Δευτέρα 19/12/2011, 18:45
IV.
Κατάρα! Βρίσκομαι στο βαγόνι του τρένου μαζί με
άλλους πέντε. Στα δεξιά μου ένας ασχημομούρης με ξυρισμένο κεφάλι. Δεν έχει
βγάλει λέξη (μοιάζει να μην αναπνέει) εκτός από δυο φορές που μίλησε με την
γκόμενα του στο κινητό. Η έκφραση του προσώπου του εκπέμπει μαγκιά, macho
μαγκιά, μα κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ πέρα. Είναι κολλημένος στη γωνία, ο
κώλος του καταλαμβάνει μόλις το μισό κάθισμα, το άλλο παραμένει αδειανό.
Φαίνεται να επιθυμεί να αποφύγει οποιδήποτε συγχρωτισμό με τους υπόλοιπους της
τρελοπαρέας του βαγονιού πάση θυσία. «Αντίφαση» σκέφτομαι, «συνήθως τσάμπα
μάγκες σαν και του λόγου του they spread as much as they can.» Είναι όμως
καλοντυμένος, ή το προσπαθεί τουλάχιστον, ενώ αναμφίβολα πλασάρει το στυλ «αηδιάζω
με όλους σας κι ας μην σας ξέρω» αρκετά διαδεδομένο στυλ στην Ρουμανία έπειτα
από χρόνια δυσκολιών και καιρούς φτωχικούς, μα όχι και τόσο στοργικούς.
Απέναντι του και στα δεξιά κάθεται μια θεσπέσια
γκόμενα που λένε. Φαίνεται να 'ναι απ' αυτές που γνωρίζουν καλά μονάχα πως να
δείχνουν όμορφες. Δεν με ενοχλεί καθόλου τη δεδομένη στιγμή (της ονειροπόλησης
εντός του τρένου δηλαδή) και προχωρώ στα πιο ουσιώδη. Φοράει μια στενή μαύρη
φούστα μέχρι λίγο πιο πάνω από τα γόνατα (από κάτω από τη φούστα φοράει ένας
Θεός ξέρει πόσα καλσόν) και μια μάλλινη ροζ μπλούζα με μεγάλα κουμπιά. Σαν και
τα στήθια της· υπέροχα, μεγάλα, με μια κλίση προς τα κάτω που αναδεικνύει τη
φυσικότητα του θαύματος ενός έμορφου γυναικείου σώματος. Κόκκινο κραγιόν στο
αψεγάδιαστο, απαλό, λευκό πρόσωπο της που στολίζεται από δύο ενδιαφέρουσες
ελιές, μία στο μέτωπο και μία λίγο πάνω από τα χείλη. Αψεγάδιαστο λέμε. «Ορίστε
η Ρουμάνικη ομορφιά κλεισμένη σε δυο μάτια μεγάλα μέσα, με μπόνους δυο μεγάλα
στήθια κιόλας» σκέφτομαι σχεδόν χαρούμενος, κι αν όχι χαρούμενος, σίγουρα
πάντως με κέφι.
Έχει ένα κοινό με τον τύπο που κάθεται απέναντι
της. Ατενίζουν και οι δύο έξω από το παράθυρο για ώρες ολόκληρες χωρίς να
σκέφτονται απολύτως τίποτα. Θέαμα μοναδικό για τα λαίμαργα μάτια μου.
Δίπλα από το Ρουμάνικο θαύμα της φύσης κάθεται
ένας, μαλλον διδακτορικός, φοιτητής. Μου θυμίζει έναν παλιόφιλο. Ευγενική
φυσιογνωμία, ψηλός, λιγνός, με λιτό και απέριττο ντύσιμο. Τα μαλλιά του είναι
καστανά με ολίγη από ξανθό το καλοκαίρι, χωρίστρα στο πλάι αλά Wes Anderson
εννοείται. Διαβάζει εναλλάξ δύο βιβλία στα εγγλέζικα, το ένα περιέχει τη λέξη
φαινομενολογία στον τίτλο του. Ακούει μουσική πότε πότε με την ένταση
χαμηλωμένη. Βγάζει ένα σάντουιτς από το σπίτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και
προχωρεί προς τα ενδότερα του στενού διαδρόμου του τρένου. Αναρωτιέμαι αν το
έκανε από διακριτικότητα ή αν ντράπηκε που οι υπόλοιποι μασούλαγαν covrig και
φρούτα και εκείνος επρόκειτο να μπλέξει με ντομάτες και μαγιονέζα. Ίσως και
σαλάμι διαλεχτό από το Sibiu.
