10.10.17

Γιάννης Χαρούλης vs Manu Chao σημειώσατε VIC






Όσοι τυχεροί παρευρέθηκαν στη συναυλία για την Ηριάννα ίσως να παρατήρησαν πως η παρουσία του Manu Chao ενθουσίασε λιγότερο το νεαρόκοσμο από ότι εκείνη του Γιάννη Χαρούλη. 

Πιθανότατα έπαιξε ρόλο το γεγονός πως ο Manu Chao έπαιξε ακουστικό σετ, χώρια το γεγονός πως όσοι βρίσκονται στα early 20s δεν έχουν προλάβει τον Γάλλο τραγουδοποιό στα post-Mano Negra ντουζένια του οπότε για αυτούς ο Manu Chao πιθανόν να είναι ένας ακόμη μαϊντανούλης hippy μεσήλιξ. 

Αλλά όχι μόνο.

Έπειτα από τόση κατηφόρα, και αφού λίμνασε στη συνείδηση μιας ολόκληρης κοινωνίας η αίσθηση πως ότι διαμορφώνει το παζλ της ταυτότητας ενός Έλληνα πολίτη έχει κατά βάση αρνητικό πρόσημο, είναι επόμενο να αναφερόμαστε σε identity crisis.

Η στροφή σε γνώριμα, «δικά μας πράγματα», σε ότι οι οι πρόγονοι μας μας θα συνηγορούσαν για την αξία του, είναι μια αναμενόμενη, υγιής εν πολλοίς, αντίδραση εκ μέρους του κοινωνικού σώματος το οποίο καλείται να συμμαζέψει λίγο λίγο τα συντρίμια του.

(Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν ακράδαντα πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να κλειδώσουμε το ρεμπέτικο στο υπόγειο της ιστορίας (να απαρνηθούμε δηλαδή τη ζώσα λαϊκή παράδοση του πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία άλλωστε οι Έλληνες είναι συνδιαμορφωτές) ώστε να αγκαλιάσουμε ξανά το δημοτικό τραγούδι και να εισέλθουμε απερίσπαστοι στο μαγικό κόσμο της όπερας στην οποία υποτίθεται πως έχουμε μηδενική παράδοση διότι «δεν περάσαμε Αναγέννηση»· κατά συνέπεια, όποτε, και εάν, καταφέρει να αγκαλιάσει την όπερα ο Έλληνας ίσως να γίνει σωστός Ευρωπαίος. 

Μια ανιστόρητη βέβαια άποψη, αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας ούτως ή άλλως, διότι μια καθημαγμένη κοινωνία είναι σχετικά εύθραστη οπότε έπειτα από τον συμβολικό θάνατο του ρεμπέτικου ίσως αντί για όπερα να καταλήγαμε με eurotrash – τη συγκεκριμένη μουσική άλλωστε προτιμούν για το καλοκαιρινό τους ξεσάλωμα οι Ολλανδοί και Δανοί παραθεριστές στη Μαγιόρκα και την Πάρο.

Με άλλα λόγια, η άρνηση την σύγχρονων Ελλήνων να κεφαλοποιήσουν την υπεραξία της Μαρία Κάλας, μετατρέποντας το πατρικό της στην Πατησίων σε μουσείο  παραδείγματος χάριν, δεν σχετίζεται με την ανικανότητα τους να λειτουργήσουν ως Ευρωπαίοι· αφορά το έλλειμα αυτοπεποίθησης των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι, συν τοις άλλοις, έχουν (εκ)παιδευτεί στο ψευδοδίλημμα Ανατολή ή Δύση.

Όσο για το δημοτικό τραγούδι, είναι γνωστό πως η περιφρόνηση του από πλευράς της αναδύομενης μεσαίας τάξης της Μεταπολίτευσης εξηγείται (και) ως αντίδραση στην προπαγανδιστική αξιοποίηση του από την χούντα των Συνταγματαρχών. Και όχι, δεν χρειάζεται να δαιμονοποιηθεί το ρεμπέτικο τραγούδι ώστε η δημοτική παράδοση να πάρει τη θέση που της αξίζει στο συλλογικό συνειδητό των Ελλήνων – είναι προτιμότερη η επανεφεύρεση της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων.)

