19.2.12

Στη Ρουμανία XIV


Παρασκευή 23/12/2011, 12:00

Στο Στόμα του Κόκκινου Δράκου      
(η συνέχεια)



Είχε πια μεσημεριάσει. Αναζητώ μια Κινέζικη λιχουδιά μα τελικά συμβιβάζομαι με μια κρεατόπιτα των τεσσάρων ρον. Τρώω βιαστικά σε ένα παγκάκι προσέχοντας ταυτόχρονα την πραμάτεια ενός Κινέζου ο οποίος και με ευχαριστεί έπειτα μέσα από την καρδιά του. Κατόπιν κατευθύνομαι προς το εμπορικό κέντρο που δεσπόζει ανάσε στις αποθήκες, το μόνο κτίριο στο χώρο που φέρνει στο νου ένα νορμάλ εμπορικό που επισκέπτεσαι με τη μητέρα σου στην γειτονιά της Αθήνας που μεγάλωσες. Έξω από το εμπορικό κέντρο συναντάμε ένα μίνι παγοδρόμιο, μια επίσης μίνι παιδική χαρά που είναι όμως τελείως άδεια, όπως και το παγοδρόμιο δηλαδή, καθώς και μια φάτνη με τους ήρωες ενός παμπάλαιου παραμυθιού να χαμογελάνε ανέμελα.

Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο το εμπορικό, δύο όροφοι μόνο χωρίς ιδιαίτερο πλάτος. Στα δεξιά καθώς μπαίνουμε βρίσκεται ένα bowling με τοίχους που θα ξάφνιαζαν ευχάριστα έναν φαν του David Lynch, ίσως και τον ίδιο εδώ που τα λέμε. (Λάτρης του Bob's Big Boy restaurant μεταξύ άλλων σκατολοϊδίων. Επί σειρά ετών δεν έχασε ποτέ το μεσημεριανό του ραντεβού με τον εαυτό του σ' ένα απ΄αυτά τα πολύχρωμα Αμερικάνικα diner με τα δερμάτινα καθίσματα που σερβίρουν καφέ φίλτρου, ντόνατς καθώς και το πιο ανθυγιεινό πρωϊνό που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους, αυτό με τα αυγά και το μπέικον μεταξύ άλλων. Έπαιρνε πάντα milkshake.) Πανδαισία χρωμάτων, μια Μέριλυν να σε κοιτά λάγνα, η Αμερικάνικη έρημος με σύμβολο τον κάκτο, ένας αετός περήφανος, Αμερικάνος κι αυτός, δε θυμάμαι αν ξετρύπωσα και τον Έλβις που ζει άλλωστε για πάντα μέσα στις καρδιές μας. 

Απολαμβάνω τις ωραίες τούτες στιγμές μα ταυτόχρονα νοιώθω άβολα με τους ανθρώπους που τους έχει ανατεθεί η φύλαξη του χώρου, «ούτε σε πρεσβεία να ήμουν» σκέφτομαι. 

(Το ίδιο συναίσθημα ένοιωσα και σε κάποια από τα μουσεία που επισκέφθηκα στο Βουκουρέστι με τους φύλακες να ακολουθούν κάθε σου βήμα στα συνήθως άδεια από επισκέπτες δωμάτια. Σ' αυτό το σημείο θαρρώ πως αξίζει να αναφέρω πως στα περισσότερα από τα μουσεία που επισκέφθηκα τα φώτα άναβαν με την είσοδο μας στο χώρο και έσβηναν με την έξοδο μας απ' αυτόν, χειροκίνητα εννοείται. «Κάνουν οικονομία, αααχ αυτή η κρίση» σκέφτηκα. Ίσως πάλι να ευθυνόταν αυτός ο προσανατολισμός της σκέψης μας προς την κρίση, τώρα που σύνορα δεν γνωρίζουν πια, οι σκέψεις περί κρίσης αλλά και οι διεθνείς κρίσεις, ο οποίος καταδυναστεύει, λιγοστεύει, την σκέψη μου και ο οποίος με οδήγησε άλλωστε σε ένα αβασάνιστο συμπέρασμα. Είμαι πεπεισμένος, κατόπιν εορτής πια [όπου γιορτή βάλε επίσκεψη σε μουσείο], πως υπάρχει άλλη λογική εξήγηση για το σβήσιμο των φώτων όπως είμαι σίγουρος ότι μου ήταν αδύνατο να την προκρίνω στο στίβο των αστήριχτων υποθέσεων που έκανα εκείνο το μεσημέρι. Ακόμα δυσκολεύομαι δηλαδή.)

