29.8.22

Smog of Fate

 

Υποχρεωτική μια στάση για γλυκό, κουλουράκια για το τσάι από τον κύριο που θρέφει πανατόνε την Κυψέλη έτη πενήντα επτά (57)· επίσης κέικ και τσουρέκια.

Ορεξάτος εξηγεί τα μυστικά παρασκευής της ζάχαρης, μιλάει για μπεζέδες, φοράει στολή εργασίας ζαχαροπλάστη, ρούχα με διάσπαρτους λευκούς λεκέδες γλυκού εθισμού καλύπτουν μια πελώρια κοιλιά - δύο μπάλες ποδοσφαιρικές και μία ράγκμπυ οριζοντίως,

«η Κυψέλη ήταν Κολωνάκι» θα πέσει γρήγορα το συνθηματικό με το οποίο υποδέχονται τους νέους οι παλιοί κάτοικοι και εργαζόμενοι της γειτονιάς, κυρίως δε, τα κορίτσια της Κυψέλης άνω των 75, επιμένουν να βολτάρουνε με περμανάντ και ιστορίες από τα παλιά,

θυμάται τα σοκολατένια Πασχαλινά λαγουδάκια με blueberry των εκατό τριάντα ευρώ για εκλεκτές πελάτισσες που δεν έμοιαζαν καθόλου με την ασκούμενη δικηγόρο την οποία «πέταξε έξω από το μαγαζί με τις κλωτσιές», είχε παραπονεθεί για τις τιμές στα κουλουράκια με ταχίνι και την βρώμη (14 ευρώ το κιλό), στην συνέχεια υπέπεσε στο ασυγχώρετο ατόπημα της αμφισβήτησης της ποιότητας των υλικών της επιχείρησης,

«εγώ δεν θα την προσλάμβανα με τέτοια εμφάνιση» (ελαφρά σκισμένο τζην και πάνινα Converse παπούτσια), ενέκρινε ωστόσο τα παπούτσια που κρατούσα σε μια τσάντα,

«με γειά» μου λέει,

«από τον τσαγκάρη έρχομαι» δεν λέω,

«είχα κι εγώ λόξα με τα καστόρινα» εξομολογείται,

«εγώ να δεις λόξα με τα ανθρώπινα» σκέφτομαι και γράφω.

Με ξεπροβοδίζει γκρινιάζοντας, κανένα από τα τρία παιδιά του δεν πρόκειται να αναλάβει την επιχείρηση, «ξεκινήσαμε στο Μεταξουργείο με το εργοστάσιο, μετά ήρθαμε Κυψέλη, 5η γενιά ζαχαροπλάστες...»,

ένας Ολλανδός τυχαίνει να περνάει από το στενό, δυσφορεί για την κατάσταση των πεζοδρομίων, ένα μηχανάκι, μισό τραπέζι τύπου ikea, και ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό του κλείνουν το δρόμο, εργάζεται στα γραφεία -επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας- του Ολλανδικού όμιλου Ten Brinke με παράδοση 119 ετών και παρουσία στην Ελλάδα από το 2008 μέσω της θυγατρικής Ten Brinke Ελλάς, προέδρος και CEO ο 60χρονος Albert Τen Brinke, ηγείται ενός ομίλου με ετήσιο τζίρο άνω του 1 δισ. ευρώ, ανταγωνίζονται, μεταξύ άλλων, την Wessels, που ελέγχει την ολλανδική Reggeborgh Invest BV, που ελέγχει την Ελλάκτωρ, πρώην Μπόμπολα, αφουγκράζεται το παράπονο του ζαχαροπλάστη και δηλώνει περιχαρής - «14η γενιά στο Ρόττερνταμ my friends…»,

aaaandwe have a winner από το απέναντι πεζοδρόμιο καθώς χαμογελάει τελευταίος ένας Γαλλόφωνος μουσουλμάνος από το Μάλι, καπνίζει Winston, βαδίζει αργά, οι πρόγονοι του συνδέονται με τους Diabaté - εβδομήντα δύο (72) γενιές αφηγητές ιστοριών της Δυτικής Αφρικής, griot is a West African historian, storyteller, praise singer, poet, or musician·

συνέβαιναν τούτα τα υπέροχα όμως ο νους μου είχε ήδη λοξοδρομήσει προς την δικηγόρο με τα All Star, pocket version της Amal Alamuddin, μια μέρα θα γυρίσει σπίτι κουρασμένη απ’ τη δουλειά, θα προσθέσει το παλτό στο βουνό από ρούχα δίπλα από την πόρτα, στην πολυθρόνα, θα θυμώσω τόσο όσο να της βγάλω τα παπούτσια να της βάλω τα πατούσια σε λεκάνη με ζεστό νερό, με μασάζ να διώξω από πάνω τους όλη την σκουριά, έπειτα από την ορθοστασία στα σκαλιά, της Ευελπίδων, θα αφηγείται, ως αντάλλαγμα, ιστορίες διαφθοράς και δικαστικής πλάνης, καταδίκες ενόχων και αθώων, αθώος ουδείς,

«αμάλ  أمل» θα πει ελπίδα,

για κάποιους δεν πεθαίνει ποτέ, γι’ άλλους ψοφάει τελευταία, όσο για εμένα, σχημάτιζε πάντοτε το πρόσωπο γυναίκας.

