23.12.12

Επιστροφή στη Ρουμανία XVII




Επιστροφή από την Tulcea. Στο τρένο προς το Βουκουρέστι περιτριγυρίζομαι από τρία ραγισμένα τζάμια (ανήλικα γυφτάκια εξασκούνται στον πετροπόλεμο απ’ ότι λέγεται). Θα ‘ταν δε θα ‘ταν τρεις και μισή το μεσημέρι, ένα ακόμη ιδιαίτερα θερμό μεσημέρι για τα Ρουμάνικα δεδομένα, διανύαμε ήδη την τέταρτη μέρα με θερμοκρασίες γύρω στους 38c άλλωστε, και ενώ εγώ λιώνω από τη ζέστη δεδομένου πως το air condition λειτουργεί υποτονικά λόγω αυξημένης... ζέστης όπως με ενημερώνει ο υπεύθυνος επί των κομμένων εισιτηρίων, κάποιοι άλλοι, επίσης λιωμένοι, εισέρχονται στο τρένο. Λιωμένοι από τη δουλειά (και τη ζέστη). Είναι καμιά ντουζίνα από δαύτους, μεταξύ 45 και 60 ετών. Μπαίνουν φωνάζοντας, είναι μάλλον μέρος της καθημερινότητας τους όπως και των brokers άλλωστε ή και των δασκάλων. Καταλαμβάνουν χώρο· κάποιοι γυροφέρνουν στα όρθια αναποφάσιστοι, ή μάλλον τσιτωμένοι ακόμα από τη δουλειά. Δεν αργεί να ξεκινήσει το θορυβώδες καλαμπούρι. Κάποια χοντροκομμένα αστειάκια δεν λείπουν από το ρεπερτόριο όπως άλλωστε θα το περίμενε κανείς.

Οι φωνακλάδες κύριοι ολόγυρα μου είναι οι Πακιστανοί, Αλβανοί, Σομαλοί, Ινδοί, Νιγηριανοί, Πολωνοί, Σύριοι, Καμερουνέζοι, Μπαγκλαντεσιανοί, Γεωργιανοί μετανάστες που συναντούσα επί χρόνια στις γραμμές Α5 – Β5 και οι οποίοι παρέμεναν πάντοτε σιωπηλοί. Η σιωπή των εργατικών χεριών στην Ελλάδα ήταν από πάντοτε αποτέλεσμα της βίας, φυσικής ή και μη, των εργοδοτών, της βίας των υπευθύνων μεταναστευτικής πολιτικής, και τέλος της κατηγορικής προσταγής των υπολοίπων επιβατών της λεωφορειακής γραμμής. Οι Ρουμάνοι εργάτες στη γραμμή του Τρένου προς Βουκουρέστι είναι όμως γηγενείς και είναι δύσκολο γι’ αυτούς να παραμείνουν σιωπηλοί.

-        [Ένας κύριος δίπλα μου τρώει το μεσημεριανό του. Τρώει σαν μικρό παιδί. Μοιάζει να έχει καλύτερη θέση στη δουλειά από τους άλλους κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται μάλλον στο πρόσωπο του αλλά και από τη γενικότερη σιωπή του την ώρα της γενικής οχλαγωγίας. Τρώει με τα χέρια και λαίμαργα.]

Δεν είναι όλα ρόδινα για εκείνους τους φωνακλάδες. Κάθε άλλο. Η Ρουμανία είναι μια κοινωνία εξόχως polarized με βάση το απλό κριτήριο «τα ‘χεις ή δεν τα ‘χεις» (κάτι που απέχει μίλια μακριά π.χ. από την Ολλανδική πραγματικότητα όπου ενίοτε προσπερνάς ένα σωρό κονομημένους χωρίς να σου περάσει καν από το μυαλό ότι οι εν λόγω περαστικοί είναι ιδιοκτήτες εξοχικού στη μακρινή και ονειρική Πελοππόνησο). Οι εργάτες συχνά δεν αντέχουν τα βλέμματα αηδίας, φόβου ή και περιφρόνησης των συμπατριωτών τους· ανταποδίδουν με βλέμματα ζήλιας, κακίας και ατενίζουν τους διπλανούς τους στην καφετέρια με μάτια που στάζουν αγανάκτηση.

