5.5.21

040

 


Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου. 040 Πειραιάς – Σύνταγμα. Δεν έχω λόγο να βρίσκομαι εκεί. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγος, ούτε απαγόρευση διαδημοτικών μετακινήσεων πλέον, πατάω Πειραιώτικο έδαφος. Terra incognita. Πριν από τον Βαγγέλη Μαρινάκη, για εμάς τους Αθηναίους, υπήρχε ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη. Γενικά μιλώντας, μακριά κι αγαπημένοι.

Μια κυρία με κοντά χρυσαφί μαλλιά και ηλιοκαμμένο πρόσωπο ρουφάει με λαχτάρα καπνό από το στριφτό τσιγάρο της. Δηλώνει πανευτυχής που θα αφήσει για λίγες ώρες τον Πειραιά για την Αθήνα. Εκφράζω την χαρά μου που είχα αφήσει για λίγες ώρες την Αθήνα για τον Πειραιά.

Πόσο μάλλον που λίγη ώρα προηγουμένως τράβηξα μια φωτό από ένα αντίγραφο αρχαίου αγάλματος που χρησιμεύει ως καλόγερος δίπλα από μια σακούλα πορτοκάλια. Χώρια που ένας φουρκισμένος εξηντάρης Πειραιώτης σταμάτησε με το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου - ήθελε να μάθει τι γύρευα με τη μούρη χωμένη ανάμεσα από τα κάγκελα της διώροφης κατοικίας του γείτονα του. «Έχει ένα άγαλμα!!» θα φωνάξω. «Ά γ α λ μ α» does the trick. Υποθέτω πως υποσυνείδητα όλοι μας θέλουμε να φωτογραφίσουμε ένα άγαλμα στη ζωή μας. Εγώ βέβαια το ‘χω βάλει σκοπό να φωτογραφίσω όλα τα γύψινα αγάλματα που βρίσκονται στις πυλωτές και τις αυλές των σπιτιών της Αθήνας και του Πειραιά αλλά δεν είπα τίποτα στον Νικαιώτη που με κοιτούσε εμφανώς δυσαρεστημένος με τη φετινή Δευτέρα του Πάσχα, κι ας άνοιξαν κάποια καφενεία. Λογικό. Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

 

Δεν ανέφερα τίποτα περί αγαλμάτων στην κυρία ετών πενήντα οκτώ με το κολάν από την λαϊκή γιατί άλλωστε με πήρε μονότερμα:

«Δεν μου αρέσει καθόλου ο Πειραιάς, εμένα η Αθήνα μ’ αρέσει. Η θάλασσα, εντάξει, πόσο να την κοιτάξεις... βαρέθηκα. Ο άντρας μου ήταν αρχιμηχανικός σε εμπορικό πλοίο. Έβγαζε πολλά. Αν κάποιος τότε έβγαζε 10.000 ας πούμε, ο άντρας μου έβγαζε 100.000. Εγώ του είπα ότι δεν θέλω να του τρώω τα λεφτά. Αγόρασα ακίνητα, στο τέλος έφθασα να αγοράσω είκοσι διαμερίσματα. 5.000 το μήνα έβγαζα. Ήμουν φιλόδοξη. Δεν σπούδασα τίποτα, αρχιτέκτονας ήθελα να γίνω. Αλλά τελικά έζησα σαν αρχιτέκτονας. Αν είχα γίνει αρχιτέκτονας θα είχα αγοράσει νησί. Έχω ταξιδέψει οδικώς σε όλη την Ευρώπη. Φοβάμαι τα αεροπλάνα. Αν γίνει ατύχημα με τα αεροπλάνο δεν έχεις τύχη, με το λεωφορείο όμως είναι πιθανό να γλυτώσεις. Εμένα μ’ αρέσει η ζωή, κατάλαβες; Διαβάζω πολύ. Μου αρέσει η γνώση. Να μαθαίνω. Είμαι καλή στο Sudoku. Λύνω τα δύσκολα αλλά την πατάω στα εύκολα. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό να ξέρεις...

Αποικία των ξένων έχουμε καταντήσει. Η Βουλή είναι γεμάτη κίναιδους, πως μπορείς να εμπιστευτείς ανθρώπους που δεν μπορούν να συγκρατηθούν; Πάω στο καζίνο στην Πάρνηθα. Είναι τζάμπα ο καφές, έχω κάρτα μέλους. Πίνεις όσους καφέδες θέλεις. Παίζω στο κουλοχέρη. Έχασα κάποτε λεφτά αλλά τα πήρα πίσω. Έχανα 4.000 το χρόνο για πέντε χρόνια αλλά μετά τα πήρα πίσω. Εσένα θα σε έπαιρνα μαζί μου για παρέα. Είσαι συμπαθής και ωραίο παιδί. Κατάλαβα ότι είσαι μορφωμένος χωρίς να ανοίξεις το στόμα σου. Θα σε έδινα στην κόρη μου αλλά είναι παντρεμένη. Μου την πέφτουν άντρες από σαράντα μέχρι εκατό είκοσι. Έρχονται και πολλοί διάσημοι στο καζίνο. Ο Σπυρόπουλος ο ηθοποιός έρχεται, αυτός κυκλοφορεί με μεγάλες, και ογδοντάρες ακόμη».

Κάποτε, θα αποχαιρετήσω την κυρία με τα παιχνιδιάρικα μελιά μάτια που δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά με τους αριθμούς, κατεβαίνει Καλλιθέα.

Ατενίζω την πόλη μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου ευγνώμων που, έπειτα από έναν βαρύ χειμώνα, πήρα επιτέλους τη δόση μου από κλεινόν άστυ. 

 

 

No comments:

Post a Comment