[...] Εκείνο που είναι όντως καινούργιο με την έκθεση «Bodies» στην Τεχνόπολη, η οποία αυτές τις ημέρες προσελκύει ορδές περιέργων, είναι η πρωτοφανής ωμότητα της κυριολεξίας. Η έκθεση πετσοκομμένων ανθρώπινων πτωμάτων σε γελοίες στάσεις σαρκάζει με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την τέχνη και υποβιβάζει μακάβρια τη ζωή: μας καλεί να προσυπογράψουμε τη μεταμόρφωση του κόσμου μας σε ορθολογικά ελεγχόμενο νεκροτομείο, να πανηγυρίσουμε το ότι μας έχει κλαπεί όχι μόνο το σώμα αλλά και ο ίδιος ο θάνατός μας. Ότι το εγχείρημα δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί αισθητικά με καμία έννοια μαρτυρείται από την ανάγκη των διοργανωτών να το τονώσουν με μια ένεση επιστημονικότητας... [...] Η δουλική υπόκλιση της «τέχνης» στην επιστημονική αυθεντία, και δη την ιατρική, είναι ο ασφαλέστερος δείκτης του τέλους τού φιλελεύθερου αστικού πολιτισμού, του ολοκληρωτικού μέλλοντος των κοινωνιών μας, που έχει όλο και περισσότερο τη σφραγίδα ενός υγειονομικού σωφρονισμού.
[...] Συμπτωματικά διάβαζα τις ημέρες αυτές ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νήσος, τον συλλογικό τόμο της Δήμητρας Μακρυνιώτη, Περί θανάτου. Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας (Αθήνα 2008). [...] Στάθηκα στο κείμενο του GeoffreyGorer, Η πορνογραφία του θανάτου (σελ. 73-81) διότι μου φάνηκε ότι, αθέλητα κι εκ των υστέρων, επιτρέπει ακριβώς μια εννοιοποίηση της εμπειρίας των «Bodies». Βασική του παρατήρηση (που συμπίπτει με τις ιστορικές περιοδολογήσεις του Aries ή του Vovelle) είναι ότι τον 20ό αιώνα, ιδίως στις αγγλοσαξωνικές χώρες, συντελέστηκε μια μετατόπιση της σεμνοτυφίας από σεξουαλικές αναπαραστάσεις και πράξεις προς τον ίδιο τον θάνατο. Ήταν προϊόν της αιφνίδιας «απόκρυψης» του θανάτου στις νεοτερικές κοινωνίες - και κάθε μεθοδευμένη απόκρυψη, όπως ξέρουμε, γεννά συνοδευτικές ηδοβλεπτικές παρορμήσεις. Η οιονεί πορνογραφική ανταπόκριση του κοινού σε μια τέτοια έκθεση (όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί από τους διοργανωτές της) πηγάζει, πιστεύω, από αυτό το διφορούμενο καθεστώς του θανάτου στις κοινωνίες μας: αν οι βικτωριανοί είχαν απωλέσει το σώμα τους, εμείς έχουμε απωλέσει τον θάνατό μας - και η οδύνη αυτής της απώλειας τροφοδοτεί εσωτερικά μιαν ακόρεστη, ακατάσχετη θανατολαγνεία.
Μολονότι το σύμπαν της τέχνης είναι διαποτισμένο απ΄τον θάνατο, η τέχνη αποκρούει τον πειρασμό να δώσει νόημα στον θάνατο. Για την τέχνη, ο θάνατος είναι ένας σταθερός κίνδυνος, κακοτυχία, σταθερή απειλή μέχρι και σε στιγμές ευτυχίας, θριάμβου, εκπλήρωσης. (Ως και στον Τριστάνο, ο θάνατος παρεμένει ατύχημα, διπλό ατύχημα του ερωτικού φίλτρου και της λαβωματιάς. Ο ύμνος στον θάνατο είναι ύμνος στον έρωτα). Όλα τα βάσανα γίνονται αρρώστεια που οδηγεί στον θάνατο –μολονότι η αρρώστεια ενδέχεται να γιατρευτεί. Το Lamortedespauvres[ θάνατος των φτωχών] μπορεί να είναι κάλλιστα απελευθέρωση∙ η φτώχεια είναι δυνατόν να καταργηθεί. Κι όμως, ο θάνατος παραμένει η άρνηση η εγγενής στην κοινωνία, στην ιστορία. Είναι η τελική ανάμνηση των περασμένων –στερνή ανάμνηση όλων των δυνατοτήτων που εγκαταλείφθηκαν, όλων όσων θα μπορούσαν να ειπωθούν και δεν ειπώθηκαν, όλων των χειρονομιών που δεν έγιναν, όλων των τρυφεροτήτων που δεν δείχθηκαν.
