής σκοπός έτσι λοιπόν και στη Ρουμανία η κρίση καταφθάνει, κι ας ήταν πάντοτε παρούσα, για ένα χρησιμοποιηθεί εργαλειακά για την εκ νέου νομιμοποίηση του ισχύοντος στάτους κβο, αυτό που κρατά τη χώρα σε ρηχά νερά, βάθους διακοσίων, ξέρω γω, ευρώ για βασικό μισθό. Κανένα μπέρδεμα λοιπόν.




23.1.12

Στη Ρουμανία VII


Δευτέρα 19/12/2011, 14:00

Sighişoara

I.

Βρισκόμαστε έξω από το σταθμό των τρένων της Sighişoara. Η γύφτισα κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά. Μας πλησιάζει για να ζητήσει λεφτά, λέμε όχι. Έπειτα καθόμαστε σε ένα άβολο πεζούλι όπου και τσιμπολογάμε λιχουδιές από ψωμάκι και τυράκι, λιχουδιές που λέει ο λόγος, άνοστα ήταν. Η τσιγκάνα παραμονεύει τριγύρω, ξεμακραίνει από τους υπόλοιπους και στέκεται μπροστά μας ζητώντας ξανά κάτι, μάλλον πως εννοούσε κανά δυο μπουκιές. Έχουμε μόλις βάλει τη σακούλα μέσα στην τσάντα, λέμε όχι. Μέσα στο σταθμό του τρένου πια, ζεστό καταφύγιο για τους ανέστιους και κατατρεγμένους, σίγουρα λιγότερους στον αριθμό απ' ό,τι στο κοντινό παρελθόν, αγοράζουμε τα εισιτήρια. Κέρματα-ρέστα προσγειώνονται στο γκισέ, συνειδητοποιώ το γεγονός αυτό με τη βοήθεια του κοινού: είναι το προτεταγμένο χέρι προς επαιτεία της ίδιας τσιγκάνας με το ίδιο (;) μωρό στην αγκαλιά. Φορά το πιο αποφασιστικό-πειστικό-προσποιητό προσωπείο μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν άλλωστε η στιγμή της αλήθειας. Ο κρότος των κερμάτινων ron πάνω στο γκισέ ερεθίζει συνειδήσεις.

Στα αστικά κέντρα, στους σταθμούς των τρένων, Τσιγκάνοι και Γύφτοι, Ρομά-νομά, πολιορκούν ανυποψίαστους περαστικούς για ένα κομμάτι από... οτιδήποτε. Ο «αιώνιος Άλλος» της Ευρώπης βρίσκεται έξω από τα τείχη της μεσαιωνικής πόλης της Sighişoara με ένα μωρό στην αγκαλιά. Είναι πάντως λιγότεροι από παλαιότερες εποχές, διάφορα μέτρα έχουν παρθεί, κάποιοι έχουν ήδη αποχωρήσει για άλλες πολιτείες Ευρωπαϊκές με τη Ρουμάνικη υπηκοότητα ανά χείρας.

Στην αποβάθρα του τρένου ένα ανήλικο γυφτάκι από την ίδια φαμίλια μας ζητά επίμονα λεφτά. Φοράει ένα ιδιαίτερα βρώμικο και λεκιασμένο μπουφάν. Το πρόσωπο του είναι σκονισμένο, κατά τόπους μαύρο. Δε θα 'ναι πάνω από 6-7 χρονών. Δεν του δίνουμε λεφτά, αποχωρεί φτύνοντας στην πλάτη μας, στα παλτά μας, στον πολιτισμό μας. Δεν καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα: embedded επιθετικότητα λόγω τρόπου ζωής και ακαταλόγιστο παιδικής ηλικίας κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους ως επαρκείς εξηγήσεις. Αποχωρώντας δεν δείχνουν οργισμένοι πάντως, τα σάλια εκσφενδονίστηκαν από συνήθεια, σαν ένα ακόμα ξεψυχισμένο «παρακαλώ» από την ταμία του σουπερμάρκετ.

