Παρασκευή 23/12/2011, 12:00
Στο Στόμα του Κόκκινου Δράκου
(η συνέχεια)
Είχε πια μεσημεριάσει. Αναζητώ μια Κινέζικη
λιχουδιά μα τελικά συμβιβάζομαι με μια κρεατόπιτα των τεσσάρων ρον. Τρώω
βιαστικά σε ένα παγκάκι προσέχοντας ταυτόχρονα την πραμάτεια ενός Κινέζου ο
οποίος και με ευχαριστεί έπειτα μέσα από την καρδιά του. Κατόπιν κατευθύνομαι
προς το εμπορικό κέντρο που δεσπόζει ανάσε στις αποθήκες, το μόνο κτίριο στο
χώρο που φέρνει στο νου ένα νορμάλ εμπορικό που επισκέπτεσαι με τη μητέρα σου
στην γειτονιά της Αθήνας που μεγάλωσες. Έξω από το εμπορικό κέντρο συναντάμε
ένα μίνι παγοδρόμιο, μια επίσης μίνι παιδική χαρά που είναι όμως τελείως άδεια,
όπως και το παγοδρόμιο δηλαδή, καθώς και μια φάτνη με τους ήρωες ενός
παμπάλαιου παραμυθιού να χαμογελάνε ανέμελα.
Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο το εμπορικό, δύο
όροφοι μόνο χωρίς ιδιαίτερο πλάτος. Στα δεξιά καθώς μπαίνουμε βρίσκεται ένα
bowling με τοίχους που θα ξάφνιαζαν ευχάριστα έναν φαν του David Lynch, ίσως
και τον ίδιο εδώ που τα λέμε. (Λάτρης του Bob's Big Boy restaurant μεταξύ
άλλων σκατολοϊδίων. Επί σειρά ετών δεν έχασε ποτέ το μεσημεριανό του ραντεβού
με τον εαυτό του σ' ένα απ΄αυτά τα πολύχρωμα Αμερικάνικα diner με τα δερμάτινα
καθίσματα που σερβίρουν καφέ φίλτρου, ντόνατς καθώς και το πιο ανθυγιεινό
πρωϊνό που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους, αυτό με τα αυγά και το μπέικον μεταξύ
άλλων. Έπαιρνε πάντα milkshake.) Πανδαισία χρωμάτων, μια Μέριλυν να σε
κοιτά λάγνα, η Αμερικάνικη έρημος με σύμβολο τον κάκτο, ένας αετός περήφανος,
Αμερικάνος κι αυτός, δε θυμάμαι αν ξετρύπωσα και τον Έλβις που ζει άλλωστε για
πάντα μέσα στις καρδιές μας.
Απολαμβάνω τις ωραίες τούτες στιγμές μα
ταυτόχρονα νοιώθω άβολα με τους ανθρώπους που τους έχει ανατεθεί η φύλαξη του
χώρου, «ούτε σε πρεσβεία να ήμουν» σκέφτομαι.
(Το ίδιο συναίσθημα ένοιωσα και σε κάποια από τα
μουσεία που επισκέφθηκα στο Βουκουρέστι με τους φύλακες να ακολουθούν κάθε σου
βήμα στα συνήθως άδεια από επισκέπτες δωμάτια. Σ' αυτό το σημείο θαρρώ πως
αξίζει να αναφέρω πως στα περισσότερα από τα μουσεία που επισκέφθηκα τα φώτα
άναβαν με την είσοδο μας στο χώρο και έσβηναν με την έξοδο μας απ' αυτόν,
χειροκίνητα εννοείται. «Κάνουν οικονομία, αααχ αυτή η κρίση» σκέφτηκα. Ίσως
πάλι να ευθυνόταν αυτός ο προσανατολισμός της σκέψης μας προς την κρίση, τώρα
που σύνορα δεν γνωρίζουν πια, οι σκέψεις περί κρίσης αλλά και οι διεθνείς κρίσεις,
ο οποίος καταδυναστεύει, λιγοστεύει, την σκέψη μου και ο οποίος με οδήγησε
άλλωστε σε ένα αβασάνιστο συμπέρασμα. Είμαι πεπεισμένος, κατόπιν εορτής πια
[όπου γιορτή βάλε επίσκεψη σε μουσείο], πως υπάρχει άλλη λογική εξήγηση για το
σβήσιμο των φώτων όπως είμαι σίγουρος ότι μου ήταν αδύνατο να την προκρίνω στο
στίβο των αστήριχτων υποθέσεων που έκανα εκείνο το μεσημέρι. Ακόμα δυσκολεύομαι
δηλαδή.)
Είναι όλοι τους Ρουμάνοι. Γκαρσόνια της Ευρώπης
κάποιοι στον Νότο, security αυτοί. Κατ' αυτόν τον τρόπο μάλιστα κεφαλοποιούν
και την μακρά παράδοση της περιβόητης Securitate που άλλωστε ανήκει σε εκείνους
τους παίκτες που δεν έχασαν απολύτως τίποτα σε εκείνη τη ζαριά του μακρινού
Δεκέμβρη του 1989. Πώς θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε; Όλα συνέχισαν να
δουλεύουν ρολόι, ήταν τα ονόματα και οι ταμπέλες μονάχα που άλλαξαν. Οι
διευθύνσεις παρέμειναν οι ίδιες.
Στον δεύτερο όροφο συναντώ τρία junk φαγάδικα,
ένα Κινέζικο, ένα Λυβικό και ένα Ρουμάνικο. Η παρουσία της Λιβύης μάλιστα δεν
θα έπρεπε να παραξενεύει κανέναν. Η πάλαι ποτέ κομμουνιστική Ρουμανία πουλούσε στα
κρυφά όπλα στον Καντάφι εκείνα τα χρόνια, όπως έκανε άλλωστε και με λογής λογής
επαναστατικές οργανώσεις και χώρες του Αραβικού κόσμου. Οι ίδιοι οι Ρουμάνοι τα
κατασκεύαζαν επίσης στα κρυφά σε εργοστάσια βιτρίνες, ή και εργοστάσια δύο
ταχυτήτων.
Δεν τρώω, εννοείται, τίποτις. Αφότου
απογοητεύομαι από ένα Κινέζικο μίνι μάρκετ στο οποίο δεν βρήκα κάτι που να μην
είναι κατεψυγμένο φαΐ βγαίνω έξω για τσιγάρο. Κρύο πολύ, ως συνήθως. Κοιτώ τις
μεγάλου μεγέθους κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που διακοσμούν το εντελώς βαρετό, μάλλον
απαίσιο, κτίριο: μια χαρούμενη οικογένεια Κινέζων επιστρέφει από τα ψώνια
κρατώντας σακούλες, το μικρό κοριτσάκι σχεδόν χορεύει· ένας δρόμος γεμάτος από
νέον φώτα και εμπορικές πινακίδες, μάλλον κάπου στην Σανγκάη· το Σινικό Τοίχος·
ουρανοξύστες στο Πεκίνο. Τέλος, από την είσοδο της «Απαγορευμένης Πόλης» με
κοιτά επίπονα ο Μεγάλος Τιμονιέρης.