του Χέρμπερτ Μαρκούζε, Η αισθητική διάσταση, εκδ. Νησίδες (1998), σελ. 64.
Η ζωή είναι αλλού παρόλο που είμαστε ήδη εδώ, απλώς είναι λίγοι που το βλέπουν. Οι περισσότεροι απλώς υπάρχουν, λίγοι ζουν, γιατί λίγοι ξέρουν ότι θα πεθάνουν, οι άλλοι πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Εμείς δεν έχουμε χρόνο για την αθανασία.
Έχουμε χρόνο για τη ζωή;
Ναι, και μόνο.
Νίκος Λυγερός, συνέντευξη στην εκπομπή "Η Ζωή είναι αλλού".
“Τι πιο επαγγελματικό απ' τις διακοπές, όπου το κύριο μέλημα είναι η εκμετάλλευση του χρόνου και η ταχεία σάρωση των τοπίων της υπαίθρου εν είδει τηλεοπτικών αποζημιώσεων για τη ζωή σε μια πόλη που κατάντησε αφόρητη;”
Δεν έχει άδικο ο Ευγένιος Αρανίτσης (σπάνια έχει∙ όταν έχει μάλλον πως το επιδιώκει). Είναι πολλές φορές που το μειδίαμα απογοήτευσης του προσώπου που βρίσκεται απέναντι σου έπειτα από την απάντηση σου, γίνεται ανυπόφορο σε σένα, τον αθώο παραθεριστή. Η ερώτηση είναι αν επισκέφθηκες κατά την περίοδο των διακοπών σου στην Κρήτη όλα τα μέρη τα οποία επισκέφθηκε προ διετίας ο συνομιλητής σου. Η απάντηση είναι πως την έβγαλες κυρίως στη παραλία της Σούγιας την οποία και λατρεύεις (την έχεις επισκεφθεί άλλωστε παραπάνω από 3 φορές, από αναμνήσεις και συμβάντα άλλο τίποτα) και είδες και κανα δυό άλλα μέρη.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν για όλα αυτά ευθύνεται η επιτυχία των εβδομαδιαίων lifestyleοδηγών διασκέδασης και κατασκευής updatedfriendlyλαίμαργων νεανικών Εγώ. Ορμώμενος από εκείνη τη δήλωση του Burroughsπου αφορούσε την αποκάλυψη του πραγματικού ρόλου των Timesτης Νέας Υόρκης (σύμφωνα με αυτόν ύφαιναν μια παγκόσμια συνωμοσία με σκοπό τον έλεγχο του παγκόσμιου πληθυσμού), αναρωτήθηκα σιωπηλά κάποτε αν οι συντάκτες των εν λόγω δωρεάν εφημερίδων έχουν πουλήσει τη ψυχή τους στον Διάβολο. (Αλά RobertJohnson∙ δεν τους φαντάστηκα όμως να πηγαίνουν σε κάποια ερημωμένη διασταύρωση στη μέση της ερήμου μιας και δεν έχουμε τέτοιες εδώ, τους φαντάστηκα να επισκέπτονται την τουαλέτα κάποιου μικρού μπαρ σε μια από τις πάμπολες κοσμικότροπες εναλλακτικές συνάξεις άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας και μπροστά στον καθρέπτη να καλούν τη δύναμη του αγαπημένου μας Σατανά που αν και δεν τους τρομάζει πλέον - δεν νοιώθουν δηλαδή κάποιο δέος μπροστά του όπως ένοιωθε φερ’ ειπείν ο Μπωντλέρ όταν του χάριζε εκείνο το αλησμόνητο ποίημα – ωστόσο, έτσι από συνήθεια, όπως ζουν άλλωστε, τον ανασύρουν στην - κατά τα άλλα κοντόφθαλμη εξού και fashionvictims - μνήμη τους).
