Είναι αρκούντως ενοχλητική η «Αμερικανίλα» του Quentin Tarantino στο Inglourious Basterds (2009)? Ναι, είναι. Ο Tarantino είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να κατανοήσει την ιστορία. Αν θέλουμε να το πούμε καλύτερα, είναι ο άνθρωπος που πασχίζοντας να κατανοήσει κάποια ψήγματα αλήθειας που αυτή μας προσφέρει ύστερα από την επίπονη δοκιμασία να μελετήσουμε τα ψίχουλα της (βιβλία και τα ρέστα), τρώει τα μούτρα του παταγωδώς.
Δε θα είμασταν τόσο σκληροί μαζί του αν δεν ακολουθούσε από πλευράς του μια παιδιάστικη, αυτιστική αντίδραση που θυμίζει μια βρωμερή πορδή. Αέρας κοπανιστός δηλαδή, προορισμένος να αντέξει μια τόση δα χρονική στιγμή κατά την οποία αποσπά ετσιθελικά την προσοχή μας. Οι μάτσο ονειρώξεις με ρόπαλα του μπέιζμπολ (ναι ναι, το υπονομεύει κιόλας αυτοσαρκαζόμενος, μα ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας πια, πρόκειται περί μιας άδειας χειρονομίας), φέρνουν στο νου ένα ελαφρώς συμπλεγματικό Αμερικάνο έφηβο. Αν όχι συμπλεγματικό, τότε έναν Αμερικάνο έφηβο που όσο δικαιολογητικά και να του δώσεις για το ανέμελο και αναρχικό της ηλικίας του, οφείλεις να παραδεχτείς πως δεν τον αντέχεις ούτε λεπτό δίπλα σου.
Αν σκεφτείς ότι βάζει μια παρέα από αλάνια του Μπρονξ να εξολοθρεύουν όλους μαζί τους κακούς ναζί, αν το σκεφτείς αυτό έτσι από μόνο του, βγάλε την κινηματογράφηση, είναι εξωφρενικό. Είναι ο θρίαμβος του Jean Baudrillard:
So it is enough to reverse the idea of a mass alienated by the media to evaluate how much the whole universe of the media, and perhaps the whole technical universe, is the result of a secret strategy of this mass which is claimed to be alienated, of a secret form of the refusal of will, of an in-voluntary challenge to everything which was demanded of the subject by philosophy — that is to say, to all rationality of choice and to all exercise of will, of knowledge, and of liberty.[...] We have always had a sad vision of the masses (alienated), a sad vision of the unconscious (repressed). On all our philosophy weighs this sad correlation. Even if only for a change, it would be interesting to conceive the mass, the object-mass, as the repository of a finally delusive, illusive, and allusive strategy, the correlative of an ironic, joyful, and seductive unconscious.[1]
Αυτή η γενναιόδωρη κίνηση του Baudrillard βρίσκει την εφαρμογή της στο κακόγουστο αστείο του Αμερικάνου σκηνοθέτη που φυσικά δρα ως ένας από τη μάζα (δε ξεχωρίζει από αυτή, αναδύεται ίσα για μια στιγμή πριν καταδυθεί ξανά στην ασφάλεια της). Το σημείο εκκίνησης μοιάζει να είναι σωστό: πως να ξεφύγεις από τη σκληρή μοίρα που θέλει να σε καθηλώσει στη μάζα, αιωνίως επίπεδος. Αυτά τα πράγματα όμως λειτουργούν κάπως διαφορετικά. Η υπόθεση εργασίας του Γάλλου θεωρητικού αποτελεί ένα φάρο κατανόησης των πραγμάτων και όχι ένα κάποιο manual του πως να γίνεις δημιουργός. Ούτε αποτελεί ένα παυσίπονο, να διασκεδάσεις δηλαδή τον πόνο της αισθητικής σου φτώχειας. Αν φτάσεις να ενεργείς σύμφωνα με ένα πρόταγμα το οποίο έχει ισχύ τοπική και ειδική, καμιά φορά αποτελεί και ολόκληρο μια όμορφη και επιδέξια μεταφορά, κάποια άλλη φορά αποτελεί απλά την αποδόμηση ενός άλλους ψέματος χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτό δεν είναι επίσης ένα ψέμα, ψέμα αποδομητικό, τότε απέχεις από τη δημιουργία τόσο μακριά όσο και από την αλήθεια.
Γιατί κάπως έτσι θα σου είναι πολύ εύκολο να φθάσεις στη διαπίστωση πως η μάζα επέλεξε την πανωλεθρία της μιας χούφτας παρανοικών αρχιΝαζί θέλοντας να βάλει ένα συμβολικό θριαμβευτικό τέλος στο βάσανο της μνήμης του ολέθρου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Έτσι έπρεπε να έρθει το τέλος τους, σαν ένα κακόγουστο αστείο. Σαν να ήταν η ιστορία ένα κακόγουστο αστείο που έλαβε χώρα σε ένα σινεμά. Σαν να ήταν η ιστορία το προνομιακό πεδίο μιας χούφτας «τρελών» που αποτελείται από αδίστακτους Ναζί, δικτάτορες της Αφρικής σαν τον «τελευταίο βασιλιά της Σκωτίας» στην... Ουγκάντα, Ιντί Αμίν, και τον πρασινοαίματο Καντάφι, τζογαδόρους της Wall Street, πολεμαχορείς neo-con Αμερικάνους, νευροεπιστήμονες που επιθύμησαν τη θέση του Θεού, και άλλους διάφορους.
Αποτελεί η ιστορία το προνομιακό πεδίο αυτών των ολίγων ισχυρών «αρχιτρελών»; Όχι. Είμαστε άλλωστε ένα σώμα. Ένα άρρωστο σώμα. Δεν αρρώστησε έτσι ξαφνικά∙ υφίσταται μονάχα κατ' αυτόν τον τρόπο. Πορεύεται αιωνίως άρρωστο. Το κρανίο αυτοί οι ολίγοι ισχυροί, η μάζα οι τρίχες του. Κι όταν αποφασίζει να ξυριστεί το κεφάλι, πάρτους κάτω να κείτονται νεκροί. Η σκέψη όμως δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο. Δεν είναι οι πρώτοι οι πανούργοι εκφυλιστές της ανθρωπότητας. Δεν είναι η μάζα το πανούργο υποσυνείδητο που εκφράζεται παιχνιδιάρικα ανατρέποντας το σκηνικό. Είναι τα δυο τους το σώμα στο οποίο όμως απουσιάζει η σκέψη, προνόμιο των λιγοστών, όχι ισχυρών «αρχιτρελών», μα των άλλων, των πραγματικών τρελών: αυτών που βλέπουν εκείνο που δεν υπάρχει και το μορφοποιούν. Κατά το δοκούν φυσικά (δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς). Προσπαθώντας να το εμφυτεύσουν στο σώμα, αποτυχάνουν παταγωδώς∙ πάντοτε (δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς).
Αποτελεί η δημιουργική προσπάθεια του Tarantino μια κάποια ανακούφιση στο πονεμένο σώμα της μάζας; Όχι. Αυτό γιατί ένας καλλιτέχνης αναζητεί την αλήθεια. Κατασκευάζει, σχεδιάζει, εφευρίσκει αυτό που δεν υπάρχει, αυτό που δεν είναι ορατό από τους άλλους. Ο δημιουργός σχετίζεται με τη μεταφορά, με τη σύνθεση∙ απασχολεί τον εαυτό του με την επιτυχία μιας σύνδεσης φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους αντικειμένων-ιδεών. Ο δημιουργός ζει, συνήθως, αλλού. Υπό αυτήν την έννοια ο Baudrillard είναι ο μόνος καλλιτέχνης της υπόθεσης. Ο Tarantino είναι χαμένος, εντελώς, στο λαβύρινθο της μετάφρασης του «ειρωνικού, παιχνιδιάρικου, σαγηνευτικού υποσυνείδητου του». Αποτελεί μονάχα τη βαρετή, αρκετά βαρετή, επανάληψη της στιγμής της δημιουργίας. Είναι ο ίδιος ένα ακόμα κακόγουστο αστείο.
Ο θεωρητικός έγινε καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται lost in translation (with a little help of our joyful times). Και η σκέψη έμεινε ορφανή. Για τώρα.
[1] Baudrillard, Jean. Jean Baudrillard: Selected Writings. Stanford Univ Pr, 1988. Print, p.215, 217.