Ακολουθεί μια σχετικά άνευρη συζήτηση μεταξύ μας όσον αφορά τους Τσιγκάνους, στη Ρουμανία πιο συγκεκριμένα. Έχω αποφασίσει πάντως πως δεν πρόκειται να λύσω το Τσιγκάνικο αίνιγμα κατά την παραμονή μου στη χώρα. Φέρνω στο νου μου την Άννα Λυδάκη, καθηγήτρια μου στο Πάντειο, η οποία και ξόδεψε κάποια χρόνια επιτόπιας έρευνας μαζί τους. «Έτσι μάλιστα, ίσως κάτι να γίνεται» σκέφτηκα. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να ξαναπιάσω στα χέρα μου το βιβλίο της, «τούτη τη φορά θα 'ναι καλύτερα δίχως τη γελοιότητα της τρίωρης γραπτής εξέτασης» βεβαιώνω τον ευατό μου. 

Μια ηλικιωμένη κυρία ντυμένη στα μαύρα, καλοστεκούμενη, παχουλή, καπάτσα μας ρίχνει βλέμματα συμπάθειας και αλληλεγγύης μετά τα ιπτάμενα σάλια. Πιο δίπλα, μια κοπέλα που ταξίδευε πρώτη θέση παρακολουθεί με συγκατάβαση την συζήτηση όταν αυτή διεξάγεται με όρους περιγραφικούς. Αποχωρεί σιωπηλά χάνοντας το ενδιαφέρον της όταν αναφερόμαστε στο πως θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα.

















19.1.12

Στη Ρουμανία VI


Κυριακή 18/12/2011, 12:00

ΙΙΙ

Είχε έρθει τρεις φορές να μας πάρει παραγγελία αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το μέρος μου έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Είναι φαν του πατροπαράδοτου μοντέλου «απευθύνομαι στο ίδιο φύλο με το δικό μου ενώ αγνοώ το αντίθετο φύλο ανεξαρτήτως ποιοτικών χαρακτηριστικών» συμπεραίνω σαν από συνήθεια πλέον κι έπειτα από λίγες μέρες που βρίσκομαι στη Ρουμανία.

Αφού είχε περάσει κανά δίωρο την συνάντησα τυχαία βγαίνοντας από την τουαλέτα. Μου χάρισε ένα βλέμμα όλο χαμόγελο. Δεν το ‘λεγες πονηρό (το χαμόγελο), δεν το ‘λεγες και αθώο (το βλέμμα), όχι πως ήταν και ένοχο βέβαια (το βλέμμα). Ας το πούμε φλερτ (βλέμμα + χαμόγελο) με δυο λόγια. Ξέρετε τώρα, το φλερτ που φαντασιώνεται ένας ρομαντικός. Ένα βλέμμα όλο κι όλο που κατορθώνει όμως να ακυρώσει την τυπικότητα μιας νυχτερινής εξόδου. Όπου φλερτ βάλε καλύτερα βλέμμα αποδοχής που εμπεριέχει και τον αρχικό σπόρο ενός φλερτ, μιας αποδοχής που ποθείται ευρέως από λογής λογής ανασφαλή κορίτσια και αγόρια. Ποθείται και από μεσήλικες άνδρες γύρω στα πενήντα φυσικά. Αυτό το περιβόητο βλέμμα αποδοχής δεν σημαίνει και πολλά, εννοείται πως δεν αποτελεί μια wild card στο πιο πολυπόθητο αντικείμενο ολόκληρου του κόσμου, το σώμα του άλλου δηλαδή. Δεν εξασφαλίζει μια καυτή νύχτα σε ξένα σεντόνια. Είναι όμως μια πράξη γενναιόδωρη ειδικά όταν συμβαίνει στο Μετρό, εκεί δηλαδή που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να αποκτήσει η φαντασίωση την παραμικρή υλική απόσταση καθότι κρύο και αποστειρωμένο το σκηνικό. Βέβαια, μέσα στο μπαρ θα μπορούσε θεωρητικά να αποκτήσει υλική υπόσταση η φαντασίωση μου αλλά ετούτο δεν ήταν το αντικείμενο που με απασχολούσε εκείνη τη βραδιά, και τολμώ να υποθέσω, ούε και εκείνη. Δεν ήταν μόνο ότι εργαζόταν, περισσότερο ήταν η σοβαρότητα και η υπεθυνότητα με την οποία εργαζόταν. 

