26.10.13

η αγωνία πάνω στο συρμάτινο σχοινί


Michael Schall


Η ζωή δεν είναι άλλο πράγμα από την αγωνιώδη προσπάθεια να ισορροπήσεις πάνω σε ένα τεντωμένο συρμάτινο σχοινί που απλώνεται πάνω από μια χαράδρα.

Αν κάνεις το λάθος δε και κοιτάξεις προς τα κάτω, λάθος που επαναλαμβάνεται συχνά, στα δεξιά σου θα αντικρύσεις την άβυσσο ενώ στα αριστερά σου απλώνεται η κοιλάδα των τρελών.

Να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα για το τι ακριβώς εννοώ.

Η πεποίθηση σου πως ο καρκίνος που επιτέθηκε άνανδρα σε πέντε ηγέτες χωρών της Λατινικής Αμερικής ήταν όργανο ύπουλης ιμπεριαλιστικής παρέμβασης (κι αραδιάζεις τις ενδείξεις: προϊστορία πολλαπλών απόπειρων εξουδετέρωσης του Φιντέλ Κάστρο· σοβαρή πιθανότητα ο θάνατος του Γιασέρ Αραφάτ να προήλθε από δηλητηρίαση· οι πέντε ηγέτες που προσβλήθηκαν από καρκίνο θεωρούνται ανεπιθύμητοι από τις Η.Π.Α. που στο παρελθόν δεν έχουν διστάσει να επέμβουν σε ξένα χωράφια με ένα σωρό ευφάνταστους τρόπους), κάνει το σώμα σου να γέρνει προς τα αριστερά του συρμάτινου σχοινιού και να φθάνει μια ανάσα μακριά από την απότομη πτώση στην κοιλάδα των τρελών, εκεί όπου οι λεγόμενες θεωρίες συνωμοσίας ανθούν. 

Από την άλλη πλευρά, η βεβαιότητα σου για τη γελοιότητα καθώς και την ανεδαφικότητα της παραπάνω πεποίθησης οδηγεί το σώμα σου κοντά στην πτώση προς την άβυσσο, από τη δεξιά πλευρά του τεντωμένου σχοινιού αυτή τη φορά.  Σ’ αυτή την άβυσσο, ζητείται πάντοτε απόδειξη, ακόμα και για την αγάπη την ίδια. Το «μ’ αγαπάς; απόδειξη!» δεν είναι ένα απλό ρητορικό σχήμα για τους κατοίκους της αβύσσου. Αντίθετα, αποδεικνύει, σύμφωνα πάντα μ’ αυτούς,  πως η αγάπη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μεταδιδόμενη ασθένεια που εμφανίστηκε για πρώτη φορά κάπου στην κοιλάδα των τρελών όπου οι άνθρωποι πιστεύουν ακόμα σε δοξασίες, μύθους και αναπόδεικτες αλήθειες. 

Το συρμάτινο σχοινί δεν σπάει κάθε φορά που ταλαντώνεται αλλά είναι γεγονός πως οι ευαίσθητοι για τα κοινωνικά θέματα ενίοτε βουτούν εθελοντικά από ψηλά προς την κοιλάδα των τρελών ενώ κάποιοι από τους υπόλοιπους, αδιάφορους για τα κοινωνικά προβλήματα, συχνά πυκνά αντικρύζουν την άβυσσο από τόσο κοντά που ενώ εκείνη τους έχει ρουφήξει ήδη, εκείνοι δε δείχνουν να το έχουν πάρει καν χαμπάρι. 

Όσο για μένα, ας πούμε ότι με αυτό το ποστ προσπαθώ κάπως να διασκεδάσω την αγωνία μας όταν βρισκόμαστε πάνω στο σχοινί που ενίοτε ταλαντώνεται επικίνδυνα.



16.10.13

Ψυτάλλεια, Μονότυπο #66

ο σαμσών ρακάς τα βάζει με τα θηρία


Ένα από τα λιγοστά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει δύο φορές ήταν το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης. Με την τελευταία ανάγνωση του να έχει λάβει χώρα προ δεκαετίας, είχε έρθει πια η ώρα του αποχαιρετισμού.

