Dustin Harbin |
Η Αθήνα είναι μια πόλη υπερευαίσθητη. Κατηφορίζοντας τον πάντοτε πολύβουο, σε βαθμό κακουργήματος, πεζόδρομο της Ερμού, ένα μόνο φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό δύναται να παγώσει στην κυριολεξία το (συνήθως βεβιασμένο) χαμόγελο των περαστικών. Η τυχαία πτώση των εργαλείων της δουλειάς ενός μικροπωλητή που καθώς συναντούν το έδαφος παράγουν έναν ήχο που θυμίζει το σπάσιμο ενός γυαλιού, προκαλεί μια απότομη σιωπή μεταξύ των συμμετοχόντων της καθόδου των καταναλωτών για δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα και σε ακτίνα τουλάχιστον δύο μέτρων προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Αμήχανα, ή και ταραγμένα, βλέμματα αναζητούν απεγνωσμένα την εστία μίας ακόμης εστίας φωτιάς σαν αυτής που καίει συχνά τα πνευμόνια της πόλης. Όπου φωτιά που σιγοκαίει βάλε το (καθόλου ξαφνικό) ξέσπασμα της βίας.
Κατά συνέπεια, η Αθήνα είναι μια πόλη
εύθραστη. Ένα τυχαίο περιστατικό που υπακούει στο νόμο της βαρύτητας προσλαμβάνεται
σαν η αρχή ενός ακόμη κακού. Λογικό· πόσα κακά νέα μπορεί να αντέξει κανείς;
Η Αθήνα είναι μια πόλη επικίνδυνη. Όλοι κινδυνεύουν, λίγότερο ή περισσότερο, από
κάποιον. Ενδείξεις πολλές, αποδείξεις λίγο λιγότερες (βλέπετε το κακό συνήθως
φροντίζει να καλύπτει τα ίχνη του), η ουσία παραμένει: όλοι μας από κάποιον θα
την πάθουμε. Δε χρειάζεται να κοιτάξει κανείς τις στατιστικές (που πάντα άλλωστε
μας [καθ]οδηγούν να εξάγουμε συμπεράσματα ανάλογα από την οπτική γωνία μας
γωνία· τι υπέροχος τρόπος να γιορτάσει κανείς τη μεροληπτική άγνοια του! )· αρκεί
μια ματιά στα βλέμματα των ανθρώπων στα λεωφορεία όπου κανείς αναζητά συμμάχους
κάθε είδους: ο ρατσιστής συνταξιούχος στο βλέμμα του νέου που ελπίζει πως του
δίνει κάποιο δίκιο στον αγώνα του για την επιβίωση του έθνους· ο κάπως
συνεσταλμένος νέος στο βλέμμα μιας νοικοκυράς η οποία ωστόσο επιμένει να σκέφτεται
αν θα ‘ναι το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο το φαγητό που πεθύμησε ο
αντρούλης της μιας και τελευταία της μοιάζει κομματάκι απόμακρος· τέλος, ο
ανήσυχος νέος στο βλέμμα του κατάκοπου μετανάστη ο οποίος όμως δεν μπορεί παρά
να σκέφτεται τι απέγινε εκείνο το όνειρο της Ευρώπης το οποίο εμφανιζόταν στον
ύπνο του με τη μορφή αγγελικά πλασμένου καυτού θηλυκού τα χρόνια της εφηβείας
στις όχθες του Νίγηρα ποταμού.