Βρισκόμασταν στο κέντρο του Sibiu, πόλη φυτεμένη στη γη της Τρανσυλβάνιας, άλλωστε. Οι άνθρωποι εδώ, όπως και οπουδήποτε αλλού εδώ που τα λέμε, συνοδεύονται και από τη φήμη τους που άλλοτε κουβαλούν σαν βάρος και άλλοτε σαν περήφανη κληρονομιά. Ο Γερμανός δήμαρχος της πόλης δεν αποτελεί ένα κάποιου είδους παράδοξο, οι Σάξονες έζησαν στη Γη της Τρανσυλβάνιας επί αιώνες. Γερμανική μειονότητα αξιόλογου μεγέθους κατοικούσε στην πόλη μέχρι πολύ πρόσφατα. Έπειτα από αδιάλλειπτη παρουσία αρκετών εκατοντάδων ετών εγκατέλειψαν μαζικά την Τρανσυλβάνια τη στιγμή που άνοιξαν οι πύλες προς τον υπόλοιπο κόσμο το όχι και τόσο μακρινό 1989. Αναρωτιέμαι ποιες να ήταν οι συνθήκες διαβίωσης τους, αν υπήρξαν διώξεις, αν θεωρήθηκαν αναγκαίο κακό, αν η Δυτική τους προέλευση αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Δύομιση χιλιάδες απ’ αυτούς απέμειναν στη χώρα.  Η Χέρτα Μίλερ πάντως την έκανε νωρίτερα, λίγα χρόνια πριν πέσει (από τα μέσα) το καθεστώς Τσαουσέσκου. 

Στο Sibiu γνωρίζω μια άλλη Ρουμανία. Οι ντόπιοι αρέσκονται να σνομπάρουν τους εκ Βουκουρεστίου ορμώμενους, πόσο μάλλον εκείνους που κατοικούν στην Κοστάντζα. Τα μπαρ λειτουργούν με ωράρια Ευρωπαϊκά κι όλοι είναι λιγότερο εκδηλωτικοί. Η στρατιωτική ακαδημία που βρίσκεται στην πόλη μοιάζει να την χαρακτηρίζει. Στο ιστορικό κέντρο όλα είναι τακτοποιημένα και οι εργαζόμενοι που τριγυρνούν στην πόλη φορούν σοβαρά, κρύα προσωπεία. Οι υπάλληλοι στο φούρνο που αγοράζουμε μια τυρόπιτα αποφεύγουν να μιλήσουν αγγλικά, όπως και η πλειοψηφία των κατοίκων άλλωστε. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και στο Tourist Info που βρίσκεται μέσα σε ένα πανέμορφο κτίριο, ένα από τα πολλά στην κεντρική πλατεία της πόλης.Ίσως να ντρέπονται να μιλήσουν σπαστά αγγλικά, ίσως να πρόκειται για μια μίνι επίδειξη τοπικισμού που δηλώνει την προτίμηση του στους ομοεθνείς-ομόγλωσσους. Ίσως να είναι απλά ένα παιχνίδι, ή τέλος, ίσως να μην έχουν συνηθίσει τουρίστες μες στο χειμωνιάτικο. Πράγματι, δεν συνάντησα πολλούς ξένους στους δρόμους μαθαίνω όμως πως το καλοκαίρι οι δρόμοι γεμίζουν από επισκέπτες.

