Βρέχομαι ως τα γόνατα. Στέκομαι στο ίδιο σημείο μέσα στη θάλασσα όπως πριν από 25-30 χρόνια. ‘Ημουν, θυμάμαι, εκστασιασμένος· είμαι, νοιώθω, συγκρατημένος.
Εκείνο το πρωί προς μεσημέρι χορεύαμε στη θάλασσα την ώρα που μια φωτιά σιγόκαιγε στην κορυφή του Παναχαϊκού Όρους. «Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, όλα τα δάση τα βουνααά...» τραγουδούσαμε όλο χαρά, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα των Παοκτσήδων για την Ομόνοια και τον Πειραιά.
Σοφός σαν έφηβος, δηλαδή ευτυχώς καθόλου, δεν θα αργούσε η στιγμή που θα πλήρωνα το πάθος μου για την φωτιά – άρπαξαν τα μαλλιά και τα φρύδια μου παίζοντας με τα σπίρτα. «Όποιος ανάβει φωτιά τα γένια του καίει» όπως λέει και το ρητό· κι απ’ τον έρωτα βέβαια κάπως έτσι καταλήγεις, αμούστακο παιδί παραδομένο στο καρδιοχτύπι του.
«Πυρ γυνή και θάλασσα, δυνατά τρία» μας κατατοπίζει πρώτος ο Αίσωπος. Έπεται, σε ανάλαφρο τόνο επιλέγουμε να πιστεύουμε, ο κωμωδιογράφος Μένανδρος: «θάλασσα και πυρ, και γυνή τρίτον κακόν».
«Ένα βιβλίο (η φλόγα της γνώσης), λίγη θάλασσα και πολύ γυναίκα και ο κόσμος ήταν πλήρης» μεταφράζει την εξίσωση της επιθυμίας, ύστερα από δύο χιλιετίες και βάλε, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Τερματικός σταθμός η Eurovision με «λίγο κρασί (νερό της φωτιάς), λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου» διά χειρός Πυθαγόρα.
Ζούμε, ως γνωστόν, στην εποχή του ποσοτικοποιημένου επιστημονικού ψεύδους – το δέος και ο θαυμασμός για το πυρ, την θάλασσα, το έτερο, ή το ίδιο, φύλο, δεν θα μπορούσε να είναι «λίγο» ή «πολύ» - είναι απροσμέτρητο.
Εξού και ο Προμηθέας δεν έπαψε στιγμή να χάνει το συκώτι του έως και σήμερα, ο Μένανδρος θα μνημονεύεται στον αιώνα τον άπαντα κι άλλωστε πνίγηκε, παραδόθηκε δηλαδή στη θάλασσα, ενώ, τέλος, όλοι οι άνθρωποι που γνώρισες από έρωτα εκπέσανε·
όσοι μένουν στα πατώματα ο κόσμος δεν τους συγχωρεί, για όσους καταφέρνουν και σηκώνονται, απορεί... ο κόσμος: εκείνων που τα υγρά καθόλου δεν προξένησαν εγκαύματα στα κορμιά των άλλων οπότε πριν απ’ όλους, λιγόστεψαν.
*
Πενήντα επτά ανεμογεννήτριες στέκουν εδώ και καιρό στην κορυφή του Βοδιά, εργάζονται απτόητες με τη βοήθεια των μποφώρ της περιοχής. Δεν θυμίζουν σε τίποτα τα τεμπέλικα δέντρα και τη ράθυμη χαμηλή βλάστηση μιας περασμένης εποχής. Τότε, οι άνθρωποι έτρεμαν πολύ λιγότερο τον ήλιο και τον καρκίνο του δέρματος – αυτά παθαίνεις όταν το περιβάλλον γύρω σου νοηματοδοτείται μέσω των θερινών παθημάτων αδαών περί καύσωνα ηλιολιγούρηδων Σκανδιναβών τουριστών.
Από χιλιόμετρα μακριά, από απόσταση ασφαλείας, οι ανεμογεννήτριες δεν μοιάζουν πλέον μηχανές. Τ’ απογεύματα με συννεφιά βλέπω πελώριους σταυρούς, φαντάζομαι απόβλητους στην Ιουδαία. Τα πρωινά που ο ήλιος είναι εντάξει απέναντι μας αντικρύζω παράξενα τελετουργικά σύμβολα, μοιάζουν με Μοάι μοντέρνων Ράπα Νούι. Τα βράδια, πινέζες και καρφιά κάνουν voodoo στον πολιτισμό μας τρυπώντας ανελέητα το σώμα του βουνού.
Όπως και να ‘χει, τις ανεμογεννήτριες εμίσησαν πολλοί, ενίοτε for a good reason,
(περιβαλλοντικό κόστος, ιδιωτικές εταιρίες που ξεχνούν να μαζέψουν τα μπάζα άπαξ του θανάτου των ανεμογγενητριών, προβληματική χωροθέτηση),
την ιδέα πως ο άνθρωπος παράγει ενέργεια μέσω του αέρα και του ήλιου θέλω να πιστεύω κανείς!