Δευτέρα 19/12/2011, 11:40
II.
Έχω χώσει τη μούρη μου ανάμεσα από δύο σιδερένια
κάγκελα και κοιτώ προς το νεκροταφείο της πόλης της Sighişoara. Πίσω
μου, και πααάνω στο λόφο, εκατό τόσα σκαλιά με ξύλινο
στέγαστρο ανέβηκα, βρίσκεται η Biserica din Deal (The Church on the Hill).
Ενδιαφέρουσα και τα ρέστα.
Ο υπάλληλος του μουσείου δείχνει έντονο
ενδιαφέρον να μάθει την εθνικότητα μου. Εγώ πάντως βολτάρω ανέμελα με το μυαλό
καρφωμένο στις λεπτομέρειες καθώς αδυνατώ να συλλάβω διανοητικά το όλον (όταν
βρίσκομαι μέσα σε εκκλησίες με πιάνει η ειλικρίνεια). Σύντομα οι οδηγίες για το
κοινό φθάνουν στα χέρια μου στα ελληνικά. Τις είχα ήδη στα αγγλικά, «τι να το
κάνω τούτο το κακομεταφρασμένο πράμα» αναρωτιέμαι αφότου τον ευχαριστήσω
ευγενικά μιας και να βοηθήσει ήθελε ο άνθρωπος. Ίσως βέβαια να ήθελε να μου πιάσει
την κουβέντα. Κάνω άλλη μια γύρα στο εσωτερικό της εκκλησίας, μου κάνουν
εντύπωση διάφορα πράγματα.
Θαμπώνομαι εύκολα όταν επισκέπτομαι παλαιούς
ναούς τα τελευταία δύο περίπου χρόνια. Αναρωτιέμαι πώς να ‘ταν να ζούσες τότε.
Είναι αλήθεια πως μονάχα ψήγματα φανερώνονται μπροστά σου ακόμα κι έπειτα από
ενδελεχή μελέτη και επιτόπια έρευνα. Συνέβαιναν θαύματα τότε; Κι αν ναι, γιατί
σταμάτησαν να λαμβάνουν χώρα άραγε; Θαύματα συνέβαιναν από πάντοτε και
συνεχίζουν να συμβαίνουν. Θαύμα δεν είναι που καταφέρνουμε και συνυπάρχουμε;
Κάθε φορά που μια ομάδα ανθρώπων προσεύχεται μαζί κάτω από την ίδια στέγη είναι
ένα μικρό θαύμα. Μεγάλο θαύμα είναι που ο Félix
Guattari και ο Giles Delleuze κατάφεραν να κάνουν πέρα τα
Εγώ τους και συνέγραψαν τόσα βιβλία μαζί!
Χαμένος μέσα σε αφηρημένες σκέψεις κατευθύνομαι
προς την έξοδο. Με σταματά ο ίδιος υπάλληλος. Με ρωτάει κάτι με συστολή, λίγο
αμήχανα. Μιλάει σαν να μασάει ταυτόχρονα, δεν καταλαβαίνω Χριστό. Ξαναρωτάει με
δυνατή φωνή αυτή τη φορά.
«Λοιπόν, πώς πάει η οικονομία στη χώρα σου;»
«Χειρότερα» λέω κοφτά, αποφασιστικά. Τον κοιτάω
στα μάτια.
Δείχνει να ξαφνιάζεται λιγάκι, καταλαβαίνω πως
ίσως και να περίμενε μια πιο διπλωματική, πιο γενική, πιο βαρετή, ίσως και πιο
αισιόδοξη, πρώτη απάντηση. Τον παρατηρώ καλύτερα. Είναι κάτω από 1,65, ευτραφής
από τη μέση και πάνω, ένα τζην καλύπτει τα κοντά του πόδια κι ένα σκουλαρίκι
μπίλια ακτινοβολεί στο αριστερό αυτί του. Επίσης, λίγο καραφλός. Δε θα 'ταν
πάνω από τριάντα πέντε.