Όπως και να το κάνουμε, η επιστροφή στην παράδοση είναι εκ των ουκ άνευ για ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων πολιτών την συγκεκριμένη ταραχώδη περίοδο, απόφαση που ενίοτε φυσικά λαμβάνεται και με συναισθηματικά κριτήρια τα οποία άλλοτε επέχουν θέση λειτουργική ενώ άλλες φορές αποτελούν τροχοπέδη για την πνευματική ανάπτυξη ενός ανθρώπου.  

Ο Γιάννης Χαρούλης με την Κρητική ντοπιολαλιά και το καθαρό πρόσωπο του ανθρώπου που ενηλικιώθηκε μακριά από την «τσιμεντούπολη», σε έναν τόπο ο οποίος μάλλον δεν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά ανήκει σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν στο πληγωμένο - κατά συνέπεια, αναξιόπιστο – φαντασιακό των θαυμαστών του, βρίσκεται πλέον σε εγγύτερη θέση από τον κοσμοπολίτη Manu Chao στο θυμικό των ανθρώπων οι οποίοι προορίζονται να στελεχώσουν το πολυπληθές σύνολο που ονομάζουμε πρεκαριάτο.

Η συγκεκριμένη αλλαγή παραδείγματος ενδέχεται να προκαλεί ψυχική αναστάτωση σε ανθρώπους οι οποίοι ενηλικιώθηκαν σε μια εποχή όπου η απαγωγή ενός ακτιβιστή στη μακρινή Αργεντινή ήταν εξίσου σοβαρή υπόθεση με την άδικη προφυλάκιση μιας Ελληνίδας, όπως συμβαίνει άλλωστε με τους, επίσης συμμετέχοντες στη συναυλία για την Ηριάννα, Social Waste.  

(Ο θάνατος του Carlo Giuliani στη Γένοβα το καλοκαίρι του 2001 και οι anti-globalization διαδηλώσεις στο Seattle το 1999 διακτίνισε ένα (ανήσυχο) κομμάτι της Ελληνικής νεολαίας στα πέρατα της οικουμένης. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια το 2008 και πολύ περισσότερο η έλευση του IMF στην Ελλάδα δύο χρόνια αργότερα μετατόπισαν το κέντρο βάρους πίσω στη χώρα μας, και στο κέντρο της Αθήνας ειδικότερα.)  

Ευτυχώς για όλους εμάς, στη συναυλία για την Ηριάννα εμφανίστηκαν και οι Villagers of Ioannina City.

Οι Γιαννιώτες, αφού πρώτα καλοχώνεψαν γεναιόδωρες δόσεις από desert/psychedelic rock (την ίδια περίοδο, την εικοσαετία 1990-2010 χονδρικά, κατά την οποία οι νεολαίοι της χώρας είχαν το προνόμιο να αφομοιώσουν τις νέες μουσικές τάσεις απ’ όλο τον πλανήτη με σχετικά μικρή χρονοκαθυστέρηση), πάντρεψαν την κιθάρα, το «τοτέμ» της rock, με το κλαρίνο, το όργανο που τους συνδέει με την αρχέγονη παράδοση του τόπου τους, την Ήπειρο. Τοτέμ χωρίς εισαγωγικά δηλαδή το κλαρίνο διότι μέσω αυτού αγγίζουμε τους μυθικούς κόσμους της αρχαιότητας στους οποίους οι κατάρες των Θεών όπλιζαν πεινασμένους δράκους. 

Αν η κιθάρες των VIC μεταφέρουν στα αυτιά των ακροατών την εμπειρία της πόλης (καθώς η rock είναι κατεξοχήν urban μουσική), το κλαρίνο φυτεύει τον σπόρο του πολιτισμού της πέτρας και των ανέμων μέσα στα πνευμόνια μας. 

Με άλλα λόγια, όταν η ζωτική και γόνιμη επιθυμία να ψηλαφήσεις τη riza σου συναντάται/συνδυαλλέγεται/αλληλεπιδρά με ότι ενδιαφέρον συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή γύρω σου (από την έρημο της Αριζόνα ως τα υπόγεια κλαμπ του Βερολίνου) τότε δεν μπορεί να τεθεί πλέον το ερώτημα Ελληνικά ή ξένα, Χαρούλης ή Manu Chao, λαϊκά ή ποπ, ρεμπέτικα ή δημοτικά (από την κληρονομιά και των δύο άλλωστε εμπνέονται οι VIC):

Ούτε ελληνικά, ούτε ξένα, 

μόνο μουσική.








No comments:

Post a Comment