-     [Κάποια βλέφαρα έχουν αρχίσει να λυγίζουν. Όχι, αυτό δε συμβαίνει επειδή ζαλίστηκαν έπειτα από την αδιάκοπη ενατένιση του καλοσχηματισμένου νεανικού κώλου που στέκεται, κάπως ντροπαλός, έξω από τις τουαλέτες του τρένου. Ήταν μία ακόμη κοπιαστική μέρα στη δουλειά.]
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το σχετικά πρόσφατο κομμουνιστικό παρελθόν όταν συζητάμε για την εργατιά της Ρουμανίας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως το Τσαουσεσκικό παρελθόν συντηρεί στο συλλογικό συνειδητό μια έντονη, σχεδόν αυτόματη, απέχθεια προς τον εργάτη, άλλοτε το Α και το Ω στο λεκτικό οπλοστάσιο της προπαγάνδας του παλαιού καθεστώτος. 

Είναι ενδιαφέρον πάντως το πόσο συχνά ξεχνούσαμε τις εκατοντάδες χιλιάδες των εργατικών χεριών των μεταναστών στην Ελλάδα. Διότι, εάν ετούτα τα χέρια ήταν χέρια Ελλήνων, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια ραγδαία αναπροσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των μελών της Ελληνικής κοινωνίας. Θα δεχόσουν βλέμματα αηδιασμένα, ποτισμένα φθόνο στο Περιστέρι· βλέμματα οργής και αγανάκτησης στο λιμάνι του Πειραιά. Μιλώντας δηλαδή για τον πρόσφατο παρελθόντα ιστορικό χρόνο, έτσι όπως τον έζησα κι εγώ, η πολυθρύλητη Ελληνική ανοιχτότητα και δεκτικότητα στις προσωπικές σχέσεις, η φημισμένη Ελληνική παρεΐστικη διάθεση, η φιλικότητα, όλα αυτά ευνοήθηκαν σημαντικά από το γεγονός πως η Ελλάδα μετατράπηκε σε τόπο υποδοχής μεταναστών από εξαγωγέας ανθρώπινου δυναμικού επί δεκαετίες. Υπήρξε, και υπάρχει, ο Άλλος (που ήταν από τα ξένα). 

Μ’ αυτό όμως θα ήθελα να είμαι λιγάκι προσεκτικός· δεν θα ήθελα με τίποτα να παραγνωρίσω καθόλου το ακόλουθο.

Θυμάμαι μια φορά που διάβαζα μια συνέντευξη της αμφιλεγόμενης, κουραστικής, μονότονης, αντιδραστικής, ανώριμης καθώς και  έντονης προσωπικότητας που ονομάζεται Σώτη Τριανταφύλλου (αξιοπρεπής συγγραφέας και δουλευταρού κατά τα άλλα). Είχε ξαμολυθεί, ως συνήθως, να περιγράφει την τριτοκοσμική πραγματικότητα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης· στην ερώτηση της, μάλλον μπουχτισμένης, δημοσιογράφου αν εν τέλει υπάρχει κάτι, οτιδήποτε, που να εκτιμά στην σύγχρονη Ελλάδα, η συγγραφέας έδωσε την εξής απάντηση:

«Τη φιλία».

Πράγματι· οι Έλληνες τα κατάφερναν ιδιαίτερως καλά σ’ αυτό το κολοσσιαίο κυριολεκτικά κεφάλαιο της ανθρώπινης δραστηριότητας που ως γνωστόν αναλώνεται κυρίως στη - σωτήρια πάντως - ρουτίνα της καθημερινότητας. Η φιλία, το ξέρουμε, είναι βασικό στοιχείο για την απόλαυση μιας ζωής, λιτής ή και πολυέξοδης.



No comments:

Post a Comment