Ένα νέο αεροδρόμιο είναι έτοιμο προς χρήση, αεροδρόμιο που ίσως να εκτινάξει την πόλη στο χρηματιστήριο των προορισμών κλασικής ομορφιάς Κεντροευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ένα μεγάλο ατού του Sibiu στο χρηματιστήριο των τουριστικών προορισμών σίγουρα θα αποτελέσουν οι ιδιαίτερα φθηνές τιμές. Στο Irish pub που συνάντησα την όμορφη σερβιτόρα (είχε όμορφα μακριά ίσια καστανά μαλλιά, skinny look δυστυχώς, το αμακιγιάριστ πρόσωπο της έλαμπε φρεσκάδα) πίνουμε ζεστό κρασί αξιόλογης ποιότητας με μόλις ένα ευρώ. 

Ακουμπάμε τα ποτήρια μας πάνω σε μια παλιά ραπτομηχανή Singer που αποτελεί το τραπέζι μας για απόψε. Το μικρό δωματιάκι στο οποίο κρυβόμαστε είναι γεμάτο από παλαιομοδίτικα στολίδια, είτε καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα είτε πρακτικής χρησιμότητας. Οι θαμώνες συζητούν όλοι χαμηλόφωνα. Δίπλα μας μια παρέα ατόμων λίγο πριν τα τριάντα συζητούν για τις ώρες εργασίας τους. Τα ωράρια κυμαίνονταν από οκτώ έως δώδεκα ώρες. Μοιάζουν όλοι τους down to earth άτομα και πίνουν, τι άλλο, παγωμένες μπύρες. 

Φεύγω χωρίς να την χαιρετήσω γιατί άλλωστε είχε εκπληρώσει ήδη τον ρόλο της στο φαντασιακό μου.



IV.

Στον κεντρικό σταθμό των τρένων του Sibiu. Στην τουαλέτα ζητούν ένα leu για να μπεις να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργο πια, στη Ρουμανία δεν συμφέρει η συχνουρία. Δεν τίθεται δίλημμα φυσικά, η ανάγκη είναι επιτακτική, κάνω βήματα προς τα ενδότερα λοιπόν. Μπαίνω σε ένα μικρό δωματιάκι που οδηγεί προς την τουαλέτα. Στα δεξιά μου παρατηρώ μια ξύλινη καρέκλα με μαξιλαράκι απ' αυτές που βρίσκεις σε παλαιομοδίτικα σαλόνια με μωσαϊκό. Αγγλορουμάνικες λέξεις πετούν στον αέρα (“papier... paper”), σαστίζω για μια στιγμή, “come come” μου λέει ένας κύριος κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του. Ανεβαίνω δύο σκαλάκια και εισέρχομαι στο δεύτερο δωμάτιο-προθάλαμο των ουρητηρίων. Πιάνει ένα ρολό ροζ χαρτί, ξετυλίγει και κόβει γύρω στα δέκα-δώδεκα κουτάκια (σχετικά μεγάλο κομμάτι για το number 1, απελπιστικά μικρό για το number 2). Μου το δίνει στο χέρι. Έχω προλάβει να ρίξω μια ματιά τριγύρω: στην γωνία και στα δεξιά στέκει ένα ψηλό λευκό έπιπλο που στην οροφή του φιλοξενεί μια τηλεόραση 19'' ιντσών η οποία αναπαύεται σε ένα σεμεδάκι, ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος κύριος έχει πάρει έναν υπνάκο σε μια πολυθρόνα, μια δεύτερη πολυθρόνα με θέα τη μικρή οθόνη βρίσκεται στα αριστερά του δωματίου, ένα τραπεζάκι ξύλινο βαστάει τα απαραίτητα (τσιγάρα, τασάκι, αναπτήρας, καφές). Η τηλεόραση παίζει ένα ρεπορτάζ για τον ερχομό του πρώτου χιονιά που όλο έρχεται και όλο δεν φθάνει. 