Είναι όλοι τους Ρουμάνοι. Γκαρσόνια της Ευρώπης κάποιοι στον Νότο, security αυτοί. Κατ' αυτόν τον τρόπο μάλιστα κεφαλοποιούν και την μακρά παράδοση της περιβόητης Securitate που άλλωστε ανήκει σε εκείνους τους παίκτες που δεν έχασαν απολύτως τίποτα σε εκείνη τη ζαριά του μακρινού Δεκέμβρη του 1989. Πώς θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε; Όλα συνέχισαν να δουλεύουν ρολόι, ήταν τα ονόματα και οι ταμπέλες μονάχα που άλλαξαν. Οι διευθύνσεις παρέμειναν οι ίδιες. 

Στον δεύτερο όροφο συναντώ τρία junk φαγάδικα, ένα Κινέζικο, ένα Λυβικό και ένα Ρουμάνικο. Η παρουσία της Λιβύης μάλιστα δεν θα έπρεπε να παραξενεύει κανέναν. Η πάλαι ποτέ κομμουνιστική Ρουμανία πουλούσε στα κρυφά όπλα στον Καντάφι εκείνα τα χρόνια, όπως έκανε άλλωστε και με λογής λογής επαναστατικές οργανώσεις και χώρες του Αραβικού κόσμου. Οι ίδιοι οι Ρουμάνοι τα κατασκεύαζαν επίσης στα κρυφά σε εργοστάσια βιτρίνες, ή και εργοστάσια δύο ταχυτήτων.

Δεν τρώω, εννοείται, τίποτις. Αφότου απογοητεύομαι από ένα Κινέζικο μίνι μάρκετ στο οποίο δεν βρήκα κάτι που να μην είναι κατεψυγμένο φαΐ βγαίνω έξω για τσιγάρο. Κρύο πολύ, ως συνήθως. Κοιτώ τις μεγάλου μεγέθους κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που διακοσμούν το εντελώς βαρετό, μάλλον απαίσιο, κτίριο: μια χαρούμενη οικογένεια Κινέζων επιστρέφει από τα ψώνια κρατώντας σακούλες, το μικρό κοριτσάκι σχεδόν χορεύει· ένας δρόμος γεμάτος από νέον φώτα και εμπορικές πινακίδες, μάλλον κάπου στην Σανγκάη· το Σινικό Τοίχος· ουρανοξύστες στο Πεκίνο. Τέλος, από την είσοδο της «Απαγορευμένης Πόλης» με κοιτά επίπονα ο Μεγάλος Τιμονιέρης.









17.2.12

Στη Ρουμανία ΧΙII


Παρασκευή 23/12/2011, 07:15


Στο Στόμα του Κόκκινου Δράκου 

Δεν έχει ξημερώσει ακόμα και οδηγούμε μέσα στην ομίχλη σ’ ένα δρόμο που διασχίζει μεγάλο μέρος μιας έκτασης εξήντα εκταρίων. Έχει κίνηση. Κοιτώντας έξω από το αυτοκίνητο, είτε δεξιά είτε αριστερά, η όποια θέα αποκρύπτεται καθώς ο δρόμος είναι περιφραγμένος και από τις δυο πλευρές με κιγκλιδώματα. Είναι ντυμένα με ένα πανί που απεικονίζει ένα γκρι τοίχο. Η αρμονία που  σχηματίζουν αμέτρητα γκρι τουβλάκια διαταράσσεται μόνο από μια διαφήμιση που απεικονίζει έναν κόκκινο δράκο. Σκέφτομαι εκείνο το σφυρί των Pink Floyd που γκρεμίζει τον τοίχο της εξουσίας ενόσω ο κόκκινος δράκος με κοιτά απειλητικά. Αναρωτιέμαι προς στιγμήν αν διαβάζει τις σκέψεις μου. 

