Πιάνω Fokionos Negri Street, Shelly was here, πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια. Βάζω μάσκα και αλλάζω κατεύθυνση όταν συναντώ φορείς του μεταδοτικότατου ιού του Kypselixploitation που στήνει πάρτυ στα μάτια δύο νεαρών ζευγαριών από την Alabama και το Blanchester του Ohio.
Σύντομα όμως, σχεδόν αμέσως, οπισθοχωρώ από την βεβιασμένη, και αυστηρώς υποκειμενική, κριτική μου θέση καθώς περνάω ξυστά από τις αγριοφωνάρες ενός Σύρου πρόσφυγα πολέμου· καθόταν σ’ ένα παγκάκι, έλυνε τις διαφορές του τηλεφωνικά.
Κι άλλωστε, θα μπορούσε η Κυψέλη να εκμεταλλεύεται εμάς, ντόπιους και ξένους, ζητώντας πια να αγαπηθεί ξανά. Φυσάει πολύ, αν δεν το προσέξατε, τις πήρε ο covid τις δημοκρατικές μας βεβαιότητες, οι φλόγες τα καταναλωτικά μας θέλω, το λοκντάουν τα κοινωνικά μας πρέπει·
κατά συνέπεια, άλλος γαντζώνεται από τον αισιόδοξο μοντερνισμό, το Bauhaus, και την art nouveau της δεκαετίας του ‘30, άλλοι φαντασιώνονται rock ‘n’ roll ανταρσίες στην κυριλέ και κοσμική Φωκίωνος Νέγρη των ‘50s/’60s, κι όλοι μαζί κρατιόμαστε σφιχτά από την ανάμνηση της απόδρασης στο Πεδίον του Άρεως την εποχή της SMS κυκλοφορίας.
Έξω από το ‘It’s a Village’ βάζω το κεφάλι κάτω, δεν αρκεί, φοράω και γυαλιά ηλίου. Πασχίζω να αποφύγω τα σκάγια από ξώφαλτσα λάγνα βλέμματα από λαίμαργα νεανικά κορμιά από Argyris Papadimitropoulos hooligans που εκκρίνουν και εκτοξεύουν ανεξέλεγκτα ενδορφίνες στην ατμόσφαιρα λίγες ώρες πριν το #σεξστιςπυλωτές.
Meanwhile, στο ‘Monday,’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις αίθουσες, ο σκηνοθέτης ακολουθεί εκ νέου, περίπου στα τυφλά, το Αμερικάνικο mantra του “write what you know,” τούτη τη φορά ο δρόμος τον βγάζει στην Κυψέλη, περιοχή που έζησε στα μαθητικά του χρόνια.
Έτσι λοιπόν, μετά τα θερινά ευτράπελα στην (γνώριμη και αγαπημένη του) Αντίπαρο στο ‘Suntan,’ πιθανόν μία από τις καλύτερες Ελληνικές ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας, σειρά είχαν τα super party, τα άκυρα party, τα party γενικώς και ειδικώς μέσα από τα ντεσιμπέλ, τα σφηνάκια, τις γραμμούλες, τα τσιγάρα των οποίων ξεπηδούν επιπόλαιοι καυλωτικοί αναπάντεχοι εύθραστοι έρωτες και συναισθήματα, όπως του Mickey και της Chloe.
Μια ελληνοαμερικανική παραγωγή, η feel-good ταινία του Παπαδημητρόπουλου γυρίστηκε «με αμερικάνικους όρους ως προς τον επαγγελματισμό και με ελληνικούς ως προς τη φιλική συνθήκη που επικρατούσε στο γύρισμα και την αγάπη για το πρότζεκτ» σύμφωνα με τον ίδιο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Monday καταφέρνει να αποτελεί υπόδειγμα πετυχημένης κινηματογραφικής συμπαραγωγής·
ΛΕΜΕ ΟΧΙ στις άκυρες weird ανατροπές στο κλείσιμο κάθε Ελληνικής ταινίας που στοχεύει σε διανομή σε international film festival και (συν)χρηματοδοτήθηκε από το MEDIA Program της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και το Eurimages του Συμβουλίου της Ευρώπης, ή/και το HBF Plus Fund του International Film Festival Rotterdam, ή/και το Γαλλικό Fonds Sud, ή/και το Γερμανικό World Cinema Fund, και πάει λέγοντας.
No comments:
Post a Comment