Έκανα την ανάγκη μου και βγήκα έξω στο κρύο. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως κάποιος ντόπιος με είχε μπάσει στο σπιτικό του, να ζεσταθώ και εγώ λιγάκι.








17.1.12

Στη Ρουμανία V


Σάββατο 17/12/2011, 14:30


ΙΙ. Răşinari
(η συνέχεια)

Λίγο περπάτημα να ζεσταθούμε δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, έκανε άλλωστε κρύο παρά την ηλιοφάνεια. Ακροβατώντας πάνω στην λάσπη με ακατάλληλα παπούτσια κατευθυνόμαστε προς τα βόρεια. Περπατάμε παράλληλα με το ποταμάκι που διασχίζει το χωριό. Ένας κύριος διακόπτει, ευγενικά και φιλικά, τη βόλτα μας. Μας ρωτάει τι ψάχνουμε (μας πέρασε για τουρίστες λογικά), αναφέρουμε το κλειστό σπίτι του Τσιοράν απλά για να πούμε κάτι. Είναι σίγουρα μετά τα εξήντα, οι ώμοι του είναι γυρτοί προς τα κάτω, τα μάτια του είναι μισόκλειστα αλλά ακτινοβολούν ένα απαλό γαλάζιο, τα μάγουλα του κατακόκκινα από το κρύο. Φοράει μια φόρμα τιράντα εργασίας χρώματος μπλε σκούρου, φόρμα με εμφανή τα σημάδια χειρωνακτικής εργασίας.

Παίρνει μπρος. Έχει όρεξη για κουβέντα, ή καλύτερα, επιθυμεί πραγματικά να βοηθήσει με κάποιο τρόπο δύο ξένους στο χωριό του. «Είμαστε κοντά 7.000 ψυχές στο χωριό» μας λέει πριν αρχίσει να ομιλεί περί ανέμων και υδάτων, βασικά του χωριού. Ρωτάμε για το ανακαινισμένο σπίτι του Τσιοράν και εκείνος μας εξηγεί τα απαραίτητα που πρέπει να γνωρίζει κανείς αν θέλει να επισκεφθεί το σπίτι ενός από τα δύο καμάρια του χωριού, το άλλο είναι ο Οκτάβιαν Γκόγκα. Συνήθως το καλοκαίρι υπάρχει δυνατότητα επίσκεψης λοιπόν κατόπιν συννενόησης με κάποιον χωριανό. Θέλει να μας βοηθήσει τώρα όμως, μες στο καταχείμωνο. «Κάτι μπορεί να γίνει για το σπίτι του Γκόγκα» μας λέει καθώς γνωρίζει ποιος έχει τα κλειδιά. Κάνουμε λίγα βήματα στα αριστερά μας λοιπόν και αρχινάμε να βαράμε τα κουδούνια μιας κατοικίας με μεγάλη αυλή που δείχνει να ανήκει σε κάποιον που απολαμβάνει κύρος στο χωριό. Πράγματι, είναι η κατοικία του γενικού γραμματέα του χωριού όπως ο ίδιος τον ανέφερε. Δεν ανοίγει κανείς και σε εκείνο το σημείο καταφθάνει βοήθεια. Ένας κύριος με φωνητικά προβλήματα, άναρθρες κραυγές βγαίνουν καθώς ανοίγει το στόμα του, αποφασίζει να παρέμβει. Τον είχα προσέξει με την άκρη του ματιού πως παρακολουθούσε σιωπηλός τη συζήτηση από απόσταση όλη αυτήν την ώρα. Μας πρότεινε να γράψουμε σε ένα χαρτάκι το τηλέφωνο μας και να το ρίξουμε κάτω από την πόρτα της αυλής. Ίσως  να καταφέρναμε να βρούμε τις απαντήσεις που ζητούσαμε αφότου ξυπνούσε ο γενικός γραμματέας. 