Η σκέψη μου αυτή ενώ εκ πρώτη όψεως έμοιαζε ακραία και κάπως μεταφυσική, είχε σφυρηλατηθεί από μια σοβαρότατη ένδειξη, σχεδόν απόδειξη θα έλεγα. Αναφέρομαι στο ανεξήγητο, στο μυαλό μου τουλάχιστον, συνήθειο των συντακτών να γράφουν κατά τον ακόλουθο, σήμα κατατεθέν πλέον, τρόπο: “Να είσαι εκεί!” “Θα σε δω εκεί!” “Σου’χω κάτι καλό γι’ αυτήν την Κυριακή βράδυ...” “Άκουσε το και θα τα πούμε εκεί!” (προτροπή για τη συμμετοχή σου ως θεατή κάποιας συναυλίας) και πολλά άλλα τέτοια καλούδια. Έχοντας στο μυαλό μου (δεν έχω αλλάξει γνώμη από τότε) πως επρόκειτο δίχως καμία αμφιβολία για το χειρότερο «τρόπο (είδος, στυλ, ξέρω και εγώ τι στο διάολο) γραφής» που έχουν συναντήσει τα μάτια μου (τα αδέξια, παρορμητικά, εφηβικά κείμενα γραμμένα σε greeklish που βρίσκεις σπαρμένα στο ίντερνετ απενεχοποιήθηκαν στα μάτια μου σε μεγάλο βαθμό), δεν μπορούσα παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα πως επρόκειτο περί μιας τεχνικής-τακτικής την οποία είχε συστήσει ο Εξαποδώ στους μικρούς του littlehelpers.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, πάγια τακτική των μαθητών του Σατανά είναι αυτή ακριβώς η ακόρεστη επιθυμία να δουν όλη την Κρήτη σε μία εβδομάδα, να γευτούν παραδοσιακούς χοχλιούς στην ταβέρνα του Κυρ-Αντρέα, να πάνε εντός, εκτός και επί τα αυτά. Φυσικά, οι ίδιοι πληρώνονται για να το κάνουν αυτό αν και είναι εύκολο να πιθανολογήσω πως το ίδιο συμβαίνει και κατά την διάρκεια της άδειας τους, έτσι από συνήθεια. Η άμεση ανταπόκριση που βρήκε αυτό το κάλεσμα προς μια φρενήρη προσπάθεια να δεις τον κόσμο, να γευτείς τους καρπούς της ζωής ωσάν αυτό να είναι απλά μια διαδικασία όπου ο ταχύτερος, αυτός που δύναται να σπάσει τον εαυτό του σε μύρια κομματάκια, είναι και ο νικητής, δεν άπτεται φυσικά του Σατανά και των γνωστών του διαστροφικών κόλπων.
Όταν αποφάσισα να σοβαρευτώ και να σταματήσω να σκέπτομαι αν (και) οι RollingStonesσυμπάθησαν πραγματικά τον Διάβολο με αντάλλαγμα λίγα κορίτσια με ξανθά μακριά μαλλιά ακόμα, είδα την αλήθεια όπως αυτή παρουσιάζει τον εαυτό της όταν αποφασίζεις να πάρεις τη ζωή στα σοβαρά: η ζωή λοιπόν, σήμερα θυμίζει επικίνδυνα τηλεοπτικές σειρές στις οποίες το κάθε επεισόδιο είναι στην ουσία ο προθάλαμος του επόμενου που απαγορεύεται να χάσεις, η συνέχεια άλλωστε θα είναι συναρπαστική. Αυτό που μένει στο τέλος όμως δεν είναι παρά η λαχτάρα για το (κάθε) επόμενο – καλύτερο? – επεισόδιο μιας και εκεί συνίσταται όλη η απόλαυση, σε μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Οι άνθρωποι έχουν αφήσει τον εαυτό τους έρμαιο μιας ανεκπλήρωτης υπόσχεσης η ύπαρξη της οποίας αποδεικνύει μονάχα με τρόπο ξεκάθαρο πως οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει πως και τι να Επιθυμούν. Κάθε μέρος που επισκέπτεσαι είναι ο προθάλαμος του επόμενου κι αυτό πρακτικά σημαίνει πως ποτέ δεν φθάνεις εκεί που πραγματικά επιθυμείς∙ ο προθάλαμος δεν έχει ζωή από μόνος του, είναι απλά ένα μέρος που περιμένεις μέχρι να εισέλθεις εκεί που θέλεις, είτε είναι το προσωπικό γραφείο του ψυχαναλυτή σου, είτε το γραφείο του supervisorτου διαδακτορικού σου, είτε το κρεβάτι στο οποίο αγοράζεις την ηδονή με 20 ευρώ.