Λίγο αργότερα θα σκουντήξει κατά λάθος την κυρία
δίπλα του. Παριστάνει τον αδιάφορο αλλά δε με ξεγελά. Στην πραγματικότητα είναι
αμήχανος. Εκείνη κάθεται στα αριστερά του και είναι λίγο πριν τα σαράντα.
Παραμένει σέξυ. Καστανομάλλα, απλά ντυμένη (τζινάκι και πουλόβερ στο χρώμα της
ώχρας), με ωραίο σώμα και βλέμμα σχετικά αγωνιώδες. Είναι σίγουρα ανύπαντρη και
δείχνει να έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον για τον νεαρό δίπλα της. Μελαγχολεί όμως
αμέσως μετά τη στιγμή της δήθεν αδιαφορίας εκ μέρους του. Προφανώς είχε πέσει
πάνω σε εκείνον τον τύπο που ονειρεύεται, αναλύει, τεμαχίζει, αναρωτιέται,
υπολογίζει μα όλο και ξεχνά να πράττει κιόλα. Σε εκείνον που κατανοεί αλλά που
φοβάται να κατανοήσει λιγάκι περισσότερο. Αδιαφορεί και εκείνη. Βγάζει ένα
βιβλίο που αποδεικνύεται διακοσμητικό. Εντός δέκα λεπτών της ώρας έχει βρει το
δρόμο του για την τσάντα της, είναι ζήτημα αν προχώρησε έστω και μία σελίδα. Δε
θα ξαναβγεί από εκεί για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Την συμπαθώ μιας και μου
θυμίζει Αθηναίες σε μπαρ με αλτέρνατιβ μοχίτο (είναι η ώρα της νοσταλγίας):
ανύπαντρες κι ωραίες· δήθεν κι απελπισμένες· ψευδο-αρτιστίκ και μπαρόβιες.
Γενναιόδωρες στον έρωτα, άτυχες στον έρωτα, έμπειρες στον έρωτα.
Τέλος, στα δεξιά μου βρίσκεται ένας τύπος λίγο
πριν χαρακτηριστεί μεσήλικας που παίζει παιχνίδια στο κινητό του. Όλη την ώρα.
Τι παιχνίδια δε ξέρω να σας πω. Έχει μια απ' αυτές τις βαρετές μικρές
χωριστρούλες στα καστανόξανθα και φρεσκολουσμένα του μαλλιά. Καθόλη τη διάρκεια
του πολύωρου ταξιδιού πασχίζει να αποφύγει οποιαδήποτε σωματική επαφή.
Αναφέρομαι φυσικά στο τυχαίο γεγονός που φέρνει το πόδι του ενός επιβάτη να
ακουμπά το πόδι του διπλανού του κατά τη διάρκεια ενός ανασκουμπώματος από τη
θέση του φερ' ειπείν. Το αποτρόπαιο συμβαίνει δύο φορές· διακρίνω ένα
πραγματικό σοκ των αισθήσεων από πλευράς του. Υπάρχει κάτι που τον ενώνει με
τον ασχημάντρα με τον οποίο ξεκίνησε η αφήγηση κι αυτό είναι η βαθιά απέχθεια
για το ανθρώπινο είδος, ειδικότερα δε για εκείνο το κομμάτι που ενδημεί στα
πέριξ της Ρουμανίας αν και Ρουμάνοι και οι δύο, ή για την ακρίβεια, ΑΚΡΙΒΩΣ
επειδή είναι Ρουμάνοι και οι δύο.
Στην επόμενη σύντομη στάση του τρένου πετάγομαι
από τη θέση μου μπας και προλάβω στα πεταχτά να ρουφήξω τρεις τζούρες από
στριφτό τσιγάρο. Τρεις άνθρωποι κρεμόμαστε στην πόρτα της εξόδου ξεφυσώντας
καπνό. Ένας Τσιγκάνος μου ζητά αναπτήρα. Του δίνω τον αναπτήρα, νοιώθω σαν να
μου γραπώνει το χέρι ταυτόχρονα έτσι διαχυτικός που είναι. Αυτή η σωματική
επαφή με κάνω να νοιώσω λίγο άβολα είναι η αλήθεια.
αυτή η αφήγηση με κράτησε. ήταν τόσο ρεαλιστική, σαν να βλέπεις ντοκυμαντέρ, σαν να ξεχνάς ότι όντως κάποιος αφηγείται, ή μάλλον ότι αυτός ο κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να έχει πρισματική γωνία.
ReplyDelete