Βρισκόμαστε στο μέρος που οι ντόπιοι, σε μια επίδειξη καλού χιούμορ, συνήθιζαν να αποκαλούν περιπαικτικά «Europa». Ήταν αρχές δεκαετίας του ’90 και οι Ρουμάνοι είχαν αποκτήσει πια δικαίωμα στο όνειρο, το Ευρωπαϊκό όνειρο συγκεκριμένα, αφότου είχαν προσφάτως ξεφορτωθεί για τα καλά, ή έτσι τουλάχιστον πίστευαν, την νομεκλατούρα του Τσαουσέσκου μαζί με την περιβόητη Securitate. Κάθε αρχή και δύσκολη βέβαια.

Η «Ευρώπη» λοιπόν ήταν μια μεγάλη έκταση γης βορειοανατολικά του Βουκουρεστίου με κύριο χαρακτηριστικό την λάσπη και τα μεταλλικά παραπήγματα.  Εκεί ανθούσε το παράνομο εμπόριο Κινέζων μεταναστών σε συνθήκες δύσκολες και επικίνδυνες γι’ αυτούς αλλά και για τους πελάτες τους. Με άλλα λόγια, ήταν μια περιοχή στον αντίποδα του Ευρωπαϊκού ονείρου των Ρουμάνων, οι ντόποιοι θα έπρεπε να περιμένουν κάποια χρόνια ακόμα έως ότου ανεγερθούν τα πρώτα γιγαντιαία αστραφτερά εμπορικά κέντρα. 

Στις μέρες μας, η «Ευρώπη» έχει εκσυγχρονιστεί χάνοντας παράλληλα το ανεπίσημο όνομα της μιας και έχει μετατραπεί σε ένα ασφαλές «Κινέζικο κρατίδιο» από συνθετικά υφάσματα και όχι μόνο. Τα εξήντα εκτάρια της πρώην «Ευρώπης» περιλαμβάνουν μια δομημένη επιφάνεια 200.000 τ.μ. και 5.500 μαγαζιά. Το όνομα της είναι πλέον Dragonul Rosu, ή ο Κόκκινος Δράκος. 

Μια σειρά από ορθογώνια μεταλλικά κουτιά-αποθήκες στοιβάζουν εκατοντάδες εμπόρους (Κινέζους-Ρουμάνους-Άραβες και άλλους), που πουλούν, χονδρική κυρίως, τόνους εμπορευμάτων που καταφθάνουν από Κινέζικα εργοστάσια (επίσης Τούρκικα και άλλα). Φυσικά, κάποια προϊόντα είναι λαθραία, πόσα ακριβώς δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς. Τίποτα δεν θυμίζει ωστόσο τις επικίνδυνες μέρες της «Ευρώπης».

Χριστουγεννιάτικα τραγούδια ξεχύνονται ασταμάτητα από το αφρισμένο στόμα του δράκου, ξέρετε, τα γνωστά Αμερικάνικα. Πλαστικό παντού: χριστουγεννιάτικα δέντρα, στολίδια, κάγκελα, αλυσίδες διαχωριστικές, κολώνες, χαμόγελα, όλα πλαστικά, όλα εφήμερα. Φέτος, λίγο πριν το καλοκαίρι, μια φωτιά που ξέσπασε από απρόσεκτο καπνιστή, απ' ό,τι λέγεται επίσημα τουλάχιστον, έκαιγε πλαστικό για τρεις μέρες. Και σήμερα πάντως βλέπεις τσιγάρα να ανάβουν στη ζούλα από χαρμάνηδες εργαζόμενους.

