Υποχρεωτική μια στάση για γλυκό, κουλουράκια για το τσάι από τον κύριο που θρέφει πανατόνε την Κυψέλη έτη πενήντα επτά (57)· επίσης κέικ και τσουρέκια.
Ορεξάτος εξηγεί τα μυστικά παρασκευής της ζάχαρης, μιλάει για μπεζέδες, φοράει στολή εργασίας ζαχαροπλάστη, ρούχα με διάσπαρτους λευκούς λεκέδες γλυκού εθισμού καλύπτουν μια πελώρια κοιλιά - δύο μπάλες ποδοσφαιρικές και μία ράγκμπυ οριζοντίως,
«η Κυψέλη ήταν Κολωνάκι» θα πέσει γρήγορα το συνθηματικό με το οποίο υποδέχονται τους νέους οι παλιοί κάτοικοι και εργαζόμενοι της γειτονιάς, κυρίως δε, τα κορίτσια της Κυψέλης άνω των 75, επιμένουν να βολτάρουνε με περμανάντ και ιστορίες από τα παλιά,
θυμάται τα σοκολατένια Πασχαλινά λαγουδάκια με blueberry των εκατό τριάντα ευρώ για εκλεκτές πελάτισσες που δεν έμοιαζαν καθόλου με την ασκούμενη δικηγόρο την οποία «πέταξε έξω από το μαγαζί με τις κλωτσιές», είχε παραπονεθεί για τις τιμές στα κουλουράκια με ταχίνι και την βρώμη (14 ευρώ το κιλό), στην συνέχεια υπέπεσε στο ασυγχώρετο ατόπημα της αμφισβήτησης της ποιότητας των υλικών της επιχείρησης,
«εγώ δεν θα την προσλάμβανα με τέτοια εμφάνιση» (ελαφρά σκισμένο τζην και πάνινα Converse παπούτσια), ενέκρινε ωστόσο τα παπούτσια που κρατούσα σε μια τσάντα,
«με γειά» μου λέει,
«από τον τσαγκάρη έρχομαι» δεν λέω,
«είχα κι εγώ λόξα με τα καστόρινα» εξομολογείται,
«εγώ να δεις λόξα με τα ανθρώπινα» σκέφτομαι και γράφω.
Με ξεπροβοδίζει γκρινιάζοντας, κανένα από τα τρία παιδιά του δεν πρόκειται να αναλάβει την επιχείρηση, «ξεκινήσαμε στο Μεταξουργείο με το εργοστάσιο, μετά ήρθαμε Κυψέλη, 5η γενιά ζαχαροπλάστες...»,
ένας Ολλανδός τυχαίνει να περνάει από το στενό, δυσφορεί για την κατάσταση των πεζοδρομίων, ένα μηχανάκι, μισό τραπέζι τύπου ikea, και ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό του κλείνουν το δρόμο, εργάζεται στα γραφεία -επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας- του Ολλανδικού όμιλου Ten Brinke με παράδοση 119 ετών και παρουσία στην Ελλάδα από το 2008 μέσω της θυγατρικής Ten Brinke Ελλάς, προέδρος και CEO ο 60χρονος Albert Τen Brinke, ηγείται ενός ομίλου με ετήσιο τζίρο άνω του 1 δισ. ευρώ, ανταγωνίζονται, μεταξύ άλλων, την Wessels, που ελέγχει την ολλανδική Reggeborgh Invest BV, που ελέγχει την Ελλάκτωρ, πρώην Μπόμπολα, αφουγκράζεται το παράπονο του ζαχαροπλάστη και δηλώνει περιχαρής - «14η γενιά στο Ρόττερνταμ my friends…»,
aaaand… we have a winner από το απέναντι πεζοδρόμιο καθώς χαμογελάει τελευταίος ένας Γαλλόφωνος μουσουλμάνος από το Μάλι, καπνίζει Winston, βαδίζει αργά, οι πρόγονοι του συνδέονται με τους Diabaté - εβδομήντα δύο (72) γενιές αφηγητές ιστοριών της Δυτικής Αφρικής, griot is a West African historian, storyteller, praise singer, poet, or musician·
συνέβαιναν τούτα τα υπέροχα όμως ο νους μου είχε ήδη λοξοδρομήσει προς την δικηγόρο με τα All Star, pocket version της Amal Alamuddin, μια μέρα θα γυρίσει σπίτι κουρασμένη απ’ τη δουλειά, θα προσθέσει το παλτό στο βουνό από ρούχα δίπλα από την πόρτα, στην πολυθρόνα, θα θυμώσω τόσο όσο να της βγάλω τα παπούτσια να της βάλω τα πατούσια σε λεκάνη με ζεστό νερό, με μασάζ να διώξω από πάνω τους όλη την σκουριά, έπειτα από την ορθοστασία στα σκαλιά, της Ευελπίδων, θα αφηγείται, ως αντάλλαγμα, ιστορίες διαφθοράς και δικαστικής πλάνης, καταδίκες ενόχων και αθώων, αθώος ουδείς,
«αμάλ أمل» θα πει ελπίδα,
για κάποιους δεν πεθαίνει ποτέ, γι’ άλλους ψοφάει τελευταία, όσο για εμένα, σχημάτιζε πάντοτε το πρόσωπο γυναίκας.