Στα χέρια του Σαμσών Ρακά θέλω να πιστεύω πως το βιβλίο μετατράπηκε στο ακριβώς αντίθετο του: από ένα έργο εφήμερης νεανικής απόλαυσης σε ένα έργο η απόλαυση του οποίου θα διαρκέσει στο χρόνο. 

Σε έναν τόνο πιο προσωπικό, ας σημειώσω και τούτο. Με μεγάλη μου χαρά σας ανακοινώνω πως διαθέτω πλέον και παπούτσια, ευγενική προσφορά του δημιουργού της Ψυττάλειας:




Τον ευχαριστώ γι’ αυτό καθότι είναι ο πρώτος που το σκέφτηκε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια.



Απόσπασμα:


Το μυστικό βάρος των τρελών

φυσάμε ξεφυσάμε
δε βγαίνει ο βράχος από μέσα μας




οι τρελοί
γεννιούνται από τις πέτρες
που πετάχτηκαν ένα απόγευμα αφηρημένα
από μια παρέα παιδιών
καθώς αυτά συζήταγαν με πάθος
να φτιάξουνε μια συμμορία
κι έτσι δεν κατάφεραν
να κάνουν γκελ στη θάλασσα
δε γκελάρουν όλοι οι άνθρωποι
να προσέχετε τις πέτρες
που πετάτε






15.10.13

μας εύχομαι το καλύτερο





Η Σώτη Τριανταφύλλου στην «Ανατροπή» του Γιάννη Πρετεντέρη προκάλεσε, για πολλοστή φορά, μια σχετική αμηχανία σε όλους εκείνους που στην περίοδο της ενηλικίωσης έβρισκαν μια κάποια ευχαρίστηση στην ανάγνωση των βιβλίων της αξιόλογης Ελληνίδας συγγραφέως, η οποία, αν μας επιτρέπεται, μάλλον πως κακογερνάει.


(Είναι να αναρωτιέται κανείς τι την ώθησε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να γίνεται όσο πιο συχνά μπορεί εκστατική ευτυχισμένη, όπως η ίδια άλλωστε το έθετε· ίσως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πόλωσης να ρίχνει τελικά βαριά την σκιά της σε ολοένα και αυξανόμενο αριθμό συμπολιτών μας.) 

Ωστόσο, υπάρχει ένα επιπλέον στοιχείο στην υπόθεση που γεννά τον τρόμο αυτή τη φορά, και όχι απλά μια κάπως ενοχλητική και ανεπιθύμητη αμηχανία: 

τι θα απογίνουν άραγε όλα εκείνα τα όμορφα κορίτσια που κι αυτά ενηλικιώθηκαν με ροκ, Αμερικάνικο κινηματογράφο, εκθέσεις φωτογραφίας ερασιτεχνών ως επί των πλείστων φωτογράφων και ανάγνωση μυθιστορημάτων  (σχεδόν αποκλειστικά σύγχρονων, δηλαδή επίκαιρων ) συγγραφέων ενώ δεν έχαναν καμία ευκαιρία για έξαλλο χορό (όπως το επιβάλλει η έκσταση που απελευθερώνει το rocknroll σε συνδυασμό με πολύχρωμα κοκτέιλ) κάθε Παρασκευή βράδυ;

Η Σώτη Τριανταφύλλου ίσως να είναι μονάχα ένα πρόσχημα. Ίσως τελικά να διακυβεύεται το μέλλον των κοριτσιών μας, και μαζί μ’ αυτά, μιας ολόκληρης γενιάς (που λένε). 

Ας είμαστε δηλαδή ειλικρινείς· η Σώτη μας μοιάζει. 

Η ιδεολογικά φορτισμένη κριτική που δέχεται, η οποία έρχεται φυσικά να απαντήσει στη δική της ιδεολογικά φορτισμένη κριτική, πιο πολύ συσκοτίζει παρά αποκαλύπτει την αλήθεια.  