Είχε σαστίσει για τα καλά οπότε αποφάσισα να τον
βγάλω από την αμηχανία του. «Κοίταξε να δεις» του λέω, «αυτό δεν είναι μια
υποκειμενική άποψη, όποιος παρακολουθεί τις ειδήσεις την ίδια άποψη θα
σχημάτιζε νομίζω...» Αποφασίζει να με
ψαρώσει και απαντά χαμογελαστός και με ύφος ξερόλα. «Σχετικό αυτό φίλε.. το 80%
των ειδήσεων που διαβάζεις είναι προπαγάνδα... ό,τι σου λένε είναι ψέμματα
συνήθως...» Τα είπε αυτά με ένα πονηρό χαμόγελο και υπεροπτικό συνάμα, «ωχ
μπλέξαμε» σκέφτηκα. Είχα συναντήσει κι άλλοτε ανθρώπους σαν και του λόγου του, αναφέρομαι
φυσικά στην γνωστή και μη εξαιρεταία κάστα των συνομοσιολόγων-εξυπνάκηδων του
κέντρου της Αθήνας. Συνήθως συχνάζουν σε καφενεία, στους δρόμους και όπου
αλλού.
Ευτυχώς διαψεύστηκα. Καθώς προχώρησε η συζήτηση
διαπίστωσα πως απλά ήθελε να κάνει ένα γερό μπάσιμο στην κουβέντα και το έκανε
δηλώνοντας εμμέσως την αντισυστημικότητα του, γνωστή τακτική αν θες να
τραβήξεις το ενδιαφέρον του συνομιλητή σου όταν εκείνος είναι νεότερος και
φαίνεται... αντισυστημικός. Μας είπε για την αδερφή του που ζει και εργάζεται
στο Λονδίνο εδώ και χρόνια, τότε ήταν που πρόσεξα κιόλας τη βαριά Αγγλική
προφορά που είχε υιοθετήσει στην κουβέντα, ολοσδιόλου αποτυχημένη θα
έλεγα.
Ακολούθησε μπλα μπλα εκατέρωθεν μέχρις ότου... «Για
στάσου... οι Έλληνες δεν είναι που έχουν ρεπό κάθε Δευτέρα αν δουλεύουν στο
Δημόσιο, που διασκεδάζουν ξέφρενα όλο το Σαββατοκύριακο, που απολαμβάνουν 13ο,
14ο και πάει λέγοντας μισθό;» Του κόβω τον αέρα γρήγορα, δεν
επιμένει περισσότερο. Ξεστόμισε αυτές τις αρλούμπες με χαιρεκακία σκέφτομαι, «ναι
τον είδα, γελούσε με ευχαρίστηση που έλεγε αυτές τις μαλακίες...» Προχωρά κι
άλλο η κουβέντα, «μπα μωρέ, να προβοκάρει ήθελε λιγάκι με την ελπίδα να απογειωθεί
σε ένταση η κουβέντα μας» σκέφτομαι αυτήν τη φορά. Αποφασίζω να μην επιχειρήσω
να λύσω το μυστήριο ούτε τότε, ούτε ποτέ.
«Να... τώρα πήραν πάλι νέα μέτρα και...»
«Ναι, ξέρω, ξέρω... εδώ τα έχουμε περάσει όλα
αυτά» είπε χαμηλώνοντας απότομα το κεφάλι του προς τα κάτω, το βλέμμα του στο
πάτωμα, τα μάτια μισόκλειστα.
Έτσι λοιπόν μέσα σε δύο-τρία δευτερόλεπτα
αντίκρυσα χρόνια Ρουμάνικα με τις ειδήσεις στην τηλεόραση να επαναλαμβάνουν το
αναπόδραστο των αποφάσεων, νέα μέτρα, άλλα μέτρα, πολλά μέτρα, δεκάδες χιλιάδες
αδέσποτα σκυλιά στο Βουκουρέστι, ανήλικα παιδιά να εισπνέουν κόλλα στους
υπονόμους της πρωτεύουσας, είδα κυβερνήσεις να αλλάζουν, ανθρώπους να
επιστρέφουν στο πατρικό τους μαζί με γονείς και παππούδες κι άλλους να παίρνουν
το δρόμο προς τη Δύση χωρίς επιστροφή, τα είδα όλα, είδα και την αδερφή του (μια
πανέμορφη ψηλή Ρουμάνα) να ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω της.
Ο άνθρωπος γνώριζε για τι πράγμα μιλούσε. Για το
υπόλοιπο της κουβέντας τον κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια, βάλθηκα να υποκλέψω
όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που μορφοποιούν την διαδικασία της εσωτερίκευσης
του πόνου.