3.9.10

Ο Alva Noto στον καιρό της δυστοπίας






Το παρόν κείμενο καταναλώνεται μαζί με αυτό.

Ο Alva Noto σ΄αυτό το βίντεο εκφράζει το θαυμασμό του προς το πρόσωπο του Andrei Tarkovsky. Είναι η έννοια του χρόνου η οποία και απασχολεί τον μουσικό, αυτή την οποία είδε (ή ένοιωσε) να εκφράζεται διαφορετικά στις ταινίες του Ρώσου σκηνοθέτη. Η εξήγηση που επιχειρεί να δώσει δεν είναι και τόσο πειστική, ή τουλάχιστον δεν καταφέρνει να την κάνει πειστική μέσω του λόγου του. 

Σίγουρα το γεγονός ότι τότε οι άνθρωποι είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο (όπως ανέφερε ο μουσικός) και η πληροφοριακή καταιγίδα δεν είχε λάβει σάρκα (οι χειριστές των υπολογιστών, ευρέως γνωστοί με την ονομασία Άνθρωπος) και οστά (υπολογιστές) όπως θα συμπληρώναμε εμείς, δεν αρκεί να αποδώσει ικανοποιητικά μια ταινία του Tarkovsky.  Εκεί που ο Alva Noto αποτυγχάνει να μιλήσει με λέξεις, ομιλεί με το έργο του. Η μουσική του μπορεί να ιδωθεί ως η επιμήκυνση της στιγμής, και έως στο ξεχείλωμα της ως το άπειρο. Η μουσική, κατεξοχήν απόλυτος εκφραστής της λέξης Ουτοπίας όσον αφορά τον κόσμο των τεχνών, δύναται να αποδώσει πληρέστερα από κάθε άλλη μορφή τέχνης την τρισκατάρατη αυτή λέξη:

  • Unlike the visual arts, music unfolds in time; unlike theater or film, its entire structure is based upon expectations, tensions, and resolutions; unlike literature, it is never bound by literalness, it never needs testing against life as it is lived. It is realistic in the way it touches and dramatizes but it is idealistic in how it reaches far and deep. […] no other form of expression has been so associated with the utopian dream as music. Music does not, of course, outline utopias such as those of More and Marx; But as such philosophers as Theodor Adorno have shown, music creates an autonomous world of sound with its own set of laws and relationships, its own sort of order, its own conceptions of tension and release. And in the midst of these abstract orders are encoded visions of utopia and dystopia.[1]

 Η αλήθεια είναι ότι η μουσική του Noto προσομοιάζει πιο πολύ στη δυστοπία. Η μουσική του είναι το απόλυτο deconstruction ενός κόσμου που εξαρχής δεν επιχειρείται να δομηθεί αλλά να αποδομηθεί. Η μουσική του βρίσκεται στον αντίποδα των προθέσεων ενός Beethoven να κατασκευάσει κόσμους ολόκληρους:

  • Visions of utopia, that is, are coded within the music itself. They are sometimes knit into a composer’s very style. Beethoven’s music, for example, with its intense concentration and controlled exclamations, is music that seems to reflect an impassioned, troubled individual finding his way in an intricate social world, in which very little is predictable or controlled. Present experience is understood by mastering what has passed. Beethoven creates a theme and then dissects it, repeats it and transforms it, almost compulsively reworking it, until all its tensions and ambiguities are brought to the surface. Only then, once a theme is mastered, can there be any sense of unfolding possibility; only then do compulsions give way to contemplation of a future, with all tensions resolved.[2]

Στη μουσική του Noto πάντως το troubled individual δεν βρίσκει ποτέ του το δρόμο. Μπορεί το υποκείμενο του Beethoven να πηγαινοέρχεται βόλτες έως ότου προσγειωθεί στο Πραγματικό αναμένοντας το ξεδίπλωμα όλων των πιθανοτήτων, αυτό του Noto όμως μοιάζει να ακολουθεί διαφορετική πορεία. Στην ουσία είναι στάσιμο, βρίσκεται δεμένο χειροπόδαρα. Το υποκείμενο του Noto είναι ο δεμένος χειροπόδαρα Οδυσσέας τη στιγμή που το πλοίο του έπλεε μπροστά από το νησί των Σειρήνων. Ο πρώτος αστός της ιστορίας, σύμφωνα με τους Αντόρνο-Χορκχάιμερ, ήξερε καλά τι έκανε. Αρνήθηκε να θέσει τον εαυτό του ευάλωτο μπροστά στον κίνδυνο να μαγευτεί τόσο ώστε να παραμείνει αιχμάλωτος της επιθυμίας του προς αιώνια ηδονή. Αν θεωρήσουμε ότι όντως ο Οδυσσέας θα έχανε διά παντός τον πολυπόθητο δρόμο της επιστροφής αν υπέκυπτε στην αληθινή επιθυμία του, θα πρέπει να τονίσουμε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτού του πανούργου καταφερτζή και του υποκειμένου σήμερα, που παραμένει πανούργος καταφερτζής, μα δεν έχει κάπου να επιστρέψει. Το υποκείμενο του Noto οφείλει στον εαυτό του να συνειδητοποιήσει πως αυτό που το τώρα μας υποδεικνύει είναι η ανάγκη γέννησης του νέου. Αν αυτό προϋποθέτει να ριχτούμε με τα μούτρα στον αρχέγονο φόβο μας να μαγευτούμε από τη μουσική των Σειρήνων έως ότου ανακαλύψουμε τι στο διάολο μπορεί να προκύψει απ’ αυτήν την παράτολμη προσπάθεια, ίσως και να διαπιστώσουμε πως ο δρόμος της επιστροφής ενδέχεται να είναι άσκοπος, ή ότι οι Σειρήνες δεν ήταν και τόσο ανθρωποφάγες όρνιθες τελικά.

Για να επανέλθω στα της Ουτοπίας, αυτό που καταφέρνει ο Tarkovsky με τις ταινίες του και ο Alva Noto με την μουσική του είναι το πάγωμα του χρόνου σ΄ένα βαθμό που η Ουτοπία (και η δυστοπία αντίστοιχα) ξεπηδά μέσα από το έργο και σε καταλαμβάνει ολόκληρο. Την Ουτοπία τη νοιώθεις σαν μια παροξυσμική κρίση αλήθειας που σου δείχνει το δρόμο. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτό που σου δείχνει είναι ψήγματα αλήθειας, μιας αλήθειας όμως τόσο προσωπικής που καταλήγει να είναι οικουμενική.

Θυμάμαι την αφήγηση ενός συνοιδοιπόρου, πάει καιρός τώρα. Μου μίλησε για μια εξωσωματική εμπειρία που είχε (ή νόμισε πως είχε) τη στιγμή που το ομιχλώδες ονειρικό τοπίο του Xerrox vol.1 του Noto διαχεόταν μέσω των ακουστικών του σε κάθε σπιθαμή του σώματος του. Ταυτόχρονα, η μαριχουάνα βρισκόταν σε παράλληλη τροχιά με το ταξίδι των ήχων μιας και είχε ήδη καταλάβει το σώμα, το είχε «ανοίξει» τόσο ώστε κάποιος να μπορεί κάλλιστα να αρχίσει να ονειρεύεται. Η συζήτηση περί των τεχνητών μέσων (ναρκωτικά) που χρησιμοποιούνται σε ανάλογες προσπάθειες-εξερευνήσεις, είναι ενδιαφέρουσα μα όχι και τόσο καθοριστική. Με δυο λόγια, καθένας με τις δυνατότητες του. Επίσης, καθένας με τις προτιμήσεις του.

Στον Αστερίξ, οι Γαλάτες έπιναν το μαγικό ελιξήριο κάθε φορά που τα έβρισκαν σκούρα. Το έπιναν όλοι, εκτός από τον Οβελίξ. Αυτός όταν ήταν μικρός είχε πέσει στη χύτρα με το μαγικό ελιξήριο και έτσι η μαγική του επίδραση έμεινε μόνιμη πάνω του. Στην πραγματικότητα, ο αθώος και ελαφροΐσκιωτος γίγαντας (ταυτόχρονα ο πιο ισχυρός όλων, κυριολεκτικά ανίκητος) αντιπροσωπεύει αυτό που στην πραγματική ζωή ονομάζεται ισχύς. Το ότι αυτή αντισταθμίζεται στο κόμικ μέσω της αμυαλιάς του έχει ξεκάθαρα να κάνει με τις προθέσεις του κόμικ∙ συντροφικότητα, συλλογικότητα, φιλία, ομαδική δουλειά είναι οι αξίες που εμφορούνται στο κόμικ και οι οποίες επικυρώνονται smoothly με τους ξεκαρδιστικούς καβγάδες των Γαλατών.

Αν οι τεχνητοί παράδεισοι λειτουργούν προς όφελος του υποκειμένου που λαχταρά να ζήσει εκείνη τη στιγμή που η μουσική του Noto σε φέρνει σε όρια που νομίζεις πως θα καταρρίψεις, τότε είναι θεμιτό. Ο Οβελίξ ενός πραγματικού χωριού όμως, είναι λογικό να βλέπει την όλη διαδικασία με καχυποψία. Ένας πραγματικός Οβελίξ αυτού του κόσμου δεν επιθυμεί να πιει από το μαγικό ελιξήριο όπως κάνει ο μόνιμα γκρινιάρης συμπαθής γίγαντας. Ο Πανοραμίξ απλά προστατεύει τον Οβελίξ, τον προστατεύει από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην πραγματική ζωή, ο Πανοραμίξ και ο Οβελίξ μπορεί κάλλιστα να είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο λοιπόν, λειτουργεί σύμφωνα με τις δυνατότητες του∙ ο τεχνητός παράδεισος των ναρκωτικών ουσιών του είναι ξένος, και προπαντός, αχρείαστος. Καθένας με τις δυνατότητες του, λοιπόν. Όσον αφορά τις προτιμήσεις του καθενός, εδώ δεν χωράει και πολύ κουβέντα (για την ακρίβεια, δεν χωράει καθόλου κουβέντα).

Για να επιστρέψουμε στον Tarkovsky, αυτό που συμβαίνει στις ταινίες του και το οποίο γοητεύει τον Alva Noto είναι το άπλωμα, το ξεχείλωμα του χρόνου, διαδικασία η οποία επιτρέπει την εμφάνιση της πιθανότητας επιμήκυνσης του ορίζοντα της αντίληψης ενός ενεργού στην όλη διαδικασία υποκειμένου. Όταν ο χρόνος κινείται σε slow motion η αλήθεια δείχνει πάντα πιο κοντά σε εμάς. Κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω και αναλογιζόμενος τι πραγματικά συμβαίνει μπροστά στα μάτια (ή αυτιά) σου κάνεις ένα μεγάλο βήμα προς την αλήθεια. Ο Tarkovsky, ο Alva Noto και η μαριχουάνα ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο πάνω σου∙ σου δίνουν το έναυσμα προς την απαραίτητη αποστασιοποίηση απ΄αυτό που βρίσκεται μπροστά σου οδηγώντας σε στα καρπερά λιβάδια της αποκωδικοποίησης της όποιας πολυπλοκότητας του. Μάλλον όμως πως ο συνδυασμός (ταυτόχρονος ή και μη) των τριών δεν είναι και ότι καλύτερο. Είναι σύνηθες (και θλιβερό) φαινόμενο οι άνθρωποι να αναζητούν μανιωδώς πράγματα που κατά κάποιο τρόπο συγγενεύουν μεταξύ τους. Μια απέλπιδα προσπάθεια να δομήσεις έναν και μόνο εαυτό, πράγμα αδύνατο, η συνέπεια των κινήσεων (ή και του γούστου) σου είναι μια πράξη άστοχη και άκαρπη.

Φυσικά αυτό απέχει έτη φωτός από τη σύγχρονη διαστροφική συνήθεια (και άποψη!) πολυδιάσπασης της ύπαρξης. Το σκίσιμο του εαυτού του μοντέρνου ανθρώπου είναι ιστορικά πρωτόγνωρο (με την έννοια ότι τώρα υπάρχουν οι συνθήκες ανάδειξης του σε τέτοιο βαθμό). Άλλο πράγμα η ελευθεριότητα προσέγγισης και εξερεύνησης των «άπειρων εαυτών» σου κι άλλο η επίμονη εμμονοληπτική απέλπιδα προσπάθεια να αποδείξεις ότι είσαι το ένα ή το άλλο μέσω της ποικιλίας του βιογραφικού σου. Αν μιλήσουμε για Ουτοπία σήμερα αυτή συνίσταται στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να δομήσει πολλούς αλληλένδετους (και με κοινό σημείο εκκίνησης) εαυτούς μέσω της ικανοποίησης λαίμαργων ναρκισσιστικών Εγώ που αγωνιούν να αναδείξουν αυτό που αποκτάται μόνο έπειτα από μια κοπιώδη εξερεύνηση βάθους. 

Επιστρέφοντας στο θέμα μας, ο βασανιστικά αργός ρυθμός των ταινιών του Αγγελόπουλου δεν είναι κάτι παράλογο μα κάτι αναγκαίο. (Αυτό πάντως δεν το κατάλαβα ποτέ μου, θεωρώ πως ο ρυθμός των ταινιών του είναι κάτι παραπάνω από φυσιολογικός, δηλαδή αυτό που θέλει να πει ο εν λόγω σκηνοθέτης μπορεί να ειπωθεί μονάχα κατ’ αυτόν τον τρόπο οπότε το θέμα είναι αν έχεις τη διάθεση να τον ακούσεις). Η ενίοτε και ψυχοβγαλτική - με την έννοια ότι διαπερνά τα αυτιά σου και τρυπάει το στομάχι σου - μουσική κατάθεση του Alva Noto ανήκει στην ίδια κατηγορία. 

Για να ακούσεις τη μουσική του πρέπει να το θες∙ ειδάλλως, μπορείς να την ακούσεις σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο την ακούνε πολλοί: να ακούς και να προσποιείσαι ότι καταλαβαίνεις. Να ακούς και να μην ακούςάλλωστε, ακούει κανείς σήμερα (can we hear the sound of marching feet, charging feet, boys and girls?); 

Γιατί να μην το θες, θα μπορούσε να είναι μια λογική ερώτηση, και ορίστε δύο πρόχειρες ερωταπαντήσεις: α) μην είναι ο φόβος να βιώσεις την αποδόμηση της πραγματικότητας (ή αλλιώς, της καταγραφής μιας αποδομημένης πραγματικότητας) όπως αυτή παρουσιάζεται μπροστά μας έπειτα από την ακρόαση της μουσικής του Noto; β) ή μήπως ευθύνεται ο τρόμος που σε καταλαμβάνει εμπρός στην αποκάλυψη της δυστοπίας μέσω ενός μονότονα επαναλαμβανόμενου θορύβου; Άλλωστε, «ο ήχος έχει απωλέσει το πλέον χαρακτηριστικό του στοιχείο, την ελεύθερη ροή μέσα στο χρόνο, και γίνεται μια εφιαλτική επανάληψη του ίδιου μέσα σ’ έναν δαιμονικό κύκλο».[3] Στον κύκλο της δυστοπίας, that is.



[1] Rothstein, Edward, Herbert Muschamp, and Martin Marty. Visions of Utopia. illustrated edition. Oxford University Press, USA, 2003. Print, p. 27, 24.
[2] Rothstein, Edward, Herbert Muschamp, and Martin Marty. Visions of Utopia. illustrated edition. Oxford University Press, USA, 2003. Print, p. 24-5.
[3] Τερζάκης, Φώτης, Οι Αντίποδες του ΄60, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 153.

photo: Summer by Giuseppe Arcimboldo

No comments:

Post a Comment