Η Αθήνα είναι μια πόλη εξόχως κουραστική. Ας μην κρυβόμαστε άλλο πίσω από την εκτυφλωτική δύναμη
του ήλιου που δεσπόζει τόσο συχνά πάνω από τα δύσμοιρα κεφάλια μας· περπατώντας
στα στενά του κέντρου κάνεις σλάλομ ανάμεσα σε ανθρώπινα ναυάγια. Γηραιές
γυναίκες με προτεταμένο το χέρι συνυπάρχουν στον ίδιο δρόμο με τοξικομανείς
επαγγελματίες της αλητείας έτσι όπως αυτή σπουδάζεται στις πιάτσες της πρέζας της
πόλης όπου η επιβίωση δεν είναι παίξε γέλασε· για την ακρίβεια, πρόκειται περί ενός
εκπληκτικού κατορθώματος με βραβείο όμως μία ακόμη μέρα με στερητικό σύνδρομο
που αν μη τι άλλο μάλλον πως τσακίζει τα κόκκαλα εξίσου με το πνεύμα. Δεν είναι
ούτε η ανόθευτη συμπόνοια, ούτε το μείγμα φόβου και αηδίας που σε εξουθενώνουν:
είναι που δεν ξέρεις τι να κάνεις. Ένα τέτοιο σχίσιμο του εαυτού εγγυάται την κατάπτωση
του σώματος σε ένα κακέκτυπο εκκρεμές που προφανώς έχει ξεχάσει προ πολλού πως
οφείλει να μας αποδείξει πως η γη κινείται. Αντιθέτως, μας υπενθυμίζει συνεχώς
το λυπηρό γεγονός της πλήρους παραλυσίας μας.
Η Αθήνα είναι μια πόλη καταραμένη. Πώς αλλιώς να καταφέρει κανείς να αποδώσει το
γεγονός της ύπαρξης του Παρθενώνα ο οποίος όσο σε τροφοδοτεί με θάρρος και ενάργεια,
τρόπον τινά μεταφυσική, τόσο σε καλεί να
προσκυνήσεις γονυπετής το κάλλος του; Τα περιστατικά σχιζοφρένειας στην πόλη
μας προκαλούνται αποκλειστικά από τις προσταγές των νεκρών να υποκλιθείς στο
μεγαλείο τους ενόσω εσύ απλά πασχίζεις (και με το δίκιο σου) να ανακαλύψεις το
επόμενο στενό στο οποίο θα χτυπά η καρδιά της νύχτας όπου, ως γνωστόν, όλα ενίοτε
αποκτούν το νόημα τους. Αυτή η πόλη ζει στην εποχή των δεινοσαύρων· ο
μεγαλύτερος όλων είναι σαρκοφάγος και τον λένε Πλάτωνα. Με άλλα λόγια, η εποχή
του Δαρβίνου δε ξημέρωσε ποτέ πάνω από τον ουρανό της Αττικής. Δεν είναι τυχαίο
άλλωστε πως τα ζευγαράκια επιλέγουν το λόφο του Λυκαβηττού για τα προκαταρκτικά
τους· εκεί τα πάντα όλα βρίσκονται σε μια ανθρώπινη κλίμακα. Δεν φαντάζει
καθόλου παράλογος σε μένα ο αφορισμός του ποιητή, πάνω από μισό αιώνα τώρα, ο
οποίος καλούσε στον βομβαρδισμό του ιερού βράχου με το σκεπτικό πως μόνο τότε
θα αποκτήσει επιτέλους το δικό της βηματισμό η ταλαίπωρη αυτή πόλη. Μιας και
δεν μας βρίσκεται άλλος Μοροζίνι (χτύπα ξύλο), οι άρχοντες της εξουσίας, όπως
πάντοτε με το βλέμμα στο (δικό τους) μέλλον, έχουν ήδη δρομολογήσει τη μεταφορά
του κέντρου της πόλης παραλιακά. Εκεί, τα καλύτερα πάρτυ θα είναι πριβέ.
Η Αθήνα είναι η πόλη που γεννήθηκα στην εσχατιά της οποίας μια μέρα θα σκορπιστούν οι
στάχτες μου. Στο σημείο που αυτοκτόνησε ο βασιλιάς Αιγέας αν ενδιαφέρεστε.
κι αυτός καλά τα λέει
No comments:
Post a Comment