Η φαντασίωση[1] κάποιων ότι μπορούν να μετατραπούν σε scannerυψηλής πιστότητας σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα τους και κτίζοντας έτσι σιγά σιγά το παζλ της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία διψά για λογής λογής εικόνες και φυσικά εμπειρίες, είναι μια μεγάλη φενάκη στα όρια του παραλογισμού. (Ένας τέτοιος παραλογισμός μπορεί να σχηματοποιηθεί μονάχα από μια εμμονοληπτική προσήλωση-θρησκευτικού τύπου παράκρουση σχετικά με τη δικαίωση ενός μύθου∙ στην περίπτωση μας, του μύθου περί κατάργησης της ανθρώπινης ύπαρξης προς όφελος μιας μηχανοποιημένης έκδοσης του βασισμένης στα προτάγματα της neuroscience, της στατιστικής ως πλατφόρμα σύμφωνα με την οποία θα επαναπροσδιοριστούν οι ανθρώπινες φυσικές λειτουργίες, μιλάω για την εποχή των νουκλεοτίδιων).
Ορμώμενοι από την επιτυχή μετάλλαξη τους σε πυθάρια -πυθάρια δίχως πάτο- αποθήκευσης πληροφοριών, σε δίσκους χωρητικότητας πολλών terabyteδηλαδή, οι άνθρωποι φαντασιώνονται ότι επιτελούν χρήσιμο έργο για τον εαυτό τους[2] αλλά και για την ανθρωπότητα (αναφέρομαι στην extravaganzaτης δημοσιογραφίας του πολίτη∙ οι πορείες δεν έχουν διαδηλωτές πια, έχουν καταγραφείς της λεπτομέρειας της λεπτομέρειας).
Αυτό που δεν περνάει από το μυαλό τους είναι πως μια βάση δεδομένων (ότι μαζέψει το μάτι) είναι παντελώς άχρηστη για έναν άπειρο, άτεχνο χρήστη (το Υποκείμενο, αυτό που οφείλει να είναι ο άνθρωπος). Επιπλέον, δεν έχουν κατανοήσει πως το «μάτι» του σαρωτή διαφέρει κατά πολύ από την ανθρώπινη ματιά, κατά συνέπεια αυτή η τελευταία έχει πληγεί θανάσιμα:
-«Ολοι στοιχιζόμαστε στην ατέρμονη γραμμή των τυφλών. Αν δεχτούμε ότι η αλήθεια του ανθρώπου είναι η επιθυμία, στην Ελλάδα οι επιθυμίες -και οι αλήθειες- ταξιθετούνται σε μια αλυσίδα που μοιάζει με την πομπή των τυφλών στον πίνακα του Μπρέγκελ: κάθε μία πιάνεται από το χέρι της άλλης αλλά καμία δεν ξέρει πού πάνε όλες μαζί. Αυτό σημαίνει πώς πάντα κάποιος επιθυμεί και αληθολογεί στη θέση μας. Κι αυτός είναι ο πρώτος μονόφθαλμος της πομπής... Οσοι τον ακολουθούν επαφίενται σαν σε τυφλοσούρτη. Εξιδανικεύουμε, απωθούμε, αυτολογοκρινόμαστε ακολουθώντας τον "τρόπο" που χρησιμοποιεί ο πρώτος. Αρα δεν επιθυμούμε αλλά φοβόμαστε όπως ακριβώς οι τυφλοί: δεν ξέρουμε πού να πατήσουμε, ποιον να πατήσουμε ή ποιος θα μας πατήσει.[3]
Ο πρώτος μονόφθαλμος της πομπής στην δική μας περίπτωση, είναι το αόρατο, άυλο μάτι που σκεπάζει την ανθρωπότητα, το μάτι της κοινωνίας του 21ου αιώνα. Όσον αφορά τον έσχατο, τείνει να γίνουμε όλοι εμείς, άλλοτε γνωστοί με την κωδική ονομασία Υποκείμενα.