Καθώς περπατώ στους ιδιαίτερα στενούς διαδρόμους των αποθηκών κόσμος πάει και έρχεται σε ταχύτητες που αγχώνουν έναν ανέμελο επισκέπτη γεμάτο περιέργεια σαν και του λόγου μου. Δείχνω ιδιαίτερη προσοχή στους εργαζόμενους που σπρώχνουν μετά πολύ κόπου εμπορεύματα πάνω σε καρότσια πλατφόρμες. Συνειδητοποιώ γρήγορα πως έχουν απόλυτη προτεραιότητα στην κυκλοφορία, αιωνίως πράσινο το φανάρι γι' αυτούς, μονίμως να περνάς με κόκκινο εσύ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε περίπτωση να κόψει ταχύτητα αν τυχόν και βρισκόσουν κατά λάθος στον δρόμο του. Δεν θα ΄λεγα ψέμματα πως απειλούνταν η σωματική μου ακεραιότητα. «Ίσως να σχετίζεται με το efficiency όλο αυτό» σκέφτηκα και συνέχισα πιο προσεκτικός πλέον το δρόμο μου. Χιλιάδες μαγαζιά-τρύπες στέκονται παρατεταγμένα στην σειρά με έναν αριθμό να ξεχωρίζει το ένα από το άλλο. Αραιά και που συναντάς και μια πινακίδα-brandname.

Ανάμεσα στα θλιβερά αυτά κτίσματα εκατοντάδες άνθρωποι κυκλοφορούν αναζητώντας το αυτοκίνητο τους στο αχανές πάρκινγκ. Φορτωμένοι με μαύρες ή και διάφανες σακούλες με εμπόρευμα, βιάζονται να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής. Έμποροι από όλη την χώρα έρχονται εδώ για τα ψώνια τους. Ξεκινάνε από νωρίς τα χαράματα, ο δράκος άλλωστε ανοίγει το στόμα του λίγο μετά τις 04:00 το πρωί και διατηρεί την καυτή του ανάσα έως και τις 14:00 το μεσημέρι περίπου. Κάπου παίρνει το μάτι μου κι ένα σταθευμένο λεωφορείο. Είναι το λεωφορείο του Κόκκινου Δράκου που σε μεταφέρει από το κέντρο του Βουκουρεστίου στον Κινέζικο παράδεισο. Δωρεάν. 

Ήταν η πρώτη προσπάθεια κατασκευής μιας Chinatown, όπως αναιδώς είχαν βιαστεί να ονομάσουν οι ιθύνοντες τούτο το εμπορικό κέντρο που εγκαινιάστηκε το 2004. Υπάρχουν όμως σχέδια, καθώς και Ρουμάνικα-Κινέζικα κεφάλαια, για μια διόλου ευκαταφρόνητη επιχειρηματική επένδυση που προβλέπουν την κατασκευή ενός οικιστικού συγκροτήματος δώδεκα οικοδομικών τετραγώνων που θα περιλαμβάνει εξακόσια διαμερισμάτα καθώς και ένα νηπιαγωγείο και ένα σχολείο.

Δίπλα σ' αυτά τα ενδιαφέροντα, το καλοκαίρι του 2011, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας*, εγκαινίασε μια άλλη «Κινέζικη Πόλη», αυτή τη φορά στο γειτονικό Afumaţi, δεκαέξι χιλιόμετρα από το Βουκουρέστι. Η μεγαλύτερη Chinatown της Ευρώπης τη δεδομένη στιγμή, όπως τη διαφημίζουν τουλάχιστον, απλώνεται σε μία έκταση σαράντα εκταρίων όπου μέχρι το 2020 θα περιλαμβάνει 3.200 μαγαζιά, 1.380 αποθηκευτικούς χώρους και 300 παραδοσιακές Κινέζικες κατοικίες. Τέλος, δεκαπέντε χιλιάδες οικογένειες αναμένεται να βολευτούν στα πέριξ. 







* Είχαμε αλλαγή φρουράς μόλις στις 9 του Φλεβάρη του 2012. Ο νέος, στην κυριολεξία, είναι μόλις 43 ετών, πρωθυπουργός ονόματι Mihai Răzvan Ungureanu αξίζει μια σύντομη αναφορά καθότι μέχρι πρότινος ήταν επικεφαλής του Foreign Intelligent Service της Ρουμανίας ενώ στη μία και μοναδική φωτογραφία του στη Wikipedia τον συναντά κανείς χέρι χέρι με το αλήστου μνήμης γεράκι ονόματι Condoleezza Rice. Ομορφιές.



16.2.12

Στη Ρουμανία XII


Πέμπτη, 22/12/2011, 18:00

«Να, ήρθαν εδώ πριν κάποια χρόνια για να σας δείξουν τα παιδιά  των υπονόμων, ο καιρός πέρασε μα δεν είδα κανέναν τους να επιστρέφει. Αν είχε επιστρέψει θα σας έλεγε πως δεν θα τα βρεις πια να γυροφέρνουν σαν τις άδικες κατάρες. Μόνο τα κακά δείχνουν» μου λέει αρχικά με παράπονο και έπειτα με εκνευρισμό ο μεσήλικας συνομιλητής μου. Δεν του δίνω άδικο.  

Πράγματι. Χαζεύοντας, ετεροχρονισμένα, το αφιέρωμα του Big Picture για τον παγετό ανά τας Ευρώπας, ορίστε τι βλέπω: μια Ρουμάνα με βλέμμα γωνίας να κοιτάζει μέσα από το παγωμένο τζάμι του λεωφορείου· ένα γκρουπ από σκιέρ να κόβουν βόλτες στην Γερμανία· άστεγους στην Πολωνία και στην Ουκρανία· ένα σκυλάκι να παγώνει στο Βουκουρέστι και άλλο ένα τυλιγμένο στο ζεστό μπουφανάκι του στο Γκελζενκίρχεν της Γερμανίας· ένας μοναχικός καβαλάρης να παλεύει μες στα χιόνια στην Σερβία και δύο περήφανα άλογα σε χαλαρό βηματισμό να εισέρχονται με ψηλά το κεφάλι στο Klosters Monbiel της Ελβετίας, κάπου παραδίπλα από το Νταβός· όμορφοι κρύσταλλοι απο πάγο και Χριστουγεννιάτικα παγοστολίδια στο δίδυμο Γερμανίας-Γαλλίας· ένα αυτοκίνητο κολλημένο στα χιόνια στο Αφουμάτι της Ρουμανίας και ένας χιονάνθρωπος με ροζ φουλάρι αναπαυτικά καθήμενος σε ένα πορτμπαγκάζ στο Νις. 

Κατέφθασαν και στην Ελλάδα για ένα βάρβαρο zoom στον πόνο. Όμως:

-          The same "derealization" of the horror went on after the WTC bombings: while the number of victims is repeated all the time, it is surprising how little of the actual carnage we see - no dismembered bodies, no blood, no desperate faces of the dying people... in clear contrast to the reporting from the Third World catastrophies where the whole point was to produce a scoop of some gruesome detail: Somalis dying of hunger, raped Bosnian women, men with throats cut. These shots were always accompanied with the advance-warning that "some of the images you will see are extremely graphic and may hurt children" - a warning which we NEVER heard in the reports on the WTC collapse. Is this not yet another proof of how, even in this tragic moments, the distance which separates Us from Them, from their reality, is maintained: the real horror happens THERE, not HERE?

Welcome To The Desert Of The Real, - 10/7/01 - Reflections on WTC - third version -by Slavoj Zizek, http://www.lacan.com/reflections.htm#2




6.2.12

Στη Ρουμανία XI


Τρίτη 20/12/2011, 15:10

Παρακολουθώ την ανασκόπηση της χρονιάς στο Euronews. Τυνησία, Αίγυπτος, Υεμένη, Μαρόκο, Αλγερία, Puerta del Sol, Occupy Wall Street παρελαύνουν στην οθόνη μέσα σε σύννεφα δακρυγόνων. Επρόκειτο φυσικά για το αφιέρωμα στους διαμαρτυρόμενους ανά τον κόσμο για το 2011. Σύνταγμα γιοκ. 

Στα νέα για την Ευρωζώνη: Ισπανοί κ Ιταλοί αλλάζουν κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση της κρίσης (Μόντι εσύ σούπερσταρ), η Ευρωζώνη ακολουθεί αυτοκαταστροφικές πολιτικές, Μέρκελ ξέρω γω. Λούκα Παπαδήμο πουθενά.

Ίσως να μη χωρούσε το Σύνταγμα δίπλα στους εξεγερμένους Άραβες καθότι είναι γνωστό πόσο τους αρέσει να μιλούν για τον Άλλον, τον Άραβα, το Μουσουλμάνο, σαν να είχε αυτός άλλη Μοίρα από τη δική μας να τον «ορίζει». Άλλη η Μοίρα στα λιβάδια του Διαφωτισμού και άλλη στην έρημο του Μωάμεθ. Ίσως επίσης να μην μπορούσε να σταθεί δίπλα από τις πολιτισμένες διαμαρτυρίες των Μαδριλένων και των Νεοϋρκέζων. Εκεί δεν άστραψαν οι μολότωφ.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου να τσεκάρω μπας και με είχε πάρει ο ύπνος. Ήταν άραγε αλήθεια; Το αποπαίδι της Ευρώπης, η μαύρη γάτα, η «αφετηρία» της κρίσης που έφερε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων προ των πυλών των ευθυνών τους απέναντι σ' αυτό που ονομάζουμε ιστορία, απουσίαζε από την ανασκόπηση του έτους; 

Είναι γεγονός πως λίγο πολύ μονοπωλήσαμε το 2010, ήταν ώρα για νέους πρωταγωνιστές να ανέβουν στο πάλκο. Έπειτα, η ιστορία η δικιά μας μπορεί να ξεδιπλώνεται λίγο λίγο και μπορεί να βρισκόμαστε ακόμα σε αρχικό στάδιο, ωστόσο δε θα 'ταν ψέμα να πούμε πως μπορούμε να μιλάμε για κανονικότητα πια, για μια όσο να 'ναι αδιατάρακτη πραγματικότητα. Μπαγιατέψαμε ως είδηση, αποτελούμε πια ένα κακό όνειρο που επιζεί στο συλλογικό οικουμενικό ασυνείδητο, εκεί που βρίσκονται θαμμένα τόσα και τόσα κακά από κάποιο μακρινό παρελθόν.

Ίσως πάλι, εδώ που τα λέμε, όντως να έκλεισα τα μάτια μου όταν περνούσαν από μπροστά μου όλες εκείνες οι τόσο γνώριμες εικόνες. Πόση επανάληψη να αντέξει κανείς; Άλλαξα γρήγορα κανάλι δίνοντας τέλος σε ανούσιες σκέψεις χρονιάρες μέρες που ήταν. Στον επόμενο τόνο συνάντησα κάτι ενοχλητικούς τύπους με κοιλιές να μιλάνε στα Ρουμάνικα, γύρω τους χορευτές με παραδοσιακές στολές. Ρουμάνικοι παραδοσιακοί χοροί σε συσκευασία φθηνιάρικου τηλεοπτικού προγράμματος (προσφέρεται σε ανεξάντλητες ποσότητες) μου κράτησαν συντροφιά.