Ο κύριος που είχε αναλάβει την ξενάγηση μας μετέφρασε τις άναρθρες κραυγές του συγχωριανού του αλλά δεν έκρυψε την αμηχανία του σχετικά με την πρωτοβουλία του. Ίσως να ήθελε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μας ή ίσως να σκέφτηκε ότι μπορεί να μας τρόμαζε η παράξενη λαλιά του και το χαμένο του βλέμμα, σίγουρα πάντως τον ξαπόστειλε διακριτικά.

Ίσως πάλι να ήταν φιλαράκια. Κι αυτό γιατί ο «τρελός» του χωριού, όπως συνήθως ταγκάρονται άνθρωποι σαν και του λόγου του, δεν αποκλείεται να βρήκε συντροφιά στο πρόσωπο ενός άλλου «τρελού», του ξεναγού μας δηλαδή. Αυτός ο χαρακτηρισμός μάλιστα δεν είναι δική μου εφεύρεση, ούτε αποτελεί κάποια προσβολή στο πρόσωπο του. Απλά σας μεταφέρω τα λόγια του. Μιλούσαμε λοιπόν με τον πρώην ταχυδρόμο του χωριού που έχασε τη δουλειά του πριν από λίγα χρόνια, το 2007 για την ακρίβεια. «Με βγάλανε τρελό και σηκώθηκα και έφυγα» μας είπε. «Ο άνθρωπος που έφερνε τα νέα στο χωριό, ο τροχονόμος της πληροφορίας, μάλλον αγαπούσε τη δουλειά του» σκέφτηκα όσο εκείνος μας μιλούσε για ποτάμια και δάση της περιοχής. Γενικά μιλώντας, είναι γνωστό πως οι τρελοί, αλλά και οι «τρελοί», αποφεύγουν ο ένας τον άλλον. Γυροφέρνουν γύρω από σώες τα φρένα ανθρώπους πασχίζοντας να τους αποδείξουν πως δεν είναι τρελοί βασικά.  

«Να... εκεί πήγαινε και διάβαζε όταν ήταν παιδί... σε εκείνη την βουνοπλαγιά, πίσω από το νεκροταφείο» («πίσω ή μέσα;» αναρωτήθηκα σιωπηλά), «και ξέρετε... τον Τσιοράν τον κυνηγούσαν οι κομμουνιστές, γι' αυτό έφυγε στη Γαλλία... και τον Γκόγκα αυτοί τον σκότωσαν... δηλητηρίασαν το φαγητό του...» Επανέλαβε αυτές τις λανθασμένες πληροφορίες τρεις φορές μέχρι το τέλος της συζήτησης μας η οποία έληξε ύστερα από δέκα λεπτά περίπου που κύλησαν με τη ροή του λόγου του να είναι συνεχής. Ήταν όμως αφοπλιστικά πράος και ομολογώ πως δεν μας κούρασε καθόλου.

Μας έδωσε οδηγίες ώστε να βρούμε το σπίτι της αδελφής του γενικού γραμματέα, ιδιοκτήτρια κρεοπωλείου η ίδια, ώστε να πάρουμε τα κλειδιά για το σπίτι του Γκόγκα.  Όταν πια έφθασε η ώρα του αποχαιρετισμού του έδωσα το χέρι μου υποσχόμενος μια θερμή χειραψία. Εκείνος πήρε το χέρι μου και έπειτα από μια ανεπαίσθητη κίνηση από πάνω προς τα κάτω, τυπική μιας χειραψίας, το ακινητοποίησε απαλά στο ύψος της κοιλιάς του. Κράτησε την παλάμη μου μου για περίπου είκοσι πέντε με τριάντα δευτερόλεπτα ενώ συνέχισε να μιλά κοιτώντας κάπου μακριά από το βλέμμα μου.

«Ήθελε να σε νοιώσει» μου λένε μετά.