Η Ντίνα, νταρντάνα Κυψελιώτισα λίγο πριν τα πενήντα, μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο μέσα στο λεωφορείο. Φοράει μακριά κρεμ καμπαρντίνα, τα μαλλιά της, ιδιαίτερα λεπτή τρίχα, είναι αχτένιστα, ρίχονται άτεχνα στους στενούς της ώμους. Τα μάγουλα της είναι κόκκινα από το κρύο, είχε προηγηθεί τρίωρο τουρ για ψώνια στο κέντρο. «Έχουμε ακούσει τα καλύτερα για τα σιροπιαστά σας!» ξελαρυγγιάζεται, κλείνει τραπέζι σ’ ένα μαγαζί με Ανατολίτικα γλυκά στο Σύνταγμα με ιδιοκτησιακό καθεστώς follow the money wired via offshore accounts.
Κλείνει το τηλέφωνο, πιάνει την κουβέντα με την διπλανή της. Γεωργιανή Ελληνικής καταγωγής, μετανάστευσε στην Αθήνα πριν από κοντά τριάντα χρόνια, περίπου στα τριάντα της χρόνια, την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Αμπχαζία (1992-93), έπειτα από την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ.. Λίγο πριν τα εξήντα, μικροκαμωμένη, κοντοκουρεμένα γκρι μαλλιά σε ανδρικό στυλ, μικρά χαρακτηριστικά αυστηρή έκφραση προσώπου, προτιμά τα jeans και τα μαύρα.
«Και; Είναι ωραία η Τιφλίδα;»
«Αααχ.. η Τιφλίδα είναι πολύ όμορφη, σαν Νέα Υόρκη... σαν μικρή Νέα Υόρκη...»
«Τι λέτε! Tόσο ωραία ε; Και γιατί φύγατε τότε;»
Η Γεωργιανή στραβομουτσούνιασε μεν, δεν απάντησε δε· σύντομα, το Χριστουγεννιάτικο κλίμα μεταξύ των δύο γυναικών επανήλθε σε φυσιολογικά για την πανδημική εποχή επίπεδα.
Έχοντας επιβάλλει την αυτόχθονη υπεροχή της έναντι της Καυκάσιας, μέσω της επίδειξης των ικανοτήτων της στην τέχνη της διαλεκτικής των μέσων μαζικής μεταφοράς, η Ντίνα θα αναζητούσε -επιτυχώς- κοινό μέτωπο έναντι της Αφρικής.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν το ταξί στο οποίο επέβαινε μαζί με μια φίλη της (επέστρεφαν από το θέατρο) αναγκάστηκε να σταματήσει στην μέση του δρόμου μεταξύ πλατεία Αμερικής και Αυστραλίας. «Είχαν πέσει πάνω από μια μαύρη και την κλωτσούσαν... ήταν πολλοί μαύροι μαζεμένοι και την χτυπούσαν όλοι μαζί, μετά την άφησαν κάτω κι έφυγαν...»
Για όση ώρα το σώμα της κοπέλας από το Κονγκό υπέφερε πεταμένο στην άσφαλτο, λίγα λεπτά τα οποία στην Ντίνα φάνηκαν να διαρκούν περισσότερο από τη θεατρική παράσταση διάρκειας μιάμισης ώρας, το ταξί παρέμεινε ακινητοποιημένο με σβησμένη τη μηχανή και κλειστά παράθυρα.
Κάποια στιγμή, ένας τύπος πλησίασε προς το μέρος τους (ο ταξιτζής ζήτησε από τις πελάτισσες να παραμείνουν σιωπηλές), έριξε ένα βλέμμα προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου, αρχικά στον οδηγό, έπειτα στο πίσω κάθισμα, βεβαιώθηκε πως δεν αποτελούσαν κίνδυνο για εκείνον, οι κλωτσιές, οι φωνές, και τα σπρωξίματα συνέχισαν για λίγο ακόμη μέσα στο σκοτάδι ώσπου στο τέλος να πάρει καθένας το δρόμο του· η δαρμένη ασθμαίνοντας, ελαφρώς κουτσαίνοντας.
Ήταν, γιατί όχι, το πνεύμα της που με είχε επισκεφθεί, τριγυρνούσε τις νύχτες της Κυψέλης, ζητώντας αλλού δικαίωση, κι αλλού εκδίκηση.
No comments:
Post a Comment