Βρίσκομαι στην Επτανήσου, μεσίτης νούμερο δύο για εκείνη την ημέρα.
«Είμαι γέννημμα θρέμμα της Κυψέλης» θα δηλώσει με νόημα, sooner rather than later.
«Σ’ αυτόν το δρόμο γεννήθηκε μεγάλωσε η γιαγιά μου» απαντώ δήθεν αδιάφορα ισοφαρίζοντας το ματς. («Να, εδώ λίγο πιο κάτω, πίσω από την προτομή προς τιμήν του λαδέμπορα, δύο τενεκέδες λάδι για μονοκατοικία, Κατοχή και πείνα, χειμώνας του ’41» σκέφτομαι σιωπηλός. Ήταν μία από τις 60.000 ιδιοκτησίες που άλλαξαν χέρια στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια.)
Κοκκινίζει, αλλάζω θέμα, αλλάζει τόνο, κρύβει το Αθηναιόμετρο.
Επιχειρώ να να την ψαρέψω θίγοντας το θέμα της πολυετούς παρακμής της Κυψέλης. Αποτυγχάνω, αποφεύγει τεχνηέντως να αφεθεί στην ηδονή της δήλωσης «όταν ήρθαν οι αλλοδαποί χάλασε η γειτονιά». Άνθρωπος της αγοράς, η Κυψελιώτισα αστή με το κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί χρώματος γκρι και τα φαρδιά καλόγουστα ρούχα γνωρίζει ακριβώς τι επιθυμώ να ακούσω. Με καλοπιάνει με ιστορίες ξένων που ενσωματώθηκαν - «είναι ωραίο να βλέπεις τα μαυράκια να παίζουν με τα δικά μας παιδιά!» Εντός της νοικοκυρεμένης πολυκατοικίας πλέον, έτος ανέγερσης το 1963, κοντοστέκομαι μπροστά από τον τοίχο των ανακοινώσεων. Τα ονόματα των ενοίκων όλα Ελληνικά, η παλιά Κυψέλη.
Στην Μαυρομματαίων ακριβώς κανένας που να ενδιαφέρεται να αγοράσει το φιξάκι του για πέντε ευρώ. Αναρωτιέμαι που να τους έσπρωξαν τούτη τη φορά - θα εμπνευστούμε άραγε ποτέ από το Ολλανδικό μοντέλο; Καταλήγω, νομοτελειακά, στο Πεδίον του Άρεως.
Ελληνικός ήλιος trippy, Onassis Stegi creepy:
«σ’ έναν κόσμο που η τεχνητή νοημοσύνη παρακολουθεί τα πάντα – συμπεριλαμβάνονται όλοι, όλες και όλα; Εμείς ελέγχουμε τη μηχανή, ή εκείνη εμάς;» …διαβάζω πάνω σε έναν αδιάκριτο καθρέπτη, μέρος της έκθεσης “You and AI”.
«Nομίζεις μπορείς να κρυφτείς;» ψιθυρίζουν μέσα στα αυτιά των θαμώνων του πάρκου νέοι και νέες εργαζόμενοι της Στέγης, “I start to wonder whether it’s a dream,” παρατηρώ τους περαστικούς που αποφεύγουν, καλού κακού, να πλησιάσουν κοντά «στον αλγόριθμο που μας ποινικοποιεί άδικα στο “Before The Bullet Hits The Body” του Bill Balaskas»·
κι άλλωστε, όπως το γνωρίζουμε από τους «δολιοφθορείς του Ταρνάκ», «εκείνο που σε εμάς φαίνεται παρανοϊκή μέριμνα ασφαλείας, δεν είναι παρά αστυνομικός πραγματισμός, λελογισμένη αντιτρομοκρατία».
Μια σειρά από παγκάκια, έξι τον αριθμό, φιλοξενούν νεαρούς Αφγανούς. Κάποιοι ψωνίζονται, άλλοι αράζουν, όλοι βάζουνε τα δυνατά τους να ‘ναι ωραία τα μαλλιά τους. Εγώ με την σειρά μου εύχομαι να μην «κρίθηκαν ως μελλοντικοί εγκληματίες από το “The Normalizing Machine” των Mushon Zer-Aviv, Dan Stavy και Eran Weissenstern».
“You and I” με καρφώνει με το βλέμμα του νεαρός Αφγανός Shia Hazara με σχιστά μάτια και μαλλιά ψηλό κότσο, την ίδια περίπου ώρα, οι Ταλιμπάν προέλαυναν στην Hazarajat και στην κοιλάδα του Bamiyan (όπου πριν από είκοσι χρόνια ανατίναξαν δύο πανύψηλους Βούδες, αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνοβουδιστικής τέχνης) έπειτα από την αποχώρηση των Νατοϊκών/Αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, τρεις μήνες πέρασαν από την βομβιστική επίθεση σε σχολείο και τον θάνατο 85 Hazara μαθητριών μεταξύ 11-15 ετών·
the fall of Kabul was only a matter of days.
Προσπερνώ καμμένους θάμνους και χόρτα έπειτα από πιθανή απόπειρα εμπρησμού, κοντοστέκομαι στο «Μνημείο των Αυστραλών και Νεοζηλανδών Πεσόντων στην Ελλάδα», τέλος, η Θεά Αθηνά μου δείχνει την έξοδο από το πάρκο, και από τις επίμονες σκέψεις μου:
παίρνω μπλε χάπι, με παρασύρει η ροή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
No comments:
Post a Comment