[1]Η φαντασιοπληξία αυτή αντιτίθεται σε ότι έχουμε για σίγουρο σ’ αυτόν τον πλανήτη: τα αγαθά κόποις κτώνται / ο χρόνος δεν είναι κτήμα μας, ανήκουμε σ’ αυτόν / και άλλα.
[2]Χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς στα σοβαρά αν οι άνθρωποι “πεθαίνουν τάχα από επιθυμία να μάθουν αν αυτή τη στιγμή χιονίζει στο Οσλο ή αν το τσιγάρο SilkCut της κατηγορίας μοβ, περιέχει όντως 7 δέκατα του μιλιγκράμ νικοτίνη?”http://1453-2009.pblogs.gr/2009/02/413378.html
- Γιατί δεν μιλάς, γιατί δεν λες αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που θες να πεις! Γιατί δε μ’ αφήνεις ήσυχη; Χωρίσαμε, δεν χωρίσαμε; Εξαφανίσου, γιατί δεν εξαφανίζεσαι; [...] Με νομίζεις νευρωτική ε; Υστερικιά. [...] Μου ‘χεις φορτώσει τον τρόπο που μιλάς, τον τρόπο που σκέφτεσαι, τις ανασφάλειες σου, τα βιώματα σου, τη μυθολογία σου, είσαι βαρύς, το καταλαβαίνεις? Βαρύς! [...] Όπως τότε που σου΄χα πει ότι πήγα μ’ άλλον, ποτέ δεν το ξεπέρασες. Θεωρίες… θεωρίες… ξέρεις τι είσαι, ένας καταπιεσμένος μικροαστός είσαι, αυτό είσαι!
• Είναι φορές που σκέφτομαι πως αυτή η ιστορία, δεν μπορούσε να ‘ναι καλύτερη.
Εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο (1979), του Νίκου Ζερβού.
________________________________________
Ο θάνατος σε διπλή έκδοση
Ο πρώτος θάνατος αργός, βασανιστικός, ένας θάνατος εν ζωή - ο θάνατος του να υπάρχεις αλλά να μην ζεις (να ζεις ως σκλάβος κάποιου μύθου).
Ο δεύτερος θάνατος αιφνίδιος, βίαιος, «παράλογος», - ένας θάνατος μέσα στην ερημιά που ακολουθεί τον επικήδειο ενός μύθου, ένας θάνατος προϊόν της νεκρικής ακαμψίας του βλέμματος*.
“Μια φορά κι έναν καιρό, έζησε ένα είδος ανθρώπου για τον οποίο έλεγαν ότι το βλέμμα του σε διαπερνούσε, ότι η ματιά του ήταν τόσο στοχαστική και διεισδυτική ώστε δύσκολα μπορούσες να του κρύψεις αυτό που, αν δεν κρυβόταν, η πεζή επιβίωση θα είχε γίνει ακατόρθωτη. Δυσκολευόσουν να του κρύψεις ειδικά εκείνο που παρέμενε μέσα σου αποσιωπημένο γιατί ανήκε στην τάξη του πόνου, της εγκαρτέρησης και της απελπισίας. Αυτός το γνώριζε και, από ευγένεια, απέφευγε να σε κοιτάξει. Οπότε προτιμούσε να κοιτάζει τη θάλασσα και τα συννεφάκια στον ορίζοντα, και να κάνει προβλέψεις για τον καιρό. Στη γειτονιά του, τον θεωρούσαν «αφηρημένο».
