9.1.12

Στη Ρουμανία ΙΙΙ


Πέμπτη 15/12/2011, 12:45

Sibiu

Ι.

Στο τρένο προς Sibiu μάνα και κόρη μας στραβοκοιτάζουν. Έχουν και οι δύο μια αρχοντιά και μια περηφάνια που προέρχεται ίσως όχι μόνο από την οικονομική τους ισχύ αλλά και από το στάτους που απολαμβάνει μια οικογένεια της μεσαίας τάξης σε μια επαρχιακή πόλη, ή χωριό, οικογένεια που έχει ξεφύγει εδώ και καιρό από τη φτώχεια και από τις ασθένειες που αυτή γεννά. Αυτό βέβαια είναι μια δική μου υπόθεση εργασίας αλλά στα τρένα η απελευθέρωση της φαντασίας επιβάλλεται. 

Ένα ζευγάρι κάθεται απέναντι μας και κουβεντιάζει σχεδόν αφηρημένα, όχι πάντως βαριεστημένα, ίσως λίγο επιτηδευμένα. Είναι καλοβαλμένοι και οι δυο τους. Εκείνη έχει φυσική ομορφιά, το πρόσωπο της ακτινοβολεί απαλότητα. Είναι ντυμένη απλά. Φορά ένα μωβ μαντίλι στο λαιμό το οποίο τονίζει τη φυσικότητα της. Είναι όμορφη αλλά δεν είναι αυτό που ψάχνω αναλογίζομαι ενθυμούμενος την επιθυμία μου να αντικρύσω αληθινή Ρουμάνικη ομορφιά κλεισμένη σε δυο μάτια μέσα, μεγάλα εννοείται. Εκείνος μου μοιάζει Ούγγρος ή Αυστριακός, ίσως όμως να σκεφτόμουν ήδη την Τρανσυλβάνια και την ιστορία της. Κατεβαίνουν σχετικά σύντομα σε μια μικρή πόλη που μοιάζει σχετικά τουριστική. Πίσω της δεσπόζουν τα Δόντια του Μίλλερ, σκοπεύουν λοιπόν να επισκεφθούν ένα από τα τόσα ski resort της Ρουμανίας. 

Καθώς διασχίζουμε τα βουνά με το αλά καρβουνιάρης τρένο η λιακάδα απλώνεται παντού προς σχετικής απογοήτευσης μου. Το χιόνι φθάνει μέχρι το δρόμο αλλά είναι λιγοστό, ίσα που καλύπτει το χώμα, και τα μυριάδες πεσμένα φύλλα εξακολουθούν να αποτελούν το χαλί του τοπίου ολόγυρα μου, ένα χαλί χρώματος καφέ αντί για κάτασπρο όπως το περίμενα. Ο χειμώνας έχει αργήσει φέτος μου λένε και η παραδοσιακή ομίχλη του Νοέμβρη κυκλώνει το Ρουμάνικο τοπίο στα μέσα του Δεκέμβρη όπου τυγχάνει να επισκέπτομαι τη χώρα. Αναζητώ μετά μανίας εγκαταλελειμμένα εργοστάσια της εποχής του αξέχαστου Νικολάε και φυσικά τα βρίσκω. Έχουν ξηλώσει μέταλλα και ότι πολύτιμο βρήκαν μέσα στα ορθογώνια πρώην θηρία και νυν κοιμισμένους γίγαντες που στέκουν ως θύμηση μιας όχι και τόσο παλαιάς εποχής, οπωσδήποτε παράλογης.

Λίγο αργότερα, βοηθάω μια κυρία να τοποθετήσει πάνω από το κάθισμα μία από τις δύο παραγεμισμένες πλαστικές σακούλες τις οποίες κουβαλά με εμφανή κόπο. Την ακολουθεί ένας ηλικιωμένος φαφούτης. Φοράει ένα πλεγμένο στο χέρι μάλλινο γιλέκο με μεγάλα κουμπιά  που είναι τόσο πράσινο όσο και τα δάση της Τρανσυλβάνιας τα καλοκαίρια. Συγκρίνω το πράσινο χρώμα του με το μπλε ενός σπιτιού στην Ανάφη και το γκρι μιας πολυκατοικίας στα Εξάρχεια. «Έκαστος στο είδος του» σκέφτομαι τη στιγμή ακριβώς που το πράσινο πουλόβερ του μαγνητίζει το ενδιαφέρον μου. Παρατηρώ έξω από το παράθυρο τα δέντρα που στέκουν γυμνά. Τα καστανοκεραμιδί χρώματος φύλλα που καλύπτουν όλη την επιφάνεια της γης λάμπουν εκθαμβωτικά λόγω της υγρασίας και παγωμένα φυτά, κάτασπρα και θαρρεί κανείς χριστουγεννιάτικα, περιμένουν υπομονετικά τον ερχομό της Άνοιξης όπου οι ντόποιοι θα τους βάλουν φωτιά ώστε να επιταχύνουν την επάνοδο τους στη ζωή του καλοκαιριού.

Το ζεύγος, όχι συζυγικό πάντως, χαίρεται ιδιαίτερα που γνωρίζει έναν Έλληνα. «Περνάτε τις ίδιες δυσκολίες που περάσαμε εμείς κάποτε» μονολογεί ο ηλικιωμένος κύριος. Ήταν η πιο περιεκτική συζήτηση που έκανα ποτέ για την κρίση σκέφτηκα τη στιγμή ακριβώς που μια Timişoreana αρχίνισε να δροσίζει το λαρύγγι του. Είχε προηγηθεί το άνοιγμα της κουβέντας από την πλευρά της κυρίας με κάποιου είδους αφοπλιστικά, και ειλικρινή πιστεύω, κοπλιμέντα για την αφεντιά μας καθώς και την πληροφορία πως η κόρη της, λίγο πριν τα τριάντα, εργάζεται ως γιατρός κάπου στην Γερμανία. Αναρωτήθηκα σιωπηλά αν έχει Έλληνες συνάδελφους μα την ίδια στιγμή ένα μαλακό κι ολόφρεσκο covrig προσγειώθηκε στα χέρια μου. Το καταβρόχθισα ευχαριστώντας την ευγενικά και ανταπέδωσα με δύο μανταρίνια λίγο μετά, μανταρίνια που φαγώθηκαν κι αυτά αμέσως. Ο κύριος μάλιστα φάνηκε να εκτιμά τη χειρονομία αρκετά.

Το θετικό κλίμα γέννησε υπερβολικές και ενθουσιώδεις σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου. Eίχαμε ξεκινήσει να συζητάμε μεταξύ μας για το βιβλίο του Στόκερ με διάθεση σαρκαστική άλλωστε. Έξω από το παράθυρο και στα αριστερά μου τα Καρπάθια.















No comments:

Post a Comment