6.3.22

ΜΑΥΡΗ ΜΟΡΑ ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ ΜΑΥΡΗ ΧΩΡΑ

 


Νύχτωνε ανυπόμονα, άφηνα πίσω μου ένα άσημο υγρό στενό στα Πατήσια για ένα κακοφωτισμένο βρώμικο της Κυψέλης· λίγες ώρες πριν την succubus, survival instinct was on night mode.

Ανάμεσα από δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα και έναν υπερχειλισμένο πράσινο πλαστικό κάδο απορριμμάτων διέκρινα τον γυρολόγο από την Ερυθραία, γνωστό στους περίοικους της βαθιάς Πατησίων για το παραμιλητό που συντροφεύει τις σκοτούρες του και πότε πότε την κακοκεφιά του, αν τύχει και έχει αδειάσει από τσιγάρα η μέσα τσέπη του φθαρμένου γκρι παλτού με τις ξεχειλωμένες τσέπες, ένδυμα που δεν αποχωρίζεται παρά μόνο όταν πιάσουν, όχι οι πρώτες, όπως θα ήταν λογικό, αλλά οι μεγάλες ζέστες·

πότε μου χαμογελά, πότε μόνος του μιλά, τη νύχτα εκείνη, κρατούσε καδρόνι, ψαχνόταν για καυγά.

«Παίζουν θέατρο... οι θεατρίνοι...» μονολογούσε φουρκισμένος, το στόμα του υγρό, ορθάνοιχτο, σκόρπιζε σάλια στον αέρα.

Είχα πάρει την ανηφόρα με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού κοτλέ, το βλέμμα στους Χριστουγεννιάτικους στολισμούς των μπαλκονιών· κατηφόριζε φορτσάτος scanάροντας τον χώρο με τα μάτια διογκωμένα από την αυπνία, το ποτό, την κοινωνιοπάθεια της εποχής. 

Κοίταξα πλαγίως την προέκταση του χεριού του, το καντρόνι made in Sweden. Ομολογουμένως, σε έναν δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να παραμείνει στην θέση του· «το 2013 ο Barack Obama είχε δηλώσει την πεποίθηση του ότι η ισχύς απορρέει από το δίκαιο και όχι το δίκαιο από την ισχύ»* but that didnt age well οπότε, παρότι το δίκιο, διεθνές και λόκαλ, ήταν με το μέρος μου, όταν ο Ερυθραίος μούγκρισε «τι κοιτάς ρε;» δεν τσίμπησα, επιτάχυνα το βήμα, έγινε σκιά, έγινα καπνός.

Βρισκόμουν, εκείνη την βραδιά, στην άκρη του κέντρου της πόλης, από την απέναντι πλευρά του κατεξοχήν τομέα ενδιαφέροντος του δημάρχου της Αθήνας που του ξεφεύγει που και που καμιά κοτσάνα, παραδείγματος χάριν, όταν περιέγραψε ως μίζερους όσους ζητούσαν έλεγχο στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος επ’ αφορμήν μιας τηλεοπτικής φιέστας.

Ελαφρότητες ξεφούρνιζε και ο δήμαρχος Μπουτάρης, ο «κυρ Γιάννης» ωστόσο διατύπωνε και ακαταμάχητα επιχειρήματα, οι συνεντεύξεις του ήταν συχνά απολαυστικές, ουσιώδεις και επικοινωνήσιμες. Ο λόγος του Μπακογιάννη, όπως αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις του, καταλαμβάνει τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των διαφημίσεων απορρυπαντικών και της ενσωμάτωσης μιας κοινοτικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, δεν είναι λόγος, είναι λόγια, όχι του αέρα, μελαμινένια Brusselιανά.

 

 

*http://cosmoidioglossia.blogspot.com/2022/02/blog-post_68.html

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment