Στη διάσημη τηλεοπτική μονομαχία του Marshall McLuhan και του Norman Mailer, τον καιρό της φλογερής δεκαετίας του ‘60, ο πρώτος, κατά κοινή ομολογία, ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Ο μίστερ “το μέσο είναι το μήνυμα,” ήταν ο κομιστής του νέου, μιλούσε με αποδείξεις και ονόματα (έστω και με ημερομηνία λήξης όπως άλλωστε είναι γραμμένο στο πεπρωμένο τους), κουβαλούσε στην πλάτη του επιστήμη και αριθμούς, ενσωμάτωνε παλαιές λέξεις σε νέα μηνύματα.
Ο Mailer, αντίθετα, «ξέδωσε» χρησιμοποιώντας ίσαμε και πέντε φανταχτερές λέξεις, όλες συνώνυμες, για να αποδώσει την έννοια μιας κουρτίνας ή μιας αστραπής, τα έδωσε όλα στο πεδίο της θεατρικής εκφραστικότητας που μεταχειρίζονται οι κατά τόπους και χρόνους δημόσιοι ομιλητές (την ίδια στιγμή που ο McLuhan παραμένει ένας μικρός γιόγκι), ήταν βασικά, ο παραδοσιακός εξωστρεφής διανοούμενος, λιγάκι αντιφατικός, αρκετά αληθινός, κάπως κουραστικός και διάφορα άλλα ανθρώπινα.
Όχι πως ο McLuhan δεν ήταν «ανθρώπινος», δεν κάνουμε αυτήν την (ατελέσφορη) κουβέντα τώρα. Η κουβέντα έχει να κάνει με τις αιτίες της ήττας του ενίοτε και συμπαθούς Αμερικανού συγγραφέα. Γνώμη μου είναι λοιπόν πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα γι’ αυτόν να κερδίσει τις εντυπώσεις. Αυτό συνέβη, όχι γιατί ήταν λιγότερο έξυπνος από το συνομιλητή του, διόλου απίθανο πάντως, αλλά γιατί ο αγώνας ήταν άνισος.
Βλέπετε, ο Mailer ρίχτηκε στη μάχη γνωρίζοντας πως δε θα ήταν δυνατό να κερδίσει, η ατζέντα που υπήρχε ήταν απαγορευτική γι’ αυτόν και τους όμοιους του. Προσοχή! Δεν αναφερόμαστε σε μια κάποια τηλεοπτική ατζέντα που έπρεπε να σεβαστούν οι δύο συνομιλητές. Ομιλούμε ευθαρσώς για μια άλλη ατζέντα, αυτή στην οποία αναφέρθηκε ο Γκράμσι. Όταν μια διαπραγμάτευση διεξάγεται εντός της γλώσσας της εξουσίας λοιπόν, όταν η εξουσία καθορίζει αποφασιστικά το framework του όποιου debate, ο αγώνας είναι άνισος για ένα από τα δύο αντιπαρατιθέμενα μέρη.
Ο άμοιρος Mailer έμενε να παριστάνει, όσο μπορούσε, το Θεό Διόνυσο στην εποχή όπου αυτός βρίσκεται φαρδιά πλατιά ευνουχισμένος. Κατά συνέπεια, ο McLuhan ήταν ο Απόλλωνας απλά και μόνο επειδή κατάφερε να τον παριστάνει επαρκώς. Η Γκραμσιανή ατζέντα ήταν σαφώς προς όφελος του∙ στο δρόμο που διανύουμε, προς μια επιστημονική-τεχνοκρατική (sic – λίγη παλιά Sixties ορολογία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν ) ανάγνωση του κόσμου που μας περιβάλλει δηλαδή, του ήταν αρκετά εύκολο να υποδυθεί το ρόλο που υποδύονται σήμερα όλοι οι tech ειδήμονες οι οποίοι μεταφράζουν κατά το δοκούν την πραγματικότητα (την επίσημη∙ τις άλλες, αυτές που παρουσιάζονται στον ύπνο μας φερ’ ειπείν, δεν τις έχουν υπόψην τους) με λέξεις παμπάλαιες μεν, νοηματοδοτούμενες εκ νέου όμως, όπως π.χ. τη λέξη δίκτυο.
Ο Mailer έκανε το θλιβερό λάθος να αποδεχθεί το ρόλο του ως ένας αρχαϊκός Διόνυσος τη στιγμή που αυτό ήταν ξεκάθαρα εις βάρος του. Ήταν και εις βάρος της αλήθειας. Οι Διονυσιακές αλήθειες του Mailer είναι, αναγκαστικά, και Απολλώνειες. Το ίδιο συμβαίνει και αντίστροφα φυσικά. Η διαφορά συνίσταται στο «θράσος» του McLuhan να υποδύεται τον Απόλλωνα ενσωματώνοντας με χαλαρή διάθεση και λιγάκι από Διόνυσο τη στιγμή ακριβώς που μασκαρεύει τις αλήθειες του με λέξεις όπως tribal και global village αποκτώντας σαφές πλενέκτημα έναντι του βαθιά κοιμώμενου τον ύπνο της γλυκιάς αυταρέσκειας συνομιλητή του.
Ο McLuhan καταφέρνει να ιδιοποιείται αυτό ακριβώς που είναι σε θέση να προσφέρει ο μονομανής, αλλά και αυθεντικός τρόπον τινά συνομιλητής του, με τον ίδιο τρόπο που η εξουσία ιδιοποιείται τις όποιες ιδιωτικές, ή και μη, αλήθειες μας. Το πανανθρώπινο δικαίωμα για παιχνίδι άλλωστε, μονοπωλείται πλέον από εκφραστές του τύπου Google headquarters όπου κανείς συναντά τσουλήθρες, πολύχρωμες κουράδες που σου φτιάχνουν καφέ, ιπτάμενα προφυλακτικά που λένε τον καιρό και άλλα τέτοια όμορφα∙ όλα αυτά στα πλαίσια ενός χαλαρωτικού διαλείμματος από την πολύωρη εργασία που προσφέρει μια αναλώσιμη ανθρώπινη μονάδα.
Εγώ πάντως, βρίσκομαι μονίμως στην ευχάριστη θέση να καταφέρνω να καταρτίζω ατελείωτες λίστες από Διόνυσους με φανταχτερές Απολλώνειες, όχι εκλάμψεις, αλλά βαθιά χαραγμένες χαρακιές στο κορμί και στο πνεύμα. Με άλλα λόγια, ποτέ δε βρήκα λογική την ιδέα να χαρίζεις στους άλλους, στους απέναντι, ελαφρά τη καρδία, ακόμα και μετά από τέσσερα ποτήρια βότκα τόνικ μιας και γνωρίζουμε ότι ο Mailer ήταν και γαμώ τα ποτήρια, ότι σου αξίζει δικαιωματικά σε τούτη τη ζωή.
Ο τοξικομανής (on and off στην πρέζα μέχρι τα γεράματα) συγγραφέας William Burroughs που πέρασε ατελείωτες ώρες κοιτώντας απλά το δάχτυλο του όσο η ηρωίνη έστηνε τρελό χορό μέσα στο κορμί του, είχε τόσο Απόλλωνα μέσα του όσο το μέγεθος της ηλιθιότητας εκείνων που ο ίδιος αποκαλούσε “the worst of all peasants:”
“They are all stupid peasants, and the worst of all peasants are the so-called educated. These people should not only be prevented from learning to read, but from learning to talk as well. No need to prevent them from thinking; nature has done that.”
O Burroughs, ένα ατελείωτα μοναχικό μεγαλοπρεπές Εγώ, δεν άφησε στον εχθρό να καταλάβει το ζωτικό χώρο για τον οποίο μονομαχεί μεγάλος μέρος της σκεπτόμενης ανθρωπότητας εδώ και χρόνια: το πεδίο στο οποίο ευδοκιμεί η Σκέψη. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως το αναπόδραστο, σαν άλλο φουκωϊκό σύστημα, πεδίο στο οποίο η εξουσία καθορίζει αμετάκλητα τους όρους διαξαγωγής του όποιου debate θα ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν νεκροτομείο της ύπαρξης, όρισε τη Λέξη ως Ιό και ξεμπέρδεψε μια και καλή. (The Word is a Virus). O Burroughs, πονηρός γαρ, αναποδογύρισε το τεχνητά αναπόδραστο σύστημα στο οποίο εισέρχεσαι όταν αυτό που διατυπώνεις προσκρούει στα δεδομένα (data) στα οποία βασίζουμε με φλογερό πάθος την ύπαρξη μας, αυτά εννοείται πως μεταλλάσσονται ανάλογα με το σύστημα σκέψης στο οποίο έχουμε προσγειωθεί την κάθε δεδομένη ιστορική περίοδο, δεδομένα όμως, τόσο ευμετάβλητα όσο και το γούστο ενός fashion victim, εδώ που τα λέμε.
Παμπόνηρος γαρ, δεν έχασε την ευκαιρία να αντλήσει υλικό από τη διαθέσιμη δεξαμενή του καιρού που έζησε, Mallarmé, γλωσσολογία, επιστήμη της ιατρικής και τα ρέστα. Κορόϊδο δεν ήταν∙ μεταχειρίστηκε προς όφελος του τις Απολλώνειες αλήθειες, αυτός, ο (αυτο)καταστροφικός Διόνυσος, πατώντας βεβαίως πάνω στη μία και μοναδική μη αναστρέψιμη αλήθεια αυτού του κόσμου: “There is no final solution.”
Global village: εκεί που το Facebook συναντά την ACTA [εδώ]. Tribal: εκεί που η new age αφασία συναντά τη χυδαία απόλαυση μιας χυδαίας μαζικής κουλτούρας.