3.2.12

Στη Ρουμανία X


Δευτέρα 19/12/2011, 18:45




IV.
Κατάρα! Βρίσκομαι στο βαγόνι του τρένου μαζί με άλλους πέντε. Στα δεξιά μου ένας ασχημομούρης με ξυρισμένο κεφάλι. Δεν έχει βγάλει λέξη (μοιάζει να μην αναπνέει) εκτός από δυο φορές που μίλησε με την γκόμενα του στο κινητό. Η έκφραση του προσώπου του εκπέμπει μαγκιά, macho μαγκιά, μα κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ πέρα. Είναι κολλημένος στη γωνία, ο κώλος του καταλαμβάνει μόλις το μισό κάθισμα, το άλλο παραμένει αδειανό. Φαίνεται να επιθυμεί να αποφύγει οποιδήποτε συγχρωτισμό με τους υπόλοιπους της τρελοπαρέας του βαγονιού πάση θυσία. «Αντίφαση» σκέφτομαι, «συνήθως τσάμπα μάγκες σαν και του λόγου του they spread as much as they can.» Είναι όμως καλοντυμένος, ή το προσπαθεί τουλάχιστον, ενώ αναμφίβολα πλασάρει το στυλ «αηδιάζω με όλους σας κι ας μην σας ξέρω» αρκετά διαδεδομένο στυλ στην Ρουμανία έπειτα από χρόνια δυσκολιών και καιρούς φτωχικούς, μα όχι και τόσο στοργικούς.

Απέναντι του και στα δεξιά κάθεται μια θεσπέσια γκόμενα που λένε. Φαίνεται να 'ναι απ' αυτές που γνωρίζουν καλά μονάχα πως να δείχνουν όμορφες. Δεν με ενοχλεί καθόλου τη δεδομένη στιγμή (της ονειροπόλησης εντός του τρένου δηλαδή) και προχωρώ στα πιο ουσιώδη. Φοράει μια στενή μαύρη φούστα μέχρι λίγο πιο πάνω από τα γόνατα (από κάτω από τη φούστα φοράει ένας Θεός ξέρει πόσα καλσόν) και μια μάλλινη ροζ μπλούζα με μεγάλα κουμπιά. Σαν και τα στήθια της· υπέροχα, μεγάλα, με μια κλίση προς τα κάτω που αναδεικνύει τη φυσικότητα του θαύματος ενός έμορφου γυναικείου σώματος. Κόκκινο κραγιόν στο αψεγάδιαστο, απαλό, λευκό πρόσωπο της που στολίζεται από δύο ενδιαφέρουσες ελιές, μία στο μέτωπο και μία λίγο πάνω από τα χείλη. Αψεγάδιαστο λέμε. «Ορίστε η Ρουμάνικη ομορφιά κλεισμένη σε δυο μάτια μεγάλα μέσα, με μπόνους δυο μεγάλα στήθια κιόλας» σκέφτομαι σχεδόν χαρούμενος, κι αν όχι χαρούμενος, σίγουρα πάντως με κέφι.

Έχει ένα κοινό με τον τύπο που κάθεται απέναντι της. Ατενίζουν και οι δύο έξω από το παράθυρο για ώρες ολόκληρες χωρίς να σκέφτονται απολύτως τίποτα. Θέαμα μοναδικό για τα λαίμαργα μάτια μου. 

Δίπλα από το Ρουμάνικο θαύμα της φύσης κάθεται ένας, μαλλον διδακτορικός, φοιτητής. Μου θυμίζει έναν παλιόφιλο. Ευγενική φυσιογνωμία, ψηλός, λιγνός, με λιτό και απέριττο ντύσιμο. Τα μαλλιά του είναι καστανά με ολίγη από ξανθό το καλοκαίρι, χωρίστρα στο πλάι αλά Wes Anderson εννοείται. Διαβάζει εναλλάξ δύο βιβλία στα εγγλέζικα, το ένα περιέχει τη λέξη φαινομενολογία στον τίτλο του. Ακούει μουσική πότε πότε με την ένταση χαμηλωμένη. Βγάζει ένα σάντουιτς από το σπίτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και προχωρεί προς τα ενδότερα του στενού διαδρόμου του τρένου. Αναρωτιέμαι αν το έκανε από διακριτικότητα ή αν ντράπηκε που οι υπόλοιποι μασούλαγαν covrig και φρούτα και εκείνος επρόκειτο να μπλέξει με ντομάτες και μαγιονέζα. Ίσως και σαλάμι διαλεχτό από το Sibiu.