Ετσι οι άλλοι τον αγαπούσαν ακριβώς επειδή τους έκανε το χατίρι να είναι διακριτικός, και ταυτόχρονα τον φοβόνταν, τον σέβονταν και τον απέφευγαν. Οι ίριδες των ματιών του έδιναν την εντύπωση ότι είχαν πρόσφατα αντικρίσει απόκοσμες όψεις της ταραχής που συντονίζεται κρυφά με τους ρυθμούς της οικουμένης για να την εξοικειώσει με τον θάνατο, και επομένως υπήρχε εκεί το ίχνος ενός αριστοκρατικού μαρασμού, κάτι στωικό και πένθιμο. Αυτός ο τύπος ανθρώπου, που σε κοίταζε φωτίζοντάς σε μελαγχολικά και με μια δόση αυστηρότητας, σαν να σου αποσπούσε τα μυστικά, δεν υφίσταται πλέον.”
Θα ήθελα να μοιραστώ με το Bloggerτη χειρότερη στιγμή των φετινών διακοπών μου (την καλύτερη προτιμώ να την κρατήσω για την πάρτη μου∙ μόνο η θάλασσα μπορεί να υπερηφανεύεται για τη μοναδική αυτή γνώση, η θάλασσα και τα πολύχρωμα υπέργηρα βοτσαλάκια).
Το ζευγάρι που μας πλησίασε ήταν γύρω στα 35, εμφανίσημοι προς όμορφοι, Δανέζα αυτή, μισός Έλληνας μισός Νορβηγός αυτός, κάτοικοι Copenhagen. Αμολώντας στα πόδια μας τον 14 μηνών κατάξανθο Βίτους κατάφεραν να αποσπάσουν την προσοχή μας που έως τότε μονοπωλούσε ο ντάκος.
"Outsidethebox"∙ έτσι θέλουν να ζουν μας είπαν. "Denmark is nice but you know, putting your kid to sleep every day at 19.00 and then staying inside all night, every day the same." Μας είπαν και άλλα∙ οι άνθρωποι εκεί είναι μονόχνωτοι, ζουν ρουτινιάρικα, δουλειά σπίτι και παιδιά και πάμε πάλι από την αρχή μέχρι να βγούμε στην σύνταξη. Ταξιδεύουν με γκρουπ αλλά την κοπανάνε με την πρώτη ευκαιρία και ακολουθούν το δικό τους πρόγραμμα, φροντίζουν να αποφεύγουν οτιδήποτε προέρχεται από την βόρεια-κεντρική Ευρώπη και είναι χρώματος ξανθού.
Στην Ελλάδα οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, "youcansaythatsomeofthemliveoutsidethebox, we ‘relookingforthishere," μας είπαν, έψαχναν για λίγο authenticityλέω εγώ. (Εδώ που τα λέμε, ούτως ή άλλως πρόκειται περί μιας ηλίθιας ιδέας, μιας ιδέας βασισμένης σε μια στερεοτυπική εικόνα για τη χώρα, πιθανότατα εμπνευσμένη (και) απ’ αυτόν τον αξεπέραστο εκφραστικό εξτρεμισμό του Anthony-Ζορμπά theGreek- Quinnσε μια προσπάθεια να αποδώσει μια κάποιου είδους ελληνικότητα που μάλλον του ήταν κι αυτουνού ολότελα ξένη, δες... 2.00).
Όλα αυτά πριν η κουβέντα πάρει έναν άλλον δρόμο, το γνώριμο δρόμο της αυτάρεσκης εξιστόρησης κατορθωμάτων και επιτευγμάτων, μιας εξιστόρησης μασκαρεμένης πίσω από μηχανικά δήθεν εγκάρδια χαμόγελα και μια δήθεν μετριοπάθεια η οποία ίσως να ξεγελά τους ταπεινούς και καταφρονημένους, μα σίγουρα όχι κάποιον που σέβεται τον εαυτό του.