Στην πραγματικότητα, νομίζω, έχουμε αρχίσει πια να αμφιβάλλουμε σοβαρά για τους εαυτούς μας. 

Επιτέλους, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω· υπάρχει λοιπόν ακόμα χρόνος να σωθεί η παρτίδα. 

Όσο για την πατρίδα, αυτή πια δε σώζεται με τίποτα.



5.10.13

στην αθήνα, δεν έχω μέλλον μόνο λυγμούς

Dustin Harbin


Η Αθήνα είναι μια πόλη υπερευαίσθητη. Κατηφορίζοντας τον πάντοτε πολύβουο, σε βαθμό κακουργήματος, πεζόδρομο της Ερμού, ένα μόνο φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό δύναται να παγώσει στην κυριολεξία το (συνήθως βεβιασμένο) χαμόγελο των περαστικών. Η τυχαία πτώση των εργαλείων της δουλειάς ενός μικροπωλητή που καθώς συναντούν το έδαφος παράγουν έναν ήχο που θυμίζει το σπάσιμο ενός γυαλιού, προκαλεί μια απότομη σιωπή μεταξύ των συμμετοχόντων της καθόδου των καταναλωτών για δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα και σε ακτίνα τουλάχιστον δύο μέτρων προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Αμήχανα, ή και ταραγμένα, βλέμματα αναζητούν απεγνωσμένα την εστία μίας ακόμης εστίας φωτιάς σαν αυτής που καίει συχνά τα πνευμόνια της πόλης. Όπου φωτιά που σιγοκαίει βάλε το (καθόλου ξαφνικό) ξέσπασμα της βίας.

Κατά συνέπεια, η Αθήνα είναι μια πόλη εύθραστη. Ένα τυχαίο περιστατικό που υπακούει στο νόμο της βαρύτητας προσλαμβάνεται σαν η αρχή ενός ακόμη κακού. Λογικό· πόσα κακά νέα μπορεί να αντέξει κανείς;

Η Αθήνα είναι μια πόλη επικίνδυνη. Όλοι κινδυνεύουν, λίγότερο ή περισσότερο, από κάποιον. Ενδείξεις πολλές, αποδείξεις λίγο λιγότερες (βλέπετε το κακό συνήθως φροντίζει να καλύπτει τα ίχνη του), η ουσία παραμένει: όλοι μας από κάποιον θα την πάθουμε. Δε χρειάζεται να κοιτάξει κανείς τις στατιστικές (που πάντα άλλωστε μας [καθ]οδηγούν να εξάγουμε συμπεράσματα ανάλογα από την οπτική γωνία μας γωνία· τι υπέροχος τρόπος να γιορτάσει κανείς τη μεροληπτική άγνοια του! )· αρκεί μια ματιά στα βλέμματα των ανθρώπων στα λεωφορεία όπου κανείς αναζητά συμμάχους κάθε είδους: ο ρατσιστής συνταξιούχος στο βλέμμα του νέου που ελπίζει πως του δίνει κάποιο δίκιο στον αγώνα του για την επιβίωση του έθνους· ο κάπως συνεσταλμένος νέος στο βλέμμα μιας νοικοκυράς η οποία ωστόσο επιμένει να σκέφτεται αν θα ‘ναι το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο το φαγητό που πεθύμησε ο αντρούλης της μιας και τελευταία της μοιάζει κομματάκι απόμακρος· τέλος, ο ανήσυχος νέος στο βλέμμα του κατάκοπου μετανάστη ο οποίος όμως δεν μπορεί παρά να σκέφτεται τι απέγινε εκείνο το όνειρο της Ευρώπης το οποίο εμφανιζόταν στον ύπνο του με τη μορφή αγγελικά πλασμένου καυτού θηλυκού τα χρόνια της εφηβείας στις όχθες του Νίγηρα ποταμού.