Λίγο αργότερα θα σκουντήξει κατά λάθος την κυρία δίπλα του. Παριστάνει τον αδιάφορο αλλά δε με ξεγελά. Στην πραγματικότητα είναι αμήχανος. Εκείνη κάθεται στα αριστερά του και είναι λίγο πριν τα σαράντα. Παραμένει σέξυ. Καστανομάλλα, απλά ντυμένη (τζινάκι και πουλόβερ στο χρώμα της ώχρας), με ωραίο σώμα και βλέμμα σχετικά αγωνιώδες. Είναι σίγουρα ανύπαντρη και δείχνει να έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον για τον νεαρό δίπλα της. Μελαγχολεί όμως αμέσως μετά τη στιγμή της δήθεν αδιαφορίας εκ μέρους του. Προφανώς είχε πέσει πάνω σε εκείνον τον τύπο που ονειρεύεται, αναλύει, τεμαχίζει, αναρωτιέται, υπολογίζει μα όλο και ξεχνά να πράττει κιόλα. Σε εκείνον που κατανοεί αλλά που φοβάται να κατανοήσει λιγάκι περισσότερο. Αδιαφορεί και εκείνη. Βγάζει ένα βιβλίο που αποδεικνύεται διακοσμητικό. Εντός δέκα λεπτών της ώρας έχει βρει το δρόμο του για την τσάντα της, είναι ζήτημα αν προχώρησε έστω και μία σελίδα. Δε θα ξαναβγεί από εκεί για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Την συμπαθώ μιας και μου θυμίζει Αθηναίες σε μπαρ με αλτέρνατιβ μοχίτο (είναι η ώρα της νοσταλγίας): ανύπαντρες κι ωραίες· δήθεν κι απελπισμένες· ψευδο-αρτιστίκ και μπαρόβιες. Γενναιόδωρες στον έρωτα, άτυχες στον έρωτα, έμπειρες στον έρωτα.

Τέλος, στα δεξιά μου βρίσκεται ένας τύπος λίγο πριν χαρακτηριστεί μεσήλικας που παίζει παιχνίδια στο κινητό του. Όλη την ώρα. Τι παιχνίδια δε ξέρω να σας πω. Έχει μια απ' αυτές τις βαρετές μικρές χωριστρούλες στα καστανόξανθα και φρεσκολουσμένα του μαλλιά. Καθόλη τη διάρκεια του πολύωρου ταξιδιού πασχίζει να αποφύγει οποιαδήποτε σωματική επαφή. Αναφέρομαι φυσικά στο τυχαίο γεγονός που φέρνει το πόδι του ενός επιβάτη να ακουμπά το πόδι του διπλανού του κατά τη διάρκεια ενός ανασκουμπώματος από τη θέση του φερ' ειπείν. Το αποτρόπαιο συμβαίνει δύο φορές· διακρίνω ένα πραγματικό σοκ των αισθήσεων από πλευράς του. Υπάρχει κάτι που τον ενώνει με τον ασχημάντρα με τον οποίο ξεκίνησε η αφήγηση κι αυτό είναι η βαθιά απέχθεια για το ανθρώπινο είδος, ειδικότερα δε για εκείνο το κομμάτι που ενδημεί στα πέριξ της Ρουμανίας αν και Ρουμάνοι και οι δύο, ή για την ακρίβεια, ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή είναι Ρουμάνοι και οι δύο.

Στην επόμενη σύντομη στάση του τρένου πετάγομαι από τη θέση μου μπας και προλάβω στα πεταχτά να ρουφήξω τρεις τζούρες από στριφτό τσιγάρο. Τρεις άνθρωποι κρεμόμαστε στην πόρτα της εξόδου ξεφυσώντας καπνό. Ένας Τσιγκάνος μου ζητά αναπτήρα. Του δίνω τον αναπτήρα, νοιώθω σαν να μου γραπώνει το χέρι ταυτόχρονα έτσι διαχυτικός που είναι. Αυτή η σωματική επαφή με κάνω να νοιώσω λίγο άβολα είναι η αλήθεια.