Είχαν λοιπόν κάνει περάσματα από διάφορες χώρες για τις οποίες δεν είχαν και πολλά να πουν την ίδια στιγμή που όμως διετράνωναν πόσο ωραία τα πέρασαν εκεί. (Ενδεικτικό παράδειγμα: η τρίμηνη διαμονή της νέας μητέρας στην Ταϋλάνδη για επαγγελματικούς λόγους οι οποίοι άπτονταν τα προβλήματα του ντόπιου πληθυσμού αποδώθηκε σε εμάς με την εξής δήλωση: "Yes, itwasreallynice!" Το διακύβευμα εδώ συνίσταται στην απλή παραδοχή πως...“ήταν ωραία που ήμουν εγώ εκεί∙” όσον αφορά το πώς ήταν εκεί ή τι είδε εκεί μάλλον πως ήταν θέματα δευτερεύοντα, ή αλλιώς wayoutsidethefuckingbox).
Σύμβουλος μιας εταιρίας σχετικής με urban - socialhousingpolicingαυτή, προγραμματιστής αυτός με πρόσφατη επιτυχία στο ενεργητικό του το στήσιμο μιας πλατφόρμας για aiddonationetc. Η δήλωση του περί του μεγάλου μπαμ που συνέβη στην καριέρα του έπειτα από την κόλαση επί της Γης στην πολύπαθη Αϊτή δεν ήταν από μόνη της παρεξηγήσιμη. Ωστόσο, το χαμόγελο που την συνόδευσε περιέπλεξε τα πράγματα.
Γίνηκε ξεκάθαρο σε μένα πως αυτό που ήθελε να μας πει ήταν το εξής: 300.000 άνθρωποι απεβίωσαν και εγώ σας λέω πως αυτό το γεγονός έδωσε ένα κλικ στην καριέρα μου και την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ, όπως και εσείς άλλωστε, το τραγικό της υπόθεσης, butheyboysandgirls... That’showlifeis, let’s get over with it. Η ένσταση μου έχει να κάνει με την έκφραση που πήρε το πρόσωπο του, μια έκφραση όμοια με αυτήν που παίρνει ο αρχιμαφιόζος όταν γαλουχεί τον φέρελπι νέο γκάνγκστερ στα πιο σκοτεινά, αιμοβόρικα μονοπάτια της δουλειάς τους.
Θέτοντας ο ίδιος το θέμα πάνω στο αξίωμα “wellit’sadirtyjobbutsomeonehastodoit” ενώ στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν, μου έδωκε να καταλάβω το αυτονόητο, αυτός ο ίδιος ήταν «βρώμικος.» Dirtyήταν κι αυτή∙ όταν μας ενημέρωσε για το πόσο εκρηκτικό κοκτέιλ αποτελεί η μείξη Ελλάδας-Νορβηγίας το μυαλό σου μπορούσε να πάει μονάχα στη λέξη πέος, ή αν είσαι απονήρευτος, το τουλάχιστον να φτάσει έως τη λέξη άνδρακλας, μάγκας, τσίφτης-καραμπουζουκλής που όπως κι αν το κάνουμε παραπέμπει έστω και έμμεσα (και) στο ανδρικό μόριο ως δύναμη κρούσης και προσφοράς ηδονής.
Η ώρα περνούσε, βαριόμουν του θανατά, αυτή μας έλεγε πόσο χαρούμενη ήταν που βρήκε τον rightguyστη ζωή της, εγώ σκεφτόμουν wow... perfectjob, rightguy, happiness, butwaitaminutewhathappenedtothatfuckingbox?, ο τύπος βρήκε την ευκαιρία να μας ρωτήσει αν ρίχνουμε καμιά ζεμπεκιά όταν σουλατσάρουμε το βράδυ, κι εγώ σκέφτηκα πως μάλλον δεν κρατιόταν να μην το πει παρότι ήξερε ότι δεν παίζει φάση, δεν κρατιόταν γιατί είναι άλλωστε ένας άγριος.