Η Αθήνα είναι μια πόλη εξόχως κουραστική. Ας μην κρυβόμαστε άλλο πίσω από την εκτυφλωτική δύναμη του ήλιου που δεσπόζει τόσο συχνά πάνω από τα δύσμοιρα κεφάλια μας· περπατώντας στα στενά του κέντρου κάνεις σλάλομ ανάμεσα σε ανθρώπινα ναυάγια. Γηραιές γυναίκες με προτεταμένο το χέρι συνυπάρχουν στον ίδιο δρόμο με τοξικομανείς επαγγελματίες της αλητείας έτσι όπως αυτή σπουδάζεται στις πιάτσες της πρέζας της πόλης όπου η επιβίωση δεν είναι παίξε γέλασε· για την ακρίβεια, πρόκειται περί ενός εκπληκτικού κατορθώματος με βραβείο όμως μία ακόμη μέρα με στερητικό σύνδρομο που αν μη τι άλλο μάλλον πως τσακίζει τα κόκκαλα εξίσου με το πνεύμα. Δεν είναι ούτε η ανόθευτη συμπόνοια, ούτε το μείγμα φόβου και αηδίας που σε εξουθενώνουν: είναι που δεν ξέρεις τι να κάνεις. Ένα τέτοιο σχίσιμο του εαυτού εγγυάται την κατάπτωση του σώματος σε ένα κακέκτυπο εκκρεμές που προφανώς έχει ξεχάσει προ πολλού πως οφείλει να μας αποδείξει πως η γη κινείται. Αντιθέτως, μας υπενθυμίζει συνεχώς το λυπηρό γεγονός της πλήρους παραλυσίας μας.
  
Η Αθήνα είναι μια πόλη καταραμένη. Πώς αλλιώς να καταφέρει κανείς να αποδώσει το γεγονός της ύπαρξης του Παρθενώνα ο οποίος όσο σε τροφοδοτεί με θάρρος και ενάργεια, τρόπον τινά μεταφυσική,  τόσο σε καλεί να προσκυνήσεις γονυπετής το κάλλος του; Τα περιστατικά σχιζοφρένειας στην πόλη μας προκαλούνται αποκλειστικά από τις προσταγές των νεκρών να υποκλιθείς στο μεγαλείο τους ενόσω εσύ απλά πασχίζεις (και με το δίκιο σου) να ανακαλύψεις το επόμενο στενό στο οποίο θα χτυπά η καρδιά της νύχτας όπου, ως γνωστόν, όλα ενίοτε αποκτούν το νόημα τους. Αυτή η πόλη ζει στην εποχή των δεινοσαύρων· ο μεγαλύτερος όλων είναι σαρκοφάγος και τον λένε Πλάτωνα. Με άλλα λόγια, η εποχή του Δαρβίνου δε ξημέρωσε ποτέ πάνω από τον ουρανό της Αττικής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τα ζευγαράκια επιλέγουν το λόφο του Λυκαβηττού για τα προκαταρκτικά τους· εκεί τα πάντα όλα βρίσκονται σε μια ανθρώπινη κλίμακα. Δεν φαντάζει καθόλου παράλογος σε μένα ο αφορισμός του ποιητή, πάνω από μισό αιώνα τώρα, ο οποίος καλούσε στον βομβαρδισμό του ιερού βράχου με το σκεπτικό πως μόνο τότε θα αποκτήσει επιτέλους το δικό της βηματισμό η ταλαίπωρη αυτή πόλη. Μιας και δεν μας βρίσκεται άλλος Μοροζίνι (χτύπα ξύλο), οι άρχοντες της εξουσίας, όπως πάντοτε με το βλέμμα στο (δικό τους) μέλλον, έχουν ήδη δρομολογήσει τη μεταφορά του κέντρου της πόλης παραλιακά. Εκεί, τα καλύτερα πάρτυ θα είναι πριβέ.

Η Αθήνα είναι η πόλη που γεννήθηκα στην εσχατιά της οποίας μια μέρα θα σκορπιστούν οι στάχτες μου. Στο σημείο που αυτοκτόνησε ο βασιλιάς Αιγέας αν ενδιαφέρεστε.




 κι αυτός καλά τα λέει