 

 

 

 

 

 

 

 

22.8.22

Smog of Fate

 


Ανήκει, η Αυστριακή, στα θηλυκά που λάμπουνε τα πρόσωπα τους άβαφα τα πρωινά, στον ύπνο, στην παραλία έπειτα από βουτιά,

σε αντίθεση με τις γυναίκες που με ρουζ και μάσκαρα λειαίνουν διαφορές, κάμπτουν αντιστάσεις από random ανδρικές καρδιές, με extension βλεφαρίδες χαϊδεύουνε καρδιές, διακόσιες αποχρώσεις της παλέτας των χρωμάτων στα χείλη τους γεννούν διακόσιες χιλιάδες  παραλλαγές, του πόθου, όσο για το μολύβι, καταγράφει τις ιστορίες των κατακτήσεων τους.

Η ζωή στο Gratz μπορεί και να ‘ναι sweet, harmony σαν αυτή που εκπέμπει το μέγεθος και το σχήμα της μύτης της ως προς τα μάτια της, σκούρα πράσινα, το στήθος της ως προς την περιφέρεια της μέσης της, λιτά στητά και απέριττα, τα χρήματα που διέθεσε για το μαύρο ψηλόμεσο τζιν σωλήνα ως προς το βιοτικό επίπεδο της πλατείας Βικτωρίας, το φυσικό ξανθοκάστανο των μαλλιών της σε σχέση με τον ανόμοιο τόνο του δέρματος του προσώπου της, η αδύνατη τρίχα της ως προς τη δική μου,

το Ανοιξιάτικο φως φωτίζει την ενυδατωμένη επιδερμίδα των χεριών της, απαλόσαρκη, coconut oil, ασυνήθιστο στην πόλη μας όπου το ελαιόλαδο αστράφτει στα μπράτσα και στις γάμπες γυναικών ευφρόσυνων της Μεσογείου, στην Κυψέλη δε, οι ώμοι κοριτσιών από Σενεγάλη, Γκάνα, Νιγηρία μεταγγίζουν palm oil στους θαυμαστές της mama Africa, τέλος, στα Πατήσια συναντάς ενίοτε Ασιάτισες με καλυμμένα από χιτζάμπ μαλλιά και μέτωπα από mustard ή rice oil,

το χαμόγελο της, αν και αυθόρμητο, δεν υπόσχεται τίποτα, ευτυχώς,

υπάρχουν χαμόγελα σε μπαρ που φανερώνουνε το τέλος μονομιάς, τα cigarettes after sex ή τα τσιγάρα της παρηγοριάς, μόνος σου στην μπάρα, στο τέλος της βραδιάς,

υπάρχουν και εκείνα τα χαμόγελα από κορίτσια συμβατά, τα κάπως αλαζονικά, το άλλο τους μισό, αναιδώς ειρωνικά, γυναίκες κάστρα που πέφτουνε έπειτα από αλησμόνητο καυγά, με το εγώ σου, να δεις πόσο θα το ‘θελε να εκνευριστεί με όλα αυτά, τα βλέμματα τα παιγνιώδη απορριπτικά, κι όμως! αν ποτέ φτάσεις σε χάδια αγκαλιές φιλιά, η λάβα του Erta Ale, θα σας σκεπάσει θριαμβευτικά.

Αναζητώ την χτυπητή ατέλεια πάνω της, μια ελαφρώς σπασμένη μύτη από πέσιμο στο μπαλέτο στην παιδική ηλικία, λεύκη στα χέρια ή ακόμη και στο πρόσωπο, πλατυποδία, ένα κάποιο αλληθώρισμα, ένα κενό στα μπροστινά δόντια, ίσως να τραγουδάει φάλτσα ‘meine liebe meine liebe” την ώρα που οδηγεί, ποθώ την ικανή συνθήκη ώστε να παραδοθώ, να της δοθώ,

«οι Αμαζόνες ακρωτηρίαζαν τα αρσενικά, πεπεισμένες καθώς ήταν πως η οδύνη οδηγεί τον λειψό άντρα στη συσσώρευση επιθυμίας και στην παραγωγή σπέρματος ανώτερης ποιότητας,  άλλωστε ήταν σε θέση να ισχυριστούν οι Αμαζόνες πως ξέρουν καλά για τι πράγμα μιλάνε, αφού έκοβαν κι αυτές τον δεξιό μαστό τους για να τοξεύουν καλύτερα, η αρτιότητα είναι η ασθένεια, έλεγαν, να την προσέχετε την ξεκομμένη ορθότητα και την αρτιότητα»[1]

 

να με πάρεις να φύγουμε, να σε πάρω να μείνουμε, το ίδιο κάνει,

ας με πάρεις να φύγουμε,

πιθανόν να βρίσκεται under the skin, το λάθος που αναζητώ, συμφωνούμε και οι δυο, το σώμα των ανθρώπων είναι στα δύο τρίτα του νερό, διαφωνούμε, πιθανολογώ, πως «η προσωπικότητα είναι αέρας φρέσκος, δηλαδή έλλειψη, σε ανάλογο ποσοστό»[2]·

δύσκολο να συναντήσεις Έλληνα να μην αμφιταλαντεύεται αν είμαστε «ανατολική χώρα που ανήκει στη Δύση, όπως σχολίασε ένας Κινέζος, ή μια δυτική χώρα κοντά στην Ανατολή»[3], εξίσου ασυνήθιστο βεβαίως να γνωρίσεις άνθρωπο του Global North που δεν λογίζει την αυτάρκεια του εαυτού ως ατομικό θρίαμβο, αντί για software bug του τρέχοντος πολιτιστικού παραδείγματος.