I
Μια αχρείαστη θυσία
«Η σχολή της Ελλάδας στο μπάσκετ είναι η άμυνα, είναι στο DNA της ομάδας, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό για έναν παίκτη, ο Γιάννης πρέπει να γίνει θυσία για την ομάδα».
Στα λόγια του Θανάση Παπαχατζή, προπονητή του μπάσκετ, αποκρυσταλλώνεται η δυσλειτουργία της εθνικής ομάδας, και του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα. Δυστυχώς για εμάς, ο Παπαχατζής πιθανότατα δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του αλλά την πλειοψηφία εκείνων που βιοπορίζονται από το άθλημα, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα λεγόμενα των ημερών στα Μ.Μ.Ε..
Στην πραγματικότητα, καμία θυσία δεν ήταν αναγκαία. Οι Έλληνες μπασκετάνθρωποι αρνήθηκαν να (υπο)δεχτούν το εξωπραγματικό ταλέντο του Γιάννη το οποίο προσγειώθηκε στη χώρα σαν μάννα εξ ουρανού των Η.Π.Α., τη χώρα όπου άλλωστε ο Γιάννης μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια από έναν ταλαντούχο εν δυνάμει αθλητή σε έναν εκ των κορυφαίων του κόσμου, ώστε να μην ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά του Ελληνικού μπάσκετ (η εθνική ομάδα έχει απομακρυνθεί από την ελίτ του αθλήματος τα τελευταία χρόνια τα οποία, καθόλου περιέργως, συνέπεσαν με τη χρεωκοπία της χώρας), λιμνάζοντα νερά που μετατράπηκαν σε βούρκο κατά τη διάρκεια του Μουντομπάσκετ όταν όλοι συνειδητοποιήσαμε πως το πρωτεύον ζήτημα για την Ελληνική ομάδα ήταν πως να βάλει ο Γιάννης σε safe mode το ταλέντο του ώστε να μην διαταραχθεί η πατροπαράδοτη αμυντική φιλοσοφία της ομάδας (απότοκο μιας εποχής στο μπάσκετ η οποία έχει παρέλθει ήδη από καιρό), η οποία στο μυαλό των περισσότερων άλλωστε αποτελεί παράγωγο της «Ελληνικής ψυχοσύνθεσης και μπασκετικής κουλτούρας».
Κοντολογίς, το τεχνικό team της Εθνικής Ελλάδας, αντί να σκαρώσει χίλιους τρόπους ώστε να λάμψει το ταλέντο ενός εκ των 5-10 κορυφαίων παικτών του αθλήματος τη δεδομένη στιγμή, ξημεροβραδιάζοταν ώστε να καταφέρει να απογυμνώσει τις ικανότητες του προς όφελος μιας ιδεοληψίας.
Κι όμως, υπήρξε κάποτε μια εποχή όπου στη θέση του Γιάννη είχε βρεθεί ο Νίκος Γκάλης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ωστόσο η Ελληνική κοινωνία δεν είχε αγγίξει τα επίπεδα της σημερινής παρακμής, χώρια που ο Νίκος Γκάλης κατέφθασε από τη Νέα Υόρκη, εκπροσωπούσε δηλαδή την Ελληνική βερσιόν του “American Dream,” σε αντίθεση με τον Γιάννη
που γεννήθηκε στα Σεπόλια,
γόνος Νιγηριανών μεταναστών.
Όλα τότε πήγαν κατ’ ευχήν – το ταλέντο του Γκάλη αξιοποιήθηκε στο μέγιστο βαθμό, κανείς δεν σκέφτηκε να αντιπαραβάλλει το πνεύμα της μαχητικότητας και της αυτοθυσίας του Παναγιώτη Γιαννάκη (αγωνιστικά χαρακτηριστικά τα οποία πολύ εύκολα θα μπορούσαν να συνδεθούν με το «Ελληνικό φιλότιμο» και την «καρδιά του Έλληνα») με την «ψυχρή» επαγγελματικότητα και τον αδιαμφισβήτητο εγωϊσμό/ατομισμό του συμπαίκτη του, αντίθετα, οι ιθύνοντες του αθλήματος αποφάσισαν να συνταιριάξουν τις ποιότητες των δύο συμπαικτών με τα γνωστά θριαμβευτικά αποτελέσματα για το Ελληνικό μπάσκετ.
No comments:
Post a Comment