Οι Άγριοι: δεν βλέπουν τίποτα μπροστά τους παρά μόνο την αντανάκλαση του εαυτού τους μέσα από έναν ανύπαρκτο αλλά πανταχού παρών καθρέπτη∙ δεν βλέπουν ανθρώπους (χαρακτήρες, συμπεριφορές, χούγια, συνήθειες), βλέπουν αντικείμενα ξένα ως προς αυτούς τα οποία προορίζονται για μελέτη εφάμιλλη ενός τυπικού ιεροκύρηκα στις ξέρες τις Αφρικής τον 19ο αιώνα∙ ζουν σε κουτί αλλά δεν το γνωρίζουν, είναι τέτοιο το βάθος του κουτιού που δεν βλέπουν καν τις γωνίες που σχηματίζονται στα σύνορα προς την ελευθερία.
Οι Άγριοι θέλουν να σε βάλουν να χορέψεις γι’ αυτούς∙ θέλουν να σε δουν να καίγεσαι σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά την ίδια στιγμή που αυτοί προσποιούνται πως διαβάζουν Kerouac∙ θέλουν να σε ταΐσουν στα λιοντάρια τα οποία οι ίδιοι είδαν από απόσταση ασφαλείας κάνοντας σαφάρι στην Αφρική∙ θέλουν να σε κάνουν χαλκομανία οι μανιασμένοι ταύροι στους δρόμους της Παμπλόνα ενόσω αυτοί νομίζουν πως μπορούν να ξεπατικώσουν τη περιώνυμη ορμή του «ταύρου» Hemingwayπίνοντας mojito∙ θέλουν να σε πείσουν πως loveisathingthatwedon’tunderstandbutwehavetogiveittosomeone την ίδια στιγμή που η δική σου καρδιά έχει ιχνηλατίσει σπιθαμή προς σπιθαμή μεγάλο μέρος της διαδρομής του ρήγματος που σχηματίζεται εντός σου από τη στιγμή που η κοσμική ανισορροπία που ονομάζεται Έρωτας σε καταλαμβάνει ολόκληρο και έως ότου σε αφήσει (έστω και προσωρινά) λειψό∙ θέλουν να ενδυθούν τον Bergmanικό χιτώνα που ξερνάει σπέρμα στο Personaκαι σε εσένα να δώσουν το ρόλο των δύο ηρωίδων που βρίσκονται εντός μιας αναπόδραστης πραγματικότητας η οποία συναρμολογείται από το διαβρωτικό πέος του Σουηδού δυνάστη, όλα αυτά τη στιγμή που εσύ απλά επιθυμείς να ενδυθείς την ομορφιά των δύο αυτών γυναικείων προσώπων∙ οι Άγριοι θέλουν να σε κάνουν Άγριο τη στιγμή που εσύ το μόνο που πραγματικά επιθυμείς είναι να γίνεις Άνθρωπος όχι αλά Bergmanμα αλά Kieslowski.
Ξεχνούν όμως πως οι καιροί είναι περίεργοι. Τους δρόμους που έπαιρνε κάποτε ο Kerouacαναζητώντας μια κάποια λύτρωση τους παίρνουν τώρα γιάπηδες της μόδας εκ Παρισίων, σε τουρ φανταχτερά μέσα στην φαινομενική τους απλότητα, αναζητώντας διέξοδο από την βαρεμάρα∙ τα σημάδια που άφησαν οι ρόδες του CheGuevara στα βουνά της Αργεντινής σβήστηκαν διά παντός από το ποδοπάτημα ενός κινηματογραφικού συνεργείου από τη γειτονική Βραζιλία∙ τα mojitosπου χρησίμευαν για το πότισμα -το δρόσισμα δηλαδή- ενός μεγαλοπρεπούς Εγώ, σήμερα χρησιμοποιούνται για το τάϊσμα -το μπούκωμα δηλαδή- ανόητων, αισχρών, υπερτροφικών Εγώ.
Ακριβώς επειδή οι καιροί είναι περίεργοι, δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Θα κάνουμε το δικό μας (μένει να το βρούμε, μένει να γίνουμε ξανά εφευρέτες - οι ανά τον κόσμο οφειλέτες άλλωστε, δεν πιστεύεται πως θα θελήσουν να ξεπληρώσουν ποτέ τα δανεικά τους). Δανεικά κι αγύριστα ας είναι, ούτως ή άλλως θα μας είναι άχρηστα εκεί που πάμε.