15.8.22

Smog of Fate

 


Τραβώ ξανά την ανηφόρα, αναγκαία στάση για placebo γιατρικό, έπειτα από σοκ υπαρξιακό – chili, ginger, turmeric, και ό,τι σκόνη ήθελε προκύψει. Θα σταματήσω, τούτη τη φορά, στην Αγίου Μελετίου, στον κύριο με το κιτρινισμένο μουστάκι και τα μπαχάρια σε βαζάκια κάθε σχήματος - μεγέθους, ετικέτες γραμμένες στο χέρι, hand made μαγαζί, δεν θυμίζει τα τριγύρω, δεν θυμίζει κανένα, εισέρχομαι προσεκτικά σε μια αποθήκη φορτωμένη μνήμες βάσανα συμβάντα,

εμπορεύεται βότανα σαράντα εννέα (49) χρόνια· «για το αλκοολίκι, γι’ αυτό κάθομαι στο μαγαζί, μεγάλωσα τέσσερα παιδιά».

Στριφογυρίζει, δραστήριος, ύψος ένα μέτρο και εξήντα εκατοστά, κιλά πενήντα τέσσερα, jeans Levis από τα παλιά, σε βγάζανε 15ετία, μου προτείνει -λόγω αδύνατης τρίχας- ξύδι για τα μαλλιά, και ένα βότανο «καλό για το χέσιμο... μην παρεξηγείς που τα λέω έτσι χωριάτικα», μου κάνει έκπτωση ένα ευρώ για να με ευχαριστήσει, προσθέτω ένα προϊόν αξίας ενός ευρώ ώστε να τον ευχαριστήσω, μαζεύω τα μπαχάρια, το σαπούνι, το ξύδι, και το θυμαρίσιο μέλι από την Κρήτη...

«έχει και βασιλικό πολτό μέσα, θα γαμάς σαν γουρούνι...» ανεμπόδιστα μιλάει το κρασάκι καθώς βγαίνω από το μαγαζί στην είσοδο του οποίου έχει κάνει την εμφάνιση της μια γειτόνισσα κοντή και στρογγυλή και τυλιγμένη στα μαύρα, με καλυμμένο το κεφάλι, επίσης με μαύρα, μεταφέρει ένα πουλάκι σε κλουβί, τον μαλώνει με το βλέμμα, απολογείται με τη φυσικότητα μικρού παιδιού μ’ έναν μορφασμό, γέρνει τους ώμους μπροστά, ζαρώνει το μέτωπο, κλείνουν κάπως ανεπαίσθητα τα μάτια,

επέστρεφε, η γυναίκα άνω των εβδομήντα ετών, από την «Παναγία τῶν Βρυούλων», Ἱερὸ Γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο, ορθόδοξο μοναστήρι στα Κάτω Πατήσια, ιδρύθηκε το 1996 πλησίον της μεσαιωνικής εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα, για τους δικούς της προσωπικούς λόγους επέλεξε να ζήσει τη ζωή της κουβαλώντας μόνιμα στην πλάτη της την βάσανο, αλλά και τη μνήμη, της Φιλοθέης Μπενιζέλου της Αθηναίας, το μοναστήρι της απάλυνε τον πόνο γυναικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως ότου στα τέλη του 16ου αιώνα ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου δεμένη σε μια αρχαία κολώνα, βρίσκεται ακόμα στην ίδια θέση.

Τριάντα κάτι digital nomad από το Gratz της Αυστρίας δεν θέλει να φορτώσει τις πλάτες της με βάρος, της ιστορίας δηλαδή, «της εποχής των υπόγειων εντάσεων και των συνωμοσιών, λίγο πριν από το 1914, όταν η Αυστρία ήταν kaiserlich und königlich»[1] παραδείγματος χάριν, βρίσκεται στην Ελλάδα λίγες εβδομάδες, σκοπεύει να ζήσει στην Κυψέλη για ένα χρόνο, και βλέπουμε, μας βγάζει φωτογραφία,

ο κύριος με το κιτρινωπό μουστάκι και το βάρος της προσωπικής του ιστορίας - την ξορκίζει με βότανα και αλκοόλ,

το βαζάκι με τον κουρκουμά στα χέρια μου και το βάρος της επιθυμίας για θάλασσα, θηλυκό κορμί, γνώση και πληροφορία, το βάρος των ορίων του ανθρωπίνου σώματος – να μην μπορώ να γίνω αόρατος για μια βραδιά,

η παλαιοημερολογίτισσα με το καναρίνι στο κλουβί και το άχθος μιας Οσίας του 16ου αιώνα,

γινόμαστε quorky Greek folklore.

Τότε συνειδητοποιώ, μ’ ετοίμαζε γαμπρό, με ξύδι για την τρίχα και θαυματουργό πολτό, πότε θύτες είτε θύματα, αρκούν μια χούφτα δευτερόλεπτα για τον ερωτικό συγκλονισμό, οι λέξεις σ’ αυτές τις περιπτώσεις λυγίζουν και σπάνε·

«ένας πολιτισμός λέξεων είναι ένας αμήχανος πολιτισμός, οι λέξεις γεννάνε τη σύγχυση, οι λέξεις δεν είναι ο λόγος... δεν υπάρχουν λέξεις για την πιο βαθιά εμπειρία».[2]

 

 

 



[1] Νίκος Σκοπλάκης

[2] Ψηφίδες Ημερολογίου, Ευγένιος Ιονέσκο.

 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment