20.4.11

μιζέρια* (η)



 Το άλυτο προαιώνιο μυστήριο της εξίσωσης της μιζέριας δύναται να λυθεί έπειτα από μια αναγκαστική επίσκεψη σ’ ενα Carrefour (επίσκεψη απογευματινή, περίπου την ώρα που πέφτει το σούρουπο). Αυτό ίσως να συμβεί αν την ώρα της επίσκεψης τύχει να συναντήσεις - μεταξύ άλλων ανωνύμων και αοράτων - τους εξής πελάτες:

1) Thirty-something σχετικά εμφανίσημο νεαρό με αξυρισιά τριών-τεσσάρων ημερών να ψωνίζει χωρίς να κρατά πλαστικό καλάθι στα χέρια του. Αγοράζει μονάχα ένα (φθηνό) υλικό αγαθό έχοντας έως τότε δηλητηριάσει ολόκληρο το χώρο με βλέμματα σκιώδους απόγνωσης και οργής. Μοιάζει λίγο χαμένος, αρκετά συνοφρυωμένος, πολύ άφραγκος. Είναι - αναμφίβολα - ο νέος του Ελληνικού αύριο.

2) Πενηντάρη κύριο με πρόχειρη αθλητική τσάντα φορεμένη, θαρρείς με το ζόρι, στην πλάτη. Πάνω απ’ αυτήν βρίσκεται ένα φθηνιάρικο ανοιξιάτικο μπουφανάκι χρώματος μπλε. Το παντελόνι, υφασμάτινο και αξιοπρεπώς μπαμπαδίστικο, είναι το μόνο που θυμίζει τον παλιό καλό του εαυτό (μαζί με τα ροδαλά κόκκινα μάγουλα του). Το βλέμμα του όμως τον προδίδει∙ το ίδιο και η στάση του σώματος όταν, στο ταμείο μπροστά πια, τσεκάρει -πιθανότατα για πολλοστή φορά – το χαρτί με τα ψώνια. Είναι πασιφανές: δεν κοιτά να δει αν ξέχασε να αγοράσει κάτι που του ζήτησε η γυναίκα του∙ αντίθετα, αντικρύζει τα όρια του. Βλέπετε, μόνο η μια όψη της σελίδας ήταν συμπληρωμένη∙ η άλλη ήταν άδεια από μελάνη. Η πίσω όψη της σελίδας είναι αναμφίβολα το μέλλον αυτού και της οικογένειας του. Η νεκρική σιωπή ενός χλωμού και άτονου ατελείωτου λευκού που διακόπτεται βίαια από οριζόντιες γραμμές (σαν να αναποδογύρισε ο ουρανός και οι αστραπές ξεκινούν πια από αλλού).

 Μέσα σ’ όλα αυτά, μια ξανθιά φοιτήτρια με κάπως ευγενική - αν και λιγάκι συνηθισμένη - φυσιογνωμία, τέμνει την διαμορφωθείσα κατάσταση σαν άλλο ακονισμένο μαχαίρι παλαιάς κοπής από βαρύ χέρι χασάπη (κρεοπωλείου, ουχί σουπερμάρκετ).  Είναι αυτή που δηλώνει  - μ’ ένα βλέμμα, μια κραυγή - την ειδοποιό διαφορά του χθες από το τώρα (αλλά και από το αύριο). Βλέπετε, συνήθιζε να μένει λίγο πολύ ανεπηρέαστη όταν βρισκόταν σε ανάλογες καταστάσεις. Όχι πια∙ τώρα τρέμει. Ίσως και να φοβάται για κάποιον μακρινό ξάδελφο της. Ίσως και για ένα παλιό της αγόρι που έχει να ακούσει νέα του καιρό, ήταν όμως από πάντοτε κομματάκι ελαφρόμυαλο αγόρι, σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι, εχθροί και φίλοι. Όπως και να ‘χει, η προσφιλή σε μας αυτή ξανθιά αποτελεί μια τραγική φιγούρα. Το χαμόγελο της δεν αντιστοιχεί κάπου, το έφαγε η νοσταλγία.

 Τέλος, οι δύο υπάλληλοι που στέκονται όρθιοι στα ταμεία του καταστήματος. Θα ήθελαν να βρίσκονταν κάπου αλλού. Αποτελούν τη νοητή γραμμή που ενώνει τη μιζέρια της προς ΔΝΤ εποχής με τη μετά τον όλεθρο του ερχομού του, εποχή του θανάτου (πήγε από μιζέρια θα λένε). Ναι, η μιζέρια υπήρχε από πάντοτε, ας μη ξεγελιόμαστε τόσο εύκολα.

Τώρα όμως σου κόβει το αίμα.



Μιζέρια (η) {χωρ.γεν. πληθ.} (εκφραστ.) 1. η μεγάλη φτώχεια, το χαμηλό βιωτικό επίπεδο: ζει μέσα στη ~ και την ανέχεια ΣΥΝ. αθλιότητα, κακομοιριά 2. (συνεκδ.) ο οικονομικός μαρασμός, η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας ΣΥΝ. Κεσάτια, ύφεση, αναδουλειά || Μπαμπινιώτης.







No comments:

Post a Comment