Mary & the Boy
Το
demo των Mary & the Boy κυκλοφόρησε το 2006. Δύο χρόνια αργότερα, το demo ακολούθησε ένα
κάπως αμήχανο album. Το
ηχογραφημένο live demo τους παρότι, θεωρητικά τουλάχιστον, αποτελούσε ένα ανολοκλήρωτο
μουσικό όραμα μιας και στη pop/rock το demo ενός γκρουπ αποτελεί μια πρόγευση του τι θα ακολουθήσει,
ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο ενός album, αποτέλεσε εν τέλει το πιο αντιπροσωπευτικό συνολικά δείγμα
των Mary
& the Boy.
Το
ομώνυμο demo του 2006 υποδεικνύει
πως οι Mary
& the Boy αδιαφόρησαν, αν μη
τι άλλο, για το συλλογικό αίσθημα ευφορίας που επικρατούσε γύρω τους την εποχή
πριν και μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Το παροξυσμικό
κλίμα της μετά-Ολυμπιακής ευφορίας δεν αποτέλεσε επουδενί το έδαφος, ψυχικό ή
υλικό, από το οποίο το ντουέτο θέλησε να αντλήσει έμπνευση. Η μουσική των Mary & the Boy, αν και κυκλοφόρησε το 2006, συνομιλούσε περισσότερο σαν
αίσθηση, σαν (υποσυνείδητη) στόχευση, με το 2008 απ’ ό,τι με το 2004:
Ολυμπιακοί Αγώνες vs Δεκέμβρης του ’08 σημειώσατε 2.
Ψυχικό
αποτύπωμα της εποχής τους δεν υπήρξε πάνω τους διότι η μουσική τους ήταν κλειστοφοβική,
σκοτεινή αλλά και παιχνιδιάρικη (αλά milkshake). Παιχνιδιάρικη μεν, γεμάτη άγχος ωστόσο, σωστός έφηβος
ντυμένος με το δανεικό κουστουμάκι του πατέρα του σε κάποια οικογενειακή γιορτή
στην οποία σύρθηκε πάλι με το ζόρι.
Ούτε
υλικό αποτύπωμα υπήρξε στο αισθητικό σύμπαν των Mary & the Boy καθώς το πρότζεκτ τους δομήθηκε συνειδητά από φθηνά
υλικά όταν γύρω τους κυκλοφορούσαν με μεγάλη ταχύτητα πλείστα φρεσκοτυπωμένα
χαρτονομίσματα των 50 και των 100 ευρώ.
Λίγα
χρόνια προηγουμένως, οι Raining Pleasure, η καλύτερη alternative μπάντα της χώρας εκείνη την περίοδο δηλαδή, θα
συμμετείχε στο Fame Story, αναμφισβήτητα το τηλεοπτικό γεγονός του 2003, ενσαρκώνοντας
κατά αυτόν τον τρόπο την εποχή της αφθονίας στην οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να
αντισταθείς.
Η
απόφαση των Mary
& the Boy για τη συγκεκριμένη
καλλιτεχνική αισθητική κατεύθυνση και απεύθυνση ήταν, το λιγότερο που μπορεί να
πει κανείς, μια Lάθως κίνηση. Εκείνη την εποχή άλλωστε, η κατηγόρια περί «μιζέριας» ήταν
ευρέως διαδεδομένη στην Ελληνική κοινωνία. Απευθυνόταν, εν είδη πρόχειρης
ετυμηγορίας ενός αόρατου λαϊκού δικαστήριου, σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν
μετά εξαλλοσύνης, στα πρότυπα του πανηγυρισμού ενός εντυπωσιακού γκολ, τους
όρους του νέου - και βραχύβιου όπως αποδείχθηκε - κοινωνικού συμβολαίου όπως
ετούτο εισήχθη στη χώρα: «καταναλώνω άρα υπάρχω». Ήταν μάλιστα τέτοια η λαχτάρα
για μάσα, έτσι ώστε οτιδήποτε παραγόταν, ξέχωρα από κατσαβίδια και χαρτί υγείας,
ενέπιπτε στην κατηγορία των λεγόμενων «πολιτιστικών προϊόντων», όλα ανεξαιρέτως
γνώριζαν, με μικρές διαβαθμίσεις ανάμεσα τους, την αποθέωση του κοινού. Τερματικός
σταθμός της πορείας αποδείχτηκε η 21η Απριλίου του 2010, όπου
ταυτόχρονα με την ενθουσιώδη αποδοχή του «πολιτιστικού προϊόντος» του video της Τζούλιας, υπογράφηκε η εισαγωγή της χώρας στο
καθαρτήριο του νεοφιλελευθερισμού. Από εκείνο το σημείο και ύστερα, η
κατανάλωση πολιτιστικών προϊόντων κόπηκε μαχαίρι, με την εξαίρεση της δωρεάν
βρώσης των ψηφιακών αναπαραστάσεων των ζωών των συνανθρώπων μας.
Οι
Mary & the Boy δημιούργησαν ένα πειστικό αντι-παράδειγμα, Αρχικά βέβαια
το demo τους είχε
γίνει κατανοητό ως μια, ίσως ελαφρά κακόγουστη, φάρσα, ως ένα ιδιόρρυθμο
πυροτέχνημα, ως ένα κουτί δώρου κενό περιεχομένου. Η ειρωνία και το τρολάρισμα
ήταν η κατεξοχήν αρχική αντίδραση των εγχώριων μουσικόφιλων της εναλλακτικής
σκηνής.
Το
demo των Mary & the Boy ήταν ότι καλύτερο
κυκλοφόρησε ποτέ το ντουέτο γιατί σ’ αυτό συνοψίζονταν ιδανικότερα και πειστικότερα
η ουσία της αισθητικής πρότασης που κατέθεσαν. Η μουσική τους περιγράφηκε από
τους ίδιους ως piano-punk, οπωσδήποτε
ένας αδόκιμος όρος καθώς αντιπαραθέτει δύο εκ
διαμέτρου αντίθετους κόσμους: το punk είναι το είδος μουσικής που απαιτεί, αν απαιτεί, ελάχιστο
χρόνο εκμάθησης, το πιάνο, αντιθέτως, είναι ένα όργανο στο οποίο αφιερώνεις τη
ζωή σου.
Το
piano-punk ισούται με diy στην ιδεολογία και hand made στην αισθητική.
Όταν λοιπόν το ντούο προσπάθησε να καλλωπίσει ηχητικά τη
μουσική τους, την απογύμνωσαν από τα πλεονέκτηματα της: το μεταφυσικό εκτόπισμα
της φωνής της Mary
το οποίο αποκαλυπτόταν με ασταθή ροή και τρομερές συναισθηματικές διακυμάνσεις,
την αφοπλιστική punk αμεσότητα του the Boy και, προπαντώς, την
χειροποίητη αίσθηση που ξεχυνόταν από παντού στο ντέμο τους, αίσθηση η οποία
έκτοτε έγινε κυρίαρχη στον κόσμο του the Boy ως δημιουργού
μουσικής, ταινιών, κειμένων.
Περισσότερο
από αίσθηση, το diy στα χέρια του the Boy έγινε ιδεολογία.
Diy θα πει να τολμάς να
δημιουργείς ακόμα και αν συνειδητά παραβλέπεις την άγνοια σου περί των κανόνων της
δημιουργίας, είτε τους έχεις διδαχθεί είτε όχι, να δημιουργείς έστω και χωρίς
μέθοδο, αλλά να δημιουργείς, άλλοτε με πίστη στις ικανότητες σου, κι άλλοτε
αδιαφορώντας πλήρως αν τις έχεις.
Νότες,
ορθογραφία, ντεκουπάζ, το σύστημα παραπομπών του Χάρβαρντ, όλα γίνονται παρανάλωμα
του πυρός της επιθυμίας, νεανικής ως επί το πλείστον.
Περιττό
να το πω, αν το Lάθως βαπτιζόταν ποτέ στην κολυμβήθρα της ιδεολογίας, ακόμα και παρά την
έμφυτη αντίθεση του στην κατηγοριοποίηση, πόσο μάλλον την εργαλειοποίηση, θα
ήταν diy.
the Boy
Κάποτε
σε μια συνέντευξη του ο the Boy είχε αναφέρει πως τον ενδιαφέρει πολύ η «τέχνη ως αρνητική
εμπειρία». Αναφερόταν συγκεκριμένα στα είδη εκείνα του κινηματογράφου τα οποία θεωρούνται
κατώτερης ποιότητας: το δίλημμα Rob Zombie – Andrej Tarkofsky δεν τίθεται για
εκείνον, πρόκειται για δύο σπουδαίους σκηνοθέτες.
Η απόλαυση
της «τέχνης ως αρνητική εμπειρία» δεν είναι απλά ένα σύνθημα για τον the Boy. Είναι προφανές πως η συγκεκριμένη πυξίδα αποτελεί τη
βάση για κάποιες από τις ταινίες του ενώ διατρέχει ενίοτε τη μουσική του σαν μια
υπενθύμιση εκ μέρους του δημιουργού προς το - ευρύτερο πλέον - κοινό του πως
εδώ τίποτα δεν χαρίζεται. Ούτε πωλείται όμως.
Πράγματι,
το παζάρι που στήθηκε επί υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, και ίσως ακόμη νωρίτερα,
δεν αφήνει τίποτα κυριολεκτικά απ’ έξω (εκτός από τον αέρα που αναπνέουμε μέχρι
στιγμής), από ερωτικές περιπτύξεις με ψάρια σε κάποιο στούντιο στο Τόκυο μέχρι
τον επίμονο ήχο ενός τζιτζικιού σε βίντεο διάρκειας εξήντα λεπτών και βάλε στο You Tube (και λέμε ήχο, αντί για προθανάτιο δοξαστικό τραγούδι,
γιατί ετούτο δεν φυλακίζεται σε βίντεο, μονάχα βιώνεται υπό την εξουσία του
αδίστακτου Θεού ήλιου του θέρους), κατά συνέπεια, αφού όλα πωλούνται με
εξωφρενική ταχύτητα, πάντως μικρότερη από εκείνη με την οποία οι αγορές της
Δευτέρας απορρίπτονται στα σκουπίδια κάποια συννεφιασμένη Παρασκευή, οι
ιδιότροπες δημιουργίες του the Boy δεν θα έμεναν στο ράφι με τα απώλητα, ακόμα κι αν δεν
πουλάς δίσκους μπορείς κάλλιστα να εξαργυρώσεις αλλού την υπεραξία που
προσθέτει στην πλάτη κάθε δημιουργού, είτε το επιθυμεί είτε όχι, η φρενίτιδα
της υπερκατανάλωσης πληροφορίας, ο the Boy από την πρώτη στιγμή φάνηκε να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα
για το κομμάτι των πωλήσεων προσφέροντας συχνά τη δουλειά του άνευ οικονομικού
ανταλλάγματος ζητώντας μονάχα την προσοχή του κοινού, ίσως και την υπομονή του·
να απαιτείς εν τέλει την αφοσίωση των ακροατών σου σε πείσμα της πολυδιάσπασης
της προσοχής, διαδικασία η οποία μάλλον δεν εμπίμπτει πλέον στην κατηγορία των
ψυχικών εκδηλώσεων ενός contemporary υποκειμένου αλλά ενός υπό εκκόλαψην ανθρωπότυπου (καπετάνιος
ο νέος άνθρωπος καθώς σαλπάρει στο ίντερνετ αλλά απ’ εκείνους που προσκρούουν
συχνά σε υφαλοκρηπίδες τοποθετημένες με ακρίβεια νευροχειρούργου από τους διαφημιστές),
μάλλον σε βγάζει Lάθως, με όρους ορθολογικής διαχείρισης του ατομικού σου συμφέροντος τουλάχιστον.
Ο the Boy είναι Lάθως γιατί δε δημιουργεί δύστροπα τραγούδια και απαιτητικές
ταινίες (είτε πρόκειται για τον πειραματισμό στα όρια του Χιγκίτα, είτε για το πιο συμβατικό αλλά αρκετά δύστροπο και
αποσπασματικό Νήμα) ώστε να
καταχωρηθούν στην κατηγορία πολιτιστικών προϊόντων τα οποία αρέσκονται να
καταναλώνουν οι millenials μπουχτισμένοι από την κανονικότητα του Hollywood και της Universal, και εσχάτως του Netflix, ο the Boy απευθύνεται - με τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο - σε όλους καθώς υπηρετεί πιστά το καλλιτεχνικό
του όραμα χωρίς να αλληθωρίσει ούτε για μια στιγμή:
«να
μην σου την σπάει που είσαι δεύτερος και ευτελής, να αναγνωρίζεις ότι δεν
υπάρχει πνευματική υπεροχή